Η κόλαση είναι η Άλλη

dimart 29 Μαρ 2017

Αυτό δεν είναι τραγούδι #986
Dj της ημέρας, ο Γιώργος Θεοχάρης

Μετά από εφτά χρόνια γάμου, τα σημάδια της έγγαμης κόπωσης ήταν ορατά, δεν μπορούσαν να τα κρύψουν· ούτε από τους άλλους ούτε από τους εαυτούς τους. Εφτά χρόνια φαγούρα: ακόμα κι αυτή την κοινοτοπία την είχαν σεβαστεί. Να χώριζαν; Μα γιατί; Δεν υπήρχε λόγος. Τα πήγαιναν μια χαρά – γιατί δεν τα πήγαιναν καθόλου και πουθενά. Δούλευαν πολύ και οι δυο τους, δεν βλέπονταν πάνω από τρεις ώρες την ημέρα – χωρίς να προσμετράται ο χρόνος του ύπνου (όπου βλέπει κανείς ό,τι έχει προγραμματίσει να δει). Οι κουβέντες μεταξύ τους λιγοστές, τυπικές: όλα είχαν ειπωθεί. Το σεξ είχε αραιώσει μέχρι αμελητέας ποσότητας (και καταγέλαστης ποιότητας). Το μόνο που τους έμενε ήταν ένας αμοιβαίος σεβασμός: δεν τσακώνονταν ποτέ και για τίποτα. Ίσως επειδή δεν είχαν και τίποτα να χωρίσουν. (Άρα, γιατί να χωρίσουν;) Η σχέση τους ήταν… (πώς να την χαρακτηρίσει κανείς;) – σχέση δεν ήταν.

Και τότε Εκείνος είχε μια έκλαμψη: να μηδενίσουν το κοντέρ και να ξαναρχίσουν. Πώς όμως; Αφού το σκέφτηκε κάμποσο, του ήρθε (έτσι πίστεψε) ιδέα φαεινή: μια στημένη εξωσυζυγική σχέση. Θα γινόταν ο εραστής της γυναίκας του! Αυτό θα άλλαζε αρκετά την καθημερινότητά τους, χωρίς περαιτέρω επιπλοκές: εντός κι εκτός της αμαρτίας – και επί τα αυτά της νομιμότητας. Έτσι νόμιζε.

Την έπιασε ένα βράδυ και (με κρασί πολύ) της εξήγησε το σχέδιό του λεπτομερώς: έπρεπε να βρει εραστή για να σώσουν τον γάμο τους. «Εσύ, από μόνη σου», της είπε, «δεν θα έβρισκες εραστή στον αιώνα τον άπαντα». Σ’ αυτό είχε δίκιο: Εκείνη βαριόταν ακόμα και τη σκέψη μιας τέτοιας εκτροπής. «Οπότε, σου βρήκα εγώ: θα τα φτιάξεις μαζί μου! Πανεύκολο. Τι λες;» Εκείνη συμφώνησε διστακτικά. Από την άλλη, γιατί όχι; Μπορεί και να έπιανε.

Άρχισαν τα κρυφά τηλεφωνήματα, τα ερωτικά μηνύματα (από ένα «πονηρό», δεύτερο κινητό), τα ραντεβού σε ξενοδοχεία που χρεώνουν με την ώρα. Μπήκαν, δηλαδή, σε πρόγραμμα που ανεβάζει τους σφυγμούς. Και σαν να ξανάνιωσαν: έχασαν κιλά, αγόραζαν –στα κρυφά– καινούργια ρούχα (και εσώρουχα), δούλευαν λιγότερο (και χωρίς τύψεις). Η ζωή τους άλλαξε, παραμένοντας (φαινομενικά) η ίδια. Μοιράζονταν έναν μυστικό, κρύβοντάς το ταυτόχρονα ο ένας από τον άλλο (και από την άλλη). Ακούγεται κάπως σχιζοφρενικό, αλλά λειτουργούσε. Το σημάδι της μετάβασης από Εκείνον στον Άλλον ήταν μια μικρή διαφορά στην εξωτερική τους εμφάνιση: Εκείνος φορούσε γυαλιά· ο Άλλος, φακούς επαφής. Μόλις Εκείνη τον έβλεπε χωρίς γυαλιά, ήξερε πως ήταν ο Άλλος· και πως κάτι απρόσμενο θα συνέβαινε.

Και συνέβαιναν πολλά τέτοια. Ερχόταν ο Άλλος στη δουλειά της και, προφασιζόμενος κάποια απίστευτη επείγουσα ανάγκη, την έπαιρνε για να πάνε τρέχοντας στο κοντινότερο ξενοδοχείο. Έφευγε για μέρες –ως «Εκείνος»– για κάποια απροσδιόριστη δουλειά στην επαρχία, και εμφανιζόταν –ως «Άλλος»– στο σπίτι, όπου Εκείνη τον περίμενε αρματωμένη ως ερωμένη. Έφυγε Εκείνη για μια βδομάδα, δήθεν για να παρασταθεί στην ετοιμοθάνατη γιαγιά της, και βρήκε τον Άλλο να την περιμένει σε πεντάστερο ξενοδοχείο στη Λισαβώνα. Ζούσαν τον ερωτά τους πιο έντονα απ’ ό,τι όταν είχαν πρωτογνωριστεί. Το πείραμα απέδιδε καρπούς. Εκείνη, Εκείνος και ο Άλλος ήταν τρεις – κι ας ήταν δύο. Μόνο που μια παράμετρος του πειράματος τούς είχε διαφύγει: τι θα γινόταν αν οι τρεις τους γίνονταν τέσσερις;

Ένα βράδυ που Εκείνος είχε κανονίσει να κοιμηθεί σε μια Κλινική Διαταραχών Ύπνου, γιατί φοβόταν ότι έπασχε από άπνοια, ο Άλλος τον αντικατέστησε στο κρεβάτι Εκείνης. Αφού παίχτηκε ένα ματσάκι στα δύο σετ (με αμφίρροπη εξέλιξη και διαρκείς ανατροπές), Εκείνη έκανε το μοιραίο λάθος: «Αχ, γιατί να μην είσαι Εκείνος;» του είπε.

Από κει και πέρα, Εκείνος τράβηξε τις βαριές κουρτίνες και βυθίστηκε στο σκοτάδι του: ο Άλλος ήταν καλύτερος! Και σαν να μην έφτανε αυτό, Εκείνη γινόταν μια Άλλη! Ακόμα και στο κρεβάτι, η συμπεριφορά της είχε αλλάξει: έπαιρνε πρωτοβουλίες αφάνταστες. «Πού τα μαθαίνει αυτά τα κόλπα;» Υπέφερε. Είχε κολλήσει σε μια φράση του υπαρξισμού, παραλλαγμένη: Η κόλαση είναι η Άλλη. Δεν θέλει και πολύ το μυαλό για να βραχυκυκλώσει: αποφάσισε να βάλει ένα τέλος σ’ αυτό το «παιχνίδι», αλλά προσέκρουε σε λογικές αντιφάσεις: ποιος να διακόψει και με ποιαν; Πώς γίνεται να χωρίσουν δύο που είναι τέσσερις, παραμένοντας ταυτόχρονα ζευγάρι (ένα, όμως· όχι δύο); Αδύνατον!

Πέρασε έτσι λίγος καιρός, μέσα σε ένταση που δεν είχε υπολογίσει κανείς τους. Εκείνος άρχισε να της κάνει σκηνές ζηλοτυπίας. «Από πού κι ως πού;» αναρωτιόταν Εκείνη· «σου έχω δώσει κανένα δικαίωμα;» Εκείνη (που δεν αισθανόταν ότι είχε μεταλλαχτεί σε Άλλη – μ’ εξαίρεση τη συμμετοχή της σ’ αυτή την ενάρετη αμαρτία) άρχισε να δυσφορεί. Ο Άλλος, ο νόμιμα παράνομος, της φαινόταν όλο και πιο ελκυστικός.

Ένα απόγευμα που είχαν ξεκλέψει χρόνο από τις δουλειές τους για να βρεθούν σε ξενοδοχείο, αφού έπαιξαν ένα νουμεράκι ποικιλιών, έμειναν αγκαλιασμένοι σε στάση «το πλάσμα με τα τέσσερα πόδια» μέχρι να ξελαχανιάσουν. Μετά, αφού άναψαν ένα κοινό τσιγάρο (οι Άλλοι κάπνιζαν· όχι Εκείνοι), και έτσι όπως ήταν χαλαροί, ο Άλλος άνοιξε εν αγνοία του τον ασκό του Αιόλου: «Είναι οριστικό: οι Άλλοι ξέρουν να ζουν». Εκείνη (δηλαδή, η Άλλη) είπε: «Τότε, γιατί να μην γίνουμε οι Άλλοι; Σκέφτομαι να παρατήσω τον άντρα μου για να ζήσουμε μαζί». Τώρα;

Ο Άλλος (δηλαδή, Εκείνος) χλόμιασε με τη μία. Αμίλητος, σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται. Στο τέλος, έβγαλε τους φακούς επαφής κι έβαλε τα γυαλιά του. «Δεν σε αναγνωρίζω», ήταν το μόνο που της είπε πριν φύγει. «Πώς να με αναγνωρίσεις; Με τα παραμορφωτικά γυαλιά, με βλέπεις ως Άλλη», την άκουσε να του φωνάζει καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του.

Εκείνη σηκώθηκε με την άνεσή της κι άρχισε να ντύνεται. Είχε μουδιάσει ευχάριστα. Όταν τυχαία έπεσε το βλέμμα της στον καθρέφτη, έκλεισε το μάτι στον εαυτό της. Χαμογέλασε, αν και όχι πανηγυρικά. Ντυμένη πια, έκαστε στην άκρη του κρεβατιού κι έστειλε στον Άλλο ένα μήνυμα στο αμαρτωλό κινητό: «Σου έβαλα τα γυαλιά».

Έτσι τελείωσε αυτό το παιχνίδι. Που δεν ήταν παιχνίδι. Και δεν είχε τέλος.