Στο ΠΑΣΟΚ και στη ΔΗΜΑΡ, μέσα και γύρω, η συζήτηση είναι εστιασμένη σε όσα θα γίνουν ή δεν θα γίνουν μετά τις ευρωεκλογές της 25ης Μαίου. Προφανώς το αποτέλεσμα θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις, αλλά έχουν ενδιαφέρον οι τάσεις που διαμορφώνονται ήδη. Από τη μια οι ηγεσίες θα αξιοποιήσουν μια στοιχειωδώς καλή επίδοση για να μην υπάρξουν σαρωτικές αλλαγές, από την άλλη οι ενδιαφερόμενοι για τη διαδοχή περιμένουν μια αποτυχία που θα τους δώσει επιχείρημα να δρομολογήσουν τέτοιου είδους διαδικασίες, ενώ το αίτημα για την ενότητα του χώρου, δηλαδή -βασικά- για τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, θα διατυπωθεί, ξανά, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.
Με άλλα λόγια, οι σημαντικότερες αιτίες της αποτυχίας στην προσπάθεια δημιουργίας ενός ισχυρού τρίτου πόλου της Κεντροαριστεράς (προσωπικές στρατηγικές και επιμονή στο άθροισμα ονομάτων αντί στην πολιτική πρόταση), θα κυριαρχήσουν και την επόμενη μέρα των ευρωεκλογών, αφού δεν εκφράζεται διάθεση υπέρβασή τους.
Η μία πλευρά ρίχνει την ευθύνη στην άλλη, για τη ΔΗΜΑΡ φταίει το ΠΑΣΟΚ που θέλησε να καπελώσει την Ελιά, για το ΠΑΣΟΚ φταίει η ΔΗΜΑΡ που έχει ανοίξει βεντέτα με τον Βενιζέλο, ενώ όσοι παρακολουθούν από απόσταση δεν πλησιάζουν την αρένα περιμένοντας, χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι.
Στο παρασκήνιο, οργιάζει η δελφινολογία, γίνονται κουβέντες για τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, φέρνοντας κοντά το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, κάνοντας στην άκρη τις ηγεσίες, ενώ αναπτύσσονται και σενάρια για επίδοξους διαδόχους αμέσως ή λίγο αργότερα. Και βέβαια όλα αυτά είναι λάθος, αφού είναι προφανές ότι οι παθογένειες του ενδιάμεσου χώρου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν θα εξαφανιστούν αν φύγουν από το κάδρο οι συγκεκριμένοι αρχηγοί, που άλλωστε σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να αποχωρήσουν ησύχως.
Ακριβώς επειδή ο σχεδιασμός προβλέπει μία από τα ίδια, είναι έντονος ο ανταγωνισμός μεταξύ υποψήφιων ευρωβουλευτών, αφού όποιος πετύχει την πρωτιά προφανώς θα έχει πλεονέκτημα στις διεργασίες της επόμενης μέρας, οι οποίες εκ των πραγμάτων θα επηρεαστούν από την παρουσία του Ποταμιού που, με βάση τις δημοσκοπήσεις, μπορεί να πετύχει καλύτερα ποσοστά από την Ελιά και από τη ΔΗΜΑΡ μαζί, αποκλείοντας τη συνεργασία με τα παλιά κόμματα.
Οπως έχουν τα πράγματα μέχρι στιγμής, τίποτα αισιοδόξο δεν διαφαίνεται σε σχέση με τις προοπτικές ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς, δεδομένου ότι η συζήτηση δεν αγγίζει το κεντρικό θέμα που είναι η αποϊδεολογικοποίησή της.
Για παράδειγμα:
Αν η έξοδος στις αγορές δικαιώνει τις κεντρικές κυβερνητικές επιλογές/πολιτικές, αν πράγματι έρχεται το τέλος του μνημονίου και της Τρόικας σε συμβολικό και ουσιαστικό επίπεδο, τότε γιατί κάποιος να μην ψηφίσει τη ΝΔ του Α. Σαμαρά αντί για την Ελιά; Γιατί ένας δυνητικός ή πρώην ψηφοφόρος της Κεντροαριστεράς να μην προσπεράσει διαφορές αξιακού περιεχομένου και να προτάξει την πολιτική και οικονομική σταθερότητα, επιδοκιμάζοντας τον πρωθυπουργό που τα κατάφερε, όπως λέει όχι μόνο Α. Μέρκελ αλλά και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ; Με άλλα λόγια, μεταξύ δύο νικητών, είναι προφανές ότι το πλεονέκτημα έχει ο μεγαλύτερος, ο πρωταγωνιστής, αυτός που καθόρισε το αποτέλεσμα του παιχνιδιού, όχι αυτός που ακολούθησε.
Προφανώς είναι θετική εξέλιξη η επιστροφή στις αγορές μετά από τέσσερα χρόνια αποκλεισμού, αλλά προφανώς δεν είναι σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση η αποθέωση των αγορών και η ανεπιφύλακτη αναγνώριση της πρωτοπορίας τους έναντι της πολιτικής.
Ο Νομπελίστας οικονομολόγος Τζ. Στίγκλιτς είπε ότι “το γεγονός πως πανηγυρίζεται η έκδοση ομολόγων στις αγορές χωρίς να συζητώνται οι καταστροφικές επιδράσεις που παραμένουν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, είναι απλά εγκληματικό”.
Κάποιους μήνες πριν, ο Μάρτιν Σουλτς είχε πει ότι “η Ευρώπη δαπάνησε δισεκατομμύρια ευρώ για τη διάσωση των τραπεζών της, αλλά μπορεί να έχει χάσει μία ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων”.
Αυτά δεν θα τα έλεγε ένας Ευρωπαίος φιλελεύθερος ή συντηρητικός και εκεί βρίσκεται μια κεντρική διαχωριστική γραμμή μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς. Η άλλη έχει να κάνει με την κατανομή των βαρών – πώς επιμερίζεται το κόστος της κρίσης, ποιοι πληρώνουν περισσότερα, ποιοι πληρώνουν λίγα ή και καθόλου, ποιες ομάδες συμφερόντων αποφεύγουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, ποια είναι η συμμετοχή των πλουσίων στην προσπάθεια για υπέρβαση των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης.
Ανάλογο ερώτημα ισχύει και για τη ΔΗΜΑΡ. Αν ένας δυνητικός ή πρώην ψηφοφόφορος της διαμαρτυρόμενης Αριστεράς θέλει να συμβάλει στην αποδρομή της κυβέρνησης γιατί να μην ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ που φωνάζει πιο δυνατά και μάχεται πιο σκληρά, αλλά να επιλέξει τον ηπιότερο στους τόνους Φ. Κουβέλη, που λέει τα ίδια πάνω κάτω αλλά πιο διακριτικά; Το αυθεντικό έχει πάντα ισχυρότερη επίδραση από την απομίμησή του, ακόμη και αν περιλαμβάνει ως τελευταίο χαρτί την έξοδο από την ευρωζώνη. Δεν θα επιλέξει κάποιος ΔΗΜΑΡ απλώς επειδή δεν έχει Λαφαζάνη και ο λόγος είναι ότι της λείπουν άλλα και πιο πολύ η αξιοπιστία: Γιατί αφού δεν τα κατάφερε να αφήσει το δικό της προοδευτικό σημάδι στη διακυβέρνηση την προηγούμενη φορά θα τα καταφέρει την επόμενη; Τι άλλαξε εκτός από την (δημοσκοπική) απήχηση;
Το πρόβλημα για την Κεντροαριστερά είναι ότι χρησιμοποιεί την πολιτική -κυρίως- ως μέσο για την επιβίωση των επαγγελματικών στελεχών της και των κομματικών μηχανισμών. Πώς θα γίνουν αναπόφευκτοι ως κυβερνητικοί εταίροι με βάση την εκλογική αριθμητική, χωρίς να πείθουν για το τι ακριβώς θέλουν να κάνουν αναλαμβάνοντας την ευθύνη κάποιων υπουργείων.
Αυτό που στην πραγματικότητα θέλουν να κάνουν είναι να μοιράσουν ευημερία στο εκλογικό σώμα, δεν φαινεται να έχουν κάποια άποψη για τη διακυβέρνηση σε συνθήκες λιτότητας και περιοριστικών πολιτικών – πώς μπορεί να γίνει υποφερτή η κρίση για τους πολλούς και πιο δίκαιη η διαχείρισή της.
Με αυτή την έννοια, δεν είναι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ που χρειάζεται το μνημόνιο για να υπάρχει. Το χρειάζονται όλοι όσοι δεν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να σκεφτούν αλλιώς.