Ποια θετική ιστορική συμβολή (legacy) θα άφηνε πίσω της η κυβέρνηση Τσίπρα εάν αύριο εγκατέλειπε την εξουσία; Εθεσα το ερώτημα χωρίς υπαινικτική διάθεση σε συνομιλητές μου που διατηρούν μια θετική στάση απέναντι στην κυβέρνηση. Η αντίδρασή τους κυμαινόταν μεταξύ έκπληξης και αμηχανίας. Κάποια άξια μνείας απάντηση δεν έλαβα.
Ολες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, ακόμα κι οι χειρότερες, μπορούν να επικαλεστούν μια (κάποια) θετική κληρονομιά. Ολες συνέβαλαν, περισσότερο ή λιγότερο, στον ένα ή στον άλλο τομέα, στο να προωθήσουν τη σύγκλιση της χώρας με την προηγμένη ευρωπαϊκή πραγματικότητα, την προσαρμογή της στα δεδομένα, τους περιορισμούς και τις ευκαιρίες του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ηγήθηκε του ιστορικού άλματος ένταξής μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ο Ανδρέας Παπανδρέου απέσπασε ευρωπαϊκές πολιτικές συνοχής και μείωσε την υστέρηση στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά με βαρύ δημοσιονομικό και οικονομικό τίμημα. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ξεκίνησε την αντιστροφή του μεταπολιτευτικού κρατισμού και την προσαρμογή στην απελευθέρωση και διεθνοποίηση των αγορών. Ο Κώστας Σημίτης πραγματοποίησε το μέγα επίτευγμα της ένταξής μας στον ευρωπαϊκό πυρήνα, συνδυάζοντας ανάπτυξη με πρωτογενή πλεονάσματα, και με τη διατύπωση μιας ηγεμονικών αξιώσεων ιδεολογίας εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού.
Η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, που βαρύνεται με τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της περιόδου 2007-09, έβαλε κι αυτή μπροστά κάποιες σημαντικές επενδύσεις και αποκρατικοποιήσεις. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου απέτρεψε μια άτακτη χρεοκοπία κι επιτέλεσε μεγάλο μέρος της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής. Η κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου νομοθέτησε τις μεταρρυθμίσεις του δεύτερου μνημονίου, κούρεψε το χρέος, και πραγμάτωσε τον ιστορικό συμβιβασμό μιας διακομματικής κυβέρνησης. Και η κυβέρνηση Α. Σαμαρά, που ακολούθησε, προεξέτεινε τη διακομματική συνεργασία, σταθεροποίησε την οικονομία, και επέτρεψε την πρώτη (αδύναμη) επιστροφή στην ανάκαμψη με έξι συνεχόμενα τρίμηνα θετικής μεγέθυνσης, πριν τα capital controls του 2015 επαναφέρουν την ύφεση. Ανισοβαρείς οι συμβολές, αλλά με διάθεση αφαιρετικής επιείκειας κάπως έτσι θα τα συνόψιζε ο ιστορικός.
Και η κυβέρνηση Τσίπρα; Η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα ήταν η καταστροφικότερη της μεταπολίτευσης. Μόνη θετική συμβολή της ήταν ίσως ότι, εκθέτοντας στο οξυγόνο της ψυχρής πραγματικότητας τις φενάκες και αυταπάτες της αντιμνημονιακής δημαγωγίας, συνέβαλε να αποκαλυφθεί η μεγαλειώδης γύμνια τους. Η σημαντικότερη συμβολή αυτής της κυβέρνησης Τσίπρα ΙΙ είναι ότι προσπάθησε να μαζέψει τα συντρίμμια που άφησε πίσω της η κυβέρνηση Τσίπρα Ι. Αυτό δύσκολα εγγράφεται στις χρυσές δέλτους της Ιστορίας, αλλά είναι κάτι.
Βέβαια, η πλοήγηση των αντιμνημονιακών ψηφοφόρων στην όχθη του αναγκαίου ρεαλισμού είναι ένα επίτευγμα. Το ίδιο κι η ολοκλήρωση σκληρών μέτρων και αποκρατικοποιήσεων. Και μπορεί η υποδοχή του λαϊκιστικού ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρω-σοσιαλιστική οικογένεια να μη συνιστά τη λαμπρότερη στιγμή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (δύσκολοι καιροί για να είσαι εκλεκτικός), είναι όμως ένα στάδιο ωρίμανσης για ένα κόμμα που μέχρι χθες ήταν αδελφό της Linke και του Μαδούρο. Και πάντως θετικό για τη χώρα, λαμβάνοντας υπόψη τις εναλλακτικές.
Ομως η υποταγή στην υπέρτερη αναγκαιότητα από μόνη της δεν είναι η κληρονομιά που θα φιλοδοξούσε να αφήσει πίσω της μια αριστερή κυβέρνηση. Η μόνη αριστερή πολιτική που έχει νόημα σε συγκυρία ανεργίας του 23% είναι η ταχύτερη δυνατή μετάβαση στην ανάπτυξη και την απασχόληση, με μοχλό τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Αυτό η κυβέρνηση λέει ότι το έχει καταλάβει, αλλά δυσκολεύεται δραματικά να το πραγματοποιήσει.
Κι αυτό γιατί παραμένει δέσμια του παρελθόντος όσο και του παρόντος της. Τα 80 δισ. κόστος της διαπραγμάτευσης Βαρουφάκη πληρώνονται κάθε μέρα σε ρημαγμένο πιστωτικό σύστημα, ασφυκτική φορολογία, χαμένο εισόδημα. Η πορεία έχει ναρκοθετηθεί από τους λεονταρισμούς του 2015. Πόσο εύκολη θα είναι η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ μετά τη δεύτερη αξιολόγηση (αναγκαίος σταθμός στο θετικό αφήγημα της κυβέρνησης), όταν ακόμα αντηχεί η απόπειρα εκβιασμού του πρώτου υπουργού Οικονομικών του 2015 ότι δεν θα αποπληρώσει τα ομόλογα της ΕΚΤ;
Ομως και το παρόν σκιάζει την όποια προσπάθεια ρεαλιστικής προσαρμογής. Να μιλήσουμε για την τραγικωμωδία της δίωξης Γεωργίου; Τις παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη και τη χειραγώγηση των θεσμών; Τις παρενοχλήσεις στον ανεξάρτητο διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, του θεσμού που λειτούργησε ως τελευταία γραμμή προστασίας της χώρας το 2015; Τη φιλόξενη υποδοχή των ξένων επενδύσεων από τον κ. Σκουρλέτη και τον κ. Δρίτσα; Ακόμα κι αν ο πρωθυπουργός είπε τα σωστά πράγματα στη Θεσσαλονίκη, η σκιά πέφτει βαριά. Ο μόνος θετικός απολογισμός που μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό της αυτή η κυβέρνηση θα είναι αν κάποια στιγμή, μέσα στο 2017, μπορεί να πει ότι ξαναέβαλε τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας – εκεί δηλαδή όπου βρισκόταν το 2014. Αυτό περνάει από την έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης το 2016, που μπορεί να επιτρέψει την αγορά ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, και να αποσοβήσει καταστροφικές εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα και στην ευρύτερη οικονομία. Αυτό θα έπρεπε να αποτελεί το κορυφαίο πολιτικό στοίχημα της κυβέρνησης. Για να το υπηρετήσει, όμως, χρειάζονται πολύ περισσότερα από την παρέα με τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές.