Η κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο

Χρίστος Αλεξόπουλος 17 Δεκ 2017

Το δημοκρατικό πολίτευμα και η κοινωνική συνοχή προϋποθέτουν την δυνατότητα της κοινωνίας να λειτουργεί ως συλλογικό υποκείμενο, δηλαδή να διαμορφώνει συλλογική γνώμη και βούληση σε σχέση με το κοινωνικό συμφέρον και την πραγμάτωση του και να το εκφράζει με τις δομές της κοινωνίας πολιτών (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) στις διαστάσεις, που ισορροπούν και συγκλίνουν οι οπτικές προσέγγισης της πραγματικότητας από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες.

Ειδάλλως η δημοκρατία εκφυλίζεται σε διαδικαστικό εργαλείο για την εκλογή των διαχειριστών της κυβερνητικής εξουσίας, εάν η κοινωνία δεν είναι σε θέση να οριοθετεί την πορεία προς το μέλλον βασιζόμενη στη γνώση της πραγματικότητας και έχοντας επίγνωση του κοινωνικού συμφέροντος να αναθέτει στο πολιτικό σύστημα την πραγμάτωση του με βάση τις πολιτικές προτάσεις, που γίνονται αποδεκτές και εκφράζουν την κοινωνική πλειοψηφία.

Εάν αυτές οι διεργασίες δεν είναι εφικτές, τότε η κοινωνία από συλλογικό υποκείμενο μετατρέπεται σε ενεργούμενο, ενώ σταδιακά οι επιπτώσεις είναι αρνητικές για την συνοχή της, διότι οι πολίτες δεν λειτουργούν με βάση κοινές αξίες, ούτε διαπνέονται από την λογική της ενσυναίσθησης, αλλά επηρεάζονται από τον ατομικισμό και την σκληρή του εφαρμογή με τον ακραίο ανταγωνισμό, που αποτελούν βασικά συστατικά του ισχύοντος καταναλωτικού συστήματος.

Σε αυτό το σημείο έχουν φτάσει τώρα οι κοινωνίες, διότι το κυρίαρχο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης καλλιεργεί τις ανισότητες τόσο στο εσωτερικό τους όσο και μεταξύ τους. Γι’ αυτό από την μία πλευρά καταγράφεται το φαινόμενο της φτωχοποίησης των κοινωνιών και από την άλλη η σταδιακή αποσύνθεση τους με την μαζική μετακίνηση πληθυσμών.

Αρωγός στην διαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας είναι επίσης η μονοδιάστατη και σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη εικονική παρουσίαση των δραστηριοτήτων της κοινωνίας από το μιντιακό σύστημα, η οποία βέβαια δεν στηρίζεται σε δεδομένα, που προκύπτουν μετά από συστηματική και πολυδιάστατη ανάλυση, αλλά έχει κυρίως περιγραφικό χαρακτήρα, ενώ πλειοδοτεί στην δημιουργία στοχευμένων εντυπώσεων.

Εξάλλου η ροή των πληροφοριών είναι μεγάλη και πολύ γρήγορη, με αποτέλεσμα ο πολίτης να μην μπορεί να τις επεξεργασθεί στον διαθέσιμο χρόνο. Επίσης δεν έχει και το κάθε φορά κατάλληλο μεθοδολογικό εργαλείο για οικονομική, κοινωνιολογική, πολιτική κ.λ.π. ανάλυση και ουσιαστική προσέγγιση της πολύπλοκης πραγματικότητας.

Γι’ αυτό και η μαζική ενημέρωση δεν συμβάλλει στην λειτουργία της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου.

Για να καταστεί αυτός ο στόχος εφικτός, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

Μια από τις πιο βασικές είναι η οικοδόμηση ανεξάρτητων δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα καλύπτουν θεματικά τους τομείς δραστηριοποίησης της κοινωνίας (από την εργασία και την οικονομία μέχρι τον πολιτισμό και το περιβάλλον).

Ιδιαιτέρως στην Ελλάδα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην απαλλαγή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) από την ασφυξία, που προκαλεί ο ακραίος κομματισμός, ο οποίος μετατρέπει τις ΜΚΟ σε προεκτάσεις των κομμάτων και τους στερεί την δυνατότητα να διαμορφώνουν και να εκφράζουν το κοινωνικό συμφέρον, αλλά και να διαλέγονται με το πολιτικό σύστημα.

Η μέχρι τώρα πρακτική των κομμάτων δείχνει, ότι «μεταχειρίζονται» τις δομές της κοινωνίας πολιτών ως μαζικούς χώρους για «αλίευση» οπαδών και όχι ως απαραίτητο συνομιλητή στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου. Γι’ αυτό δεν είναι ικανά να κάνουν και μεταξύ τους διάλογο, ώστε να εκφράζεται στο επίπεδο της διακυβέρνησης η κοινωνική πλειοψηφία.

Η δημοκρατία, της οποίας γίνεται συχνά επίκληση, εκφυλίζεται σε διαδικαστικό εργαλείο για την κατάκτηση της εξουσίας. Δεν είναι τυχαία η συνεχής απόρριψη της απλής αναλογικής από τα περισσότερα κόμματα στο όνομα της κυβερνησιμότητας του τόπου. Ο «διάλογος» για το υπάρχον πολιτικό σύστημα περιορίζεται στην προσπάθεια δημιουργίας αρνητικών εντυπώσεων στους πολίτες σε σχέση με τους «αντιπάλους». Με αυτό τον τρόπο βέβαια αναπαράγονται οι παθογένειες και ανεπάρκειες του.

Πολύ θετική επίδραση για την αντιμετώπιση του προβλήματος θα είχε η θεσμοθέτηση διαδικασιών διαλόγου του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας πολιτών για την έκφραση και κοινοποίηση του κοινωνικού συμφέροντος και την ενεργοποίηση συζήτησης, η οποία θα διευκολύνει την διαμόρφωση γνώμης για την συμβατότητα του κοινωνικού συμφέροντος και των πολιτικών προτάσεων των κομμάτων.

Βέβαια αυτό προϋποθέτει, ότι το πολιτικό σύστημα καταθέτει ρεαλιστικό, μακροπρόθεσμο, τεκμηριωμένο και κοστολογημένο σχεδιασμό για την πορεία της κοινωνίας σε βάθος χρόνου, ο οποίος στηρίζεται στη γνώση και ανάλυση της πραγματικότητας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο και μπορεί να δρομολογήσει διάλογο τόσο στο εσωτερικό του όσο και με την κοινωνία, ενώ αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς και συναινέσεις, ώστε να εκφράζεται η κοινωνική πλειοψηφία στο επίπεδο της διακυβέρνησης.

Η πολιτική πόλωση, η οποία κυριαρχεί με στόχο την αποκόμιση εκλογικού οφέλους είτε από την κυβερνητική πλευρά είτε από την αντιπολίτευση και στηρίζεται στην άσκηση επιρροής με εργαλείο το συναίσθημα και το θυμικό των πολιτών, μακροπρόθεσμα δεν βοηθά ούτε το πολιτικό σύστημα ούτε την κοινωνία.

Όσο προχωρούμε προς το μέλλον σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και συνεχώς εντεινόμενης αξιοποίησης της τεχνολογίας και κυρίως της ψηφιακής και της τεχνητής νοημοσύνης στην κοινωνική δραστηριοποίηση στα διάφορα συστήματα (εργασίας, υγείας κ.λ.π.), τόσο περισσότερο θα καθίσταται αναγκαίος ο ορθολογισμός για την κατανόηση της πραγματικότητας και την λειτουργία της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου, ώστε να αποφεύγονται αρνητικές για την βιωσιμότητα της αποφάσεις.

Εκτός και αν τα κόμματα στηρίζουν την πολιτική επικοινωνία στην χειραγώγηση των πολιτών. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση θα αυξάνεται η αποστασιοποίηση τους από την πολιτική και την δημοκρατία, ενώ θα μειώνεται η κοινωνική συνοχή, διότι δεν θα λειτουργεί ένα αξιόπιστο σύστημα αξιών στην συνείδηση τους, το οποίο θα συνέβαλε στην ορθολογική προσέγγιση και ερμηνεία της δυναμικής της εξέλιξης.

Πολύ σημαντική βοήθεια προς αυτή την κατεύθυνση θα παρείχε η λειτουργική ένταξη της επιστημονικής γνώσης και του ορθολογισμού ως εργαλείου ανάλυσης της πολυδιάστατης πραγματικότητας στις δομές της κοινωνίας πολιτών, ώστε να διασφαλίζεται η κατανόηση των εξελίξεων και να καθίσταται εφικτός ο ουσιαστικός διάλογος για την διαμόρφωση γνώμης και τεκμηριωμένης άποψης.

Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό η διαμόρφωση συνειδητοποιημένων πολιτών, οι οποίοι «παίρνουν το βάρος» της ευθύνης της πολιτικής και δημοκρατικής λειτουργίας, ενώ ταυτοχρόνως μπορούν να διαχειρισθούν την βιωνόμενη πραγματικότητα σε συνθήκες ταχύτατης ροής του χρόνου στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της ψηφιακής τεχνολογίας.

Αυτό θα σήμαινε, ότι διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την λειτουργία της κοινωνίας ως συλλογικού υποκειμένου ακόμη και στην πολύπλοκη και ταχύτατα μετασχηματιζόμενη πραγματικότητα.

Επίσης επείγει η απαλλαγή της ελληνικής κοινωνίας από τις παθογένειες του παρελθόντος, όπως είναι το πελατειακό σύστημα, η συντεχνιακή λογική, η διαφθορά και άλλα. Ειδάλλως η αναζήτηση και οριοθέτηση του κοινωνικού συμφέροντος από την κοινωνία πολιτών θα παραμείνει «όνειρο απατηλό», οπότε και το «όραμα» του συλλογικού υποκείμενου θα είναι συζητήσιμο μόνο σε θεωρητικό επίπεδο.

Για την προοπτική της κοινωνίας είναι ζωτικής σημασίας ανάγκη να γίνουν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα οι απαραίτητες υπερβάσεις τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και από την κοινωνία, ώστε να διασφαλισθεί, ότι στο μέλλον οι πολίτες δεν θα «άγονται και φέρονται», αλλά αφού είναι ενεργά μέλη ενός κοινωνικού συνόλου, θα είναι σε θέση να λειτουργούν ως συλλογικό υποκείμενο και να οριοθετούν την πορεία του τόπου αναλαμβάνοντας την δική τους ευθύνη.