Η επικέντρωση της προσοχής της επικαιρότητας στα μέσα αυτής της εβδομάδας στην πράξης βίας κατά βουλευτή στην κεντρική πλατεία της Αθήνας έφερε στη μνήμη την αρχή του καλοκαιριού του 2011 όταν οι προπηλακισμοί σε βάρος πολιτικών προσώπων, ιδιαιτέρως εκείνων του κυβερνητικού τότε κόμματος, του ΠΑΣΟΚ, γνώριζαν ευρύτατη αποδοχή. Το καλοκαίρι των «Αγανακτισμένων», παρά το πλήθος των διαφορετικών ερμηνειών για τη σύνθεση της κινητοποίησης, αποτέλεσε χωρίς αμφιβολία χρονικό σημείο έναρξης ραγδαίων μεταβολών στη δομή του κομματικού συστήματος της χώρας. Η μαζικότητα της κινητοποίησης και η ακόμα ευρύτερη στήριξή του ακόμα και από άτομα που δε συμμετείχαν ενεργά στις πλατείες (όγκος που εκτιμάται σύμφωνα με μεταγενέστερες έρευνες στο 75% του πληθυσμού) ευνόησαν μικρές -και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους- τότε πολιτικές δυνάμεις, όπως ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή, που αγκάλιασαν την κινητοποίηση, ενώ επιβάρυναν τη θέση των άλλοτε κυρίαρχων κομμάτων του δικομματισμού που δίστασαν να στηρίξουν τις εμφανώς εμφορούμενες από το συναίσθημα των μαζών δράσεις. Παρότι διόλου αμελητέα, τούτη η επίδραση της απροσδόκητης αυτής συλλογικής δράσης δεν ήταν η μοναδική.
Δύο ακόμα επιδράσεις αξίζουν της προσοχής μας. Κατά πρώτον, η κινητοποίηση αποτελεί αναμφίβολα σταθμό στη μελέτη της πολιτικής συμμετοχής, ιδιαιτέρως της μη εκλογικής και σχετιζόμενης με τα πολιτικά κόμματα, στην Ελλάδα. Η προσφάτως ολοκληρωθείσα έρευνα ομάδας μελετητών από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, το Πάντειο Πανεπιστήμιο και ιδρύματα του εξωτερικού, κατέγραψε, βασιζόμενη σε δύο γύρους ποσοτικών ερευνών που διενεργήθηκαν τέσσερα χρόνια μετά το καλοκαίρι του 2011, την ένταση του βιώματος της συμμετοχής ή της αποδοχής της δράσης των «Αγανακτισμένων» μέσω της ανίχνευσης της πρόθεσης συμμετοχής σε δράσεις με πολιτικό περιεχόμενο στη σημερινή συγκυρία. Παρά την επικρατούσα σκέψη ότι η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» έσβησε γρήγορα λιγότερο από έναν χρόνο μετά την έναρξή της, οι εμπειρίες έντονης συμμετοχής των πολιτών στις συγκεντρώσεις που έλαβαν χώρα κατά την εβδομάδα του δημοψηφίσματος αποδεικνύουν τη μάλλον έντονη διάθεση συμμετοχής πέραν από τα συμβατικά όρια της προσέλευσης στην κάλπη. Όμως η μελέτη συμπεραίνει ότι η πρόθεση συμμετοχής διαφέρει σε συνάρτηση με τη θεματική, ή αλλιώς το αίτημα, έκαστης κινητοποίησης, με την πιθανότητα συμμετοχής να είναι υψηλότερη στη θεματική που συνδέεται με το κίνημα των «Αγανακτισμένων» μέσω του υποκειμένου εναντίωσης, και πιο συγκεκριμένα των Γερμανών. Η πιθανότητα συμμετοχής σε μια διαδήλωση με αντικείμενο τη διαμαρτυρία έναντι ενδεχόμενης απόφασης της Γερμανίας να κλείσει το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων εκτιμήθηκε μεγαλύτερη από αυτήν σε μια διαδήλωση με αντικείμενο τη διαμαρτυρία έναντι απόφασης διακοπής χρηματοδότησης της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και τα δύο αιτήματα σχετίζονται με οικονομικά οφέλη. Όμως το ένα σενάριο, μέσω της αίσθησης αδικίας και της ιστορικότητάς του, ερεθίζει εντονότερα το συναίσθημα των πολιτών και για αυτό η απήχησή του είναι μεγαλύτερη. Η ενεργοποίηση των συναισθημάτων στην πολιτική και εκλογική συμμετοχή είναι η δεύτερη σημαντική επίδραση των «Αγανακτισμένων» που χρήζει της προσοχής μας. Η χρήση των συναισθημάτων στην πολιτική επικοινωνία των κομμάτων και των ηγεσιών, στον λόγο των μίντια, αλλά και στη συζήτηση μεταξύ των πολιτών αποτυπώθηκε ανάγλυφα κατά την περίοδο που ακολούθησε την προκήρυξη του δημοψηφίσματος τον περασμένο Ιούνιο. Η κληρονομιά των «Αγανακτισμένων» βρίσκεται, πέρα από το συστημικό επίπεδο, και στις ατομικές συμπεριφορές ή τις προθέσεις των πολιτών. Η ενεργοποίησή τους είναι πλέον ευκολότερη, όπως επίσης και η πέραν των ορίων της συμβατικότητας και νομιμότητας δράση τους. Μοχλός διευκόλυνσης της δράσης αυτής είναι το συναίσθημα. Και το ευκολότερα ενεργοποιήσιμο συναίσθημα είναι αυτό που έχει ως σημείο αναφοράς έναν αντίπαλο.