Στη μεταπολεμική περίοδο εφαρμόστηκαν δύο διαφορετικές οικονομικές πολιτικές στο δυτικό κόσμο, οι οποίες, με μερικές προσαρμογές, αποτελούν και σήμερα τις δύο βασικές εναλλακτικές προτάσεις για την έξοδο από την κρίση.
Η μία σχολή σκέψης προτείνει αύξηση της εγχώριας ζήτησης, η οποία θα προκαλέσει αύξηση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, συνεπώς αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων και των κερδών των επιχειρήσεων. Η τόνωση της ζήτησης για κατανάλωση και επένδυση θα πρέπει να προέλθει από το κράτος, το οποίο μπορεί να δαπανά περισσότερα από όσα εισπράττει από φόρους, δηλαδή μπορεί να έχει έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό, το οποίο χρηματοδοτείται από τις διεθνείς αγορές με δανεισμό, αλλά και από την Κεντρική Τράπεζα με νομισματικά μέσα, αν τα επιτόκια αυξάνονται υπέρμετρα. Το κράτος, συνεπώς, μπορεί να ασκεί μια ελαστική εισοδηματική πολιτική στο δημόσιο τομέα, «παρασύροντας» και τον ιδιωτικό σε μια τέτοια πολιτική, και ταυτόχρονα να αυξάνει τις δημόσιες επενδύσεις και να διευκολύνει με διάφορα κίνητρα τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Αυτή η οικονομική πολιτική έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι είναι κοινωνικά αποδεκτή, καθώς αυξάνει τα εισοδήματα των εργαζομένων και επιτρέπει και στα λιγότερο προνομιούχα κοινωνικά στρώματα να αυξάνουν την καταναλωτική ευημερία τους. Επίσης, καθώς το κράτος έχει μεγαλύτερα περιθώρια δαπανών, μπορεί να ασκεί μια ικανοποιητική κοινωνική πολιτική. Ομως έχει και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Αν η εγχώρια παραγωγή δεν ακολουθήσει με τον ίδιο ρυθμό την αύξηση της εγχώριας ζήτησης, θα αυξηθούν υπέρμετρα οι εισαγωγές και θα δημιουργηθούν ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο, με συνέπεια τη μείωση της ανταγωνιστικότητας και την ανάγκη υποτίμησης του νομίσματος, καθώς ταυτόχρονα μπορεί να έχει αυξηθεί και ο πληθωρισμός λόγω της υπερβάλλουσας ζήτησης και του ελλείμματος στον κρατικό προϋπολογισμό. Η προαναφερθείσα οικονομική πολιτική θεωρείται κεϊνσιανή, ασκήθηκε στο δυτικό κόσμο τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και δημιούργησε το θαύμα της οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνική ειρήνη και αξιοζήλευτο κράτος πρόνοιας.
Ηάλλη σχολή σκέψης προτείνει τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών αύξησης της προσφοράς από τις επιχειρήσεις χωρίς αύξηση της εγχώριας ζήτησης, αλλά με περιορισμό των δημόσιων δαπανών, περιοριστική εισοδηματική πολιτική και μηδενισμό του ελλείμματος στον κρατικό προϋπολογισμό. Επιδιώκεται η αύξηση της παραγωγικότητας με νέες τεχνολογικές μεθόδους ή/και με περιορισμό του εργατικού κόστους προκειμένου να μειωθεί το κατά μονάδα κόστος παραγωγής και να αυξηθεί έτσι η διεθνής ανταγωνιστικότητα στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά για να αυξηθούν οι εξαγωγές και να μηδενισθεί το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, ενώ παράλληλα προωθούνται διαρθρωτικές αλλαγές (ιδιωτικοποιήσεις, άνοιγμα αγορών κ.ά.) με στόχο την οικονομική αποτελεσματικότητα. Η πολιτική αυτή θεωρείται νεοφιλελεύθερη και αποτελεί απάντηση στην κεϊνσιανή πολιτική, η οποία θεωρήθηκε υπεύθυνη για τα ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό και το εξωτερικό εμπόριο, καθώς και για τον πληθωρισμό και τις υποτιμήσεις των νομισμάτων. Αρχισε να ασκείται από τη δεκαετία του ?80 στη Βρετανία και τις ΗΠΑ και σήμερα αποτελεί την κυρίαρχη οικονομική πολιτική για την έξοδο από την κρίση στην Ευρώπη.
Αυτή η πολιτική έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα. Δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή, επειδή περιορίζει τα εισοδήματα των εργαζομένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, περιορίζει το κοινωνικό κράτος και ταυτόχρονα μειώνει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, την παραγωγική δραστηριότητα αυξάνοντας την ανεργία, καθώς μειώνεται η κατανάλωση (ζήτηση).
Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι η έλλειψη κοινωνικής αποδοχής της πολιτικής αυτής ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματά της. Δημιουργεί έτσι μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που προσπαθεί να επιλύσει. Προφανώς, η καλύτερη λύση θα ήταν να εφαρμοσθεί ένας συνδυασμός των δύο αυτών αντίθετων οικονομικών πολιτικών. Ομως, με τους σημερινούς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, είναι αυτό εφικτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ είναι καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργού