«Η Αριστερά δεν πέθανε» διαβεβαίωσε τους απογοητευμένους οπαδούς του ο Μπενουά Αμόν, αναγνωρίζοντας την ήττα του το βράδυ της Κυριακής.
Πολλές τέτοιες διαβεβαιώσεις δόθηκαν τα τελευταία χρόνια από πολλούς κεντροαριστερούς Ευρωπαίους ηγέτες. Οι ήττες της παράταξης αποδίδονται σε λαθεμένους προσωπικούς χειρισμούς και σε επικοινωνιακές και διαδικαστικές αδυναμίες. Η επί της ουσίας κριτική μένει συνειδητά στην άκρη.
Αυτό είναι το πρόβλημα και με τη συζήτηση για τον νέο ενιαίο προοδευτικό – κεντροαριστερό για κάποιους – φορέα στη χώρα μας. Πότε θα γίνει το συνέδριο, ποιοι θα πάρουν μέρος, πώς και μεταξύ ποιών θα εκλεγεί η ηγεσία. Όσες προσπάθειες έγιναν για διαμόρφωση προγραμματικών θέσεων, σχεδίου ανασυγκρότησης και πλαισίου πολιτικών συμμαχιών, ό,τι ενδιαφέρει δηλαδή την κοινωνία και αφορά το μέλλον της χώρας, κατέληξαν στα αζήτητα.
Οι διαδικασίες θα έχουν νόημα μόνον αφού – και από όσους – έχει συμφωνηθεί ο κοινός στόχος και η βασική κατεύθυνση του εγχειρήματος. Γενικόλογοι αφορισμοί, ιδεολογικές αμφισημίες και καιροσκοπικές ταλαντεύσεις δεν αρκούν. Πέρασαν οι καιροί των «ούτε-ούτε». Ρητή καταδίκη του λαϊκισμού, ριζική μεταρρύθμιση του πελατειακού κράτους και της κρατικοδίαιτης οικονομίας, ανοιχτές δημοκρατικές διαδικασίες χωρίς προκατασκευασμένους συσχετισμούς και ρετρό επετηρίδες.
Η βάρκα συνδέθηκε επανειλημμένα με την υπόθεση της κεντροαριστεράς. «Δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες», «ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε», «κωπηλατούμε με δεμένη τη βάρκα», είπε πρόσφατα ο ευρωβουλευτής της «ελιάς», της προηγούμενης αλήστου μνήμης πασοκικής συμπαράταξης.
Η μεγάλη αλήθεια ωστόσο είναι ότι η βάρκα μπάζει από παντού και δεν αρκεί να βουλώσουμε πρόχειρα τις τρύπες. Χρειαζόμαστε καινούργια βάρκα.