Να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή. Το παιδί ενός συμπαθητικού ανθρώπου δεν είναι κατ? ανάγκη συμπαθητικό. Μπορεί θαυμάσια να είναι ένα γαϊδούρι και μισό. Οι επιστήμονες τσακώνονται από αρχαιοτάτων χρόνων για την ακριβή αναλογία των γονιδίων και του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση ενός ανθρώπου. Γι? αυτόν τον λόγο, είναι μεγάλη τύχη να διαπιστώνεις ότι τα παιδιά τριών χαρισματικών και τόσο (μα τόσο) αγαπητών προσωπικοτήτων της ανανεωτικής Αριστεράς διακρίνονται από τις ίδιες ευαισθησίες, την ίδια τρυφερότητα και την ίδια σεμνότητα μ? εκείνους. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έχουν χαράξει τη δική τους αυτόνομη και δυναμική προσωπική πορεία: ο ένας είναι νομικός, ο άλλος ασχολείται με τα επιτραπέζια παιχνίδια, εκείνη είναι δημοσιογράφος. Και είναι υποψήφιοι στις επικείμενες εκλογές.
Δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να ψηφίσουμε τη Μυρσίνη, τον Λευτέρη ή τον Μίλτο επειδή είναι παιδιά του Νικήτα (Λιοναράκη), του Μιχάλη (Παπαγιαννάκη) και του Λεωνίδα (Κύρκου). Για την ακρίβεια δεν ισχυρίζομαι τίποτα, πέρα από το ότι ο Γιώργος Καμίνης (με τον συνδυασμό του οποίου κατεβαίνουν υποψήφιοι οι δύο πρώτοι) είναι ένας πανάξιος δήμαρχος και ότι Το Ποτάμι (με το οποίο κατεβαίνει ως υποψήφιος ευρωβουλευτής ο τρίτος) είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πολιτική πρωτοβουλία. Δεν μπορώ όμως και να κρύψω τη συγκίνησή μου όταν διάβασα στο χθεσινό φύλλο της AthensVoice μια χαλαρή και πολιτισμένη συζήτηση ανάμεσα στους τρεις αυτούς τύπους που ανήκουν σε τρία διαφορετικά κόμματα. Με πολλές αναμνήσεις, φυσικά. Με συγκεκριμένες απόψεις για την πολιτική κατάσταση. Και με μια κοινή πεποίθηση στην ανάγκη του συμβιβασμού. Oπως τη δίδαξε ο Κύρκος. Oπως την έζησε ο Παπαγιαννάκης στο Ευρωκοινοβούλιο. Oπως ΔΕΝ την πρεσβεύει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.
Και οι τρεις μεγάλωσαν μέσα στην πολιτική. Η Μυρσίνη συζητούσε ισότιμα με τους μεγάλους, γούσταρε να τους κάνει παρέα και να ζητούν τη γνώμη της. Ο Λευτέρης ήταν από μικρός στους ώμους σε πορείες και διαμαρτυρίες. Ο Μίλτος θυμάται την κατήφεια στο σπίτι του το 1963 όταν άκουγαν τα αποτελέσματα των εκλογών. Με άλλα λόγια, έμαθαν πολιτική σε σωστά χέρια. Και απέκτησαν ένα πολιτικό ένστικτο από μικροί. Πόσο μετράει το επίθετό τους στην υποψηφιότητα; «Είναι σαν από τη μία να πλησιάζουμε αυτόν που χάσαμε και από την άλλη να τον σκοτώνουμε» απαντά η πρώτη. «Αναγνωρίζω ότι ένα ποσοστό της αναγνωρισιμότητας, ας πούμε το 50%, το έχουμε καλύψει. Από την άλλη είναι βάρος» λέει ο δεύτερος. «Εμείς δεν κερδίζουμε ψήφους επειδή έχουμε ένα όνομα, κερδίζουμε μια πρώτη ματιά. Αλλά αυτή η ματιά έχει και ένα βάρος. Αν ζυγιστείς και βρεθείς λίγος, αυτός που πρώτος ήρθε να σε κοιτάξει θα προτιμήσει κάποιον άλλο» υποστηρίζει ο τρίτος.
Ολοι ζυγίζονται κι όλοι κρίνονται, περισσότερο ή λιγότερο υποκειμενικά. Ετσι είναι η ζωή κι έτσι είναι η πολιτική. Ο νεποτισμός είναι κακό πράγμα, το ξέρουμε. Αλλά υπάρχουν κι εξαιρέσεις.