Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο γίνεται εμφανές ότι ο χώρος της κεντροαριστεράς, όχι μόνο ως ιδεολογικοπολιτική προσέγγιση και μόρφωμα, αλλά και ως πολιτικό προσωπικό, κλυδωνίζεται επικίνδυνα, χωρίς να έχει βρει μέχρι τώρα το δρόμο του στη νέα πλανητική και ευρωπαϊκή πραγκοσμιοποιημένη και σύνθετη πραγματικότητα. Ενώ η δυναμική της εξέλιξης έχει αποκτήσει τεράστια ταχύτητα, όχι μόνο λόγω της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής διαχείρισης, αλλά και από τη συνεχή παραγωγή και αναθεώρηση δεδομένων λόγω της αξιοποίησης της επιστήμης και της τεχνολογίας, το πολιτικό σύστημα γενικότερα αλλά και η κεντροαριστερή του εκδοχή ειδικότερα, αδυνατούν να βρουν και να οριοθετήσουν το ρόλο τους στα νέα δεδομένα. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα, τα οποία πιστοποιούν του λόγου το αληθές και επιβάλλουν την άμεση έναρξη διαλόγου για τις αναγκαίες υπερβάσεις και επαναπροσδιορισμό της πορείας προς το μέλλον.
Αρκεί να δει κάποιος την πορεία της Σοσιαλιστικής Διεθνούς για να συνειδητοποιήσει αρκετές παραμέτρους του προβλήματος. Τη 10ετία του 1980, ενέταξε στο πολιτικό της δυναμικό και την οικολογική διάσταση. Όμως, τη 10ετία του 1990, δεν είχε πρόταση για την οργάνωση και εξισορρόπηση ενός πολυεστιακού, πολυπολικού κόσμου. Γι’ αυτό και παρακολουθούσε απλώς την κατάρρευση της νοτιοανατολικής Ευρώπης, χωρίς να αρθρώνει ουσιαστικό πολιτικό λόγο. Ακόμη και η κριτική που ασκήθηκε από διάφορες πλευρές στην παγκοσμιοποίηση, δεν λειτούργησε ως ερέθισμα για ανάπτυξη προβληματισμού και αναζήτηση απάντησης. Επίσης, δεν ασχολήθηκε συστηματικά με την δυναμική της εξέλιξης, ώστε να κατανοήσει τις επιπτώσεις της ψηφιακής τεχνολογίας στην πραγματικότητα και να σχεδιάσει σύγχρονες πολιτικές μετάβασης στη νέα εποχή. Έτσι, φτάσαμε στα σημερινά φαινόμενα αποσύνθεσης, όπως αυτό της πρόσκλησης του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος για την δημιουργία της «Προοδευτικής Συμμαχίας» και την αντιπαράθεση με την Σοσιαλιστική Διεθνή. Αντί δηλαδή τα λάθη και οι παραλείψεις να γίνουν αφετηρία για διάλογο στο εσωτερικό της, με στόχο την διαμόρφωση σύγχρονων πολιτικών απαντήσεων σε γεωστρατηγικό επίπεδο, προτιμήθηκε η διάλυση και η σταδιακή αποσύνθεση.
Δυστυχώς δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα πιστοποίησης του κλυδωνισμού, χωρίς ακόμα να ανατέλλει έστω μια αχνή ελπίδα. Ιδιαιτέρως σε εθνικό επίπεδο, η οικονομική κρίση ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο την ανεπάρκεια και την αδυναμία σοβαρής αντιμετώπισης της άμεσης ανάγκης έναρξης διαλόγου για τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου και του πολιτικού περιεχομένου της κεντροαριστεράς στη νέα πραγματικότητα. Μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, παρατηρούμε την ανάδειξη πολλών επίδοξων «ηγετών» και την τάση δημιουργίας πολλών κομματικών παραγκών. Αυτό που λέγεται, ότι αν φωνάξει κάποιος στο δρόμο τη λέξη «Πρόεδρε», θα απαντήσουν αν όχι όλοι, τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία, ισχύει με το παραπάνω. Υπάρχει βεβαίως και η άλλη εκδοχή. Σε ατομικό επίπεδο, να γίνεται τοποθέτηση ότι «αυτό το κόμμα δεν με εκφράζει», παρά την πολυετή θητεία σε αυτό και μάλιστα σε διάφορες περιόδους διαχείρισης είτε κομματικής, είτε κυβερνητικής εξουσίας.
Ο χώρος της Κεντροαριστεράς δεν περιορίζεται μόνο στο ΠΑΣΟΚ. Η Δημοκρατική Αριστερά αποτελεί μια εξίσου σημαντική παράμετρο του κεντροαριστερού πολιτικού γίγνεσθαι. Δυστυχώς, δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί σε αυτόν το χώρο η ταχύτατη ροή του χρόνου και η ανάγκη άμεσης έναρξης διαλόγου και διαδικασιών διαμόρφωσης των προϋποθέσεων για την δημιουργία μιας σύγχρονης κεντροαριστερής πολιτικής πρότασης. Η κοινωνία όμως δεν θα περιμένει για πολύ ακόμη, εγκλωβισμένη σε σχήματα και λογικές του παρελθόντος. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έχει διαμορφωθεί είτε μια λειτουργική πρόταση, είτε ένα άλλο συλλογικό πολιτικό υποκείμενο, τα οποία αποτελούν εναλλακτικές παραμέτρους στο πλαίσιο της αναζήτησης πολιτικής προοπτικής. Και τούτο, διότι δεν κινείται η ελληνική κοινωνία, με τα πολιτικά μορφώματα που διαθέτει, σε αντιστοίχιση με την δυναμική της εξέλιξης σε κοινωνίες, οι οποίες ανήκουν στον πυρήνα του ανεπτυγμένου κόσμου. Στην Ελλάδα, η ροή του χρόνου είναι απελπιστικά αργή και η χώρα αδυνατεί να καρπωθεί ακόμη και τις τεράστιες δυνατότητες που μπορεί να δρομολογήσει η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογιας στον τομέα της οργάνωσης.
Η προβληματική κατάσταση όμως στον χώρο της κεντροαριστεράς, δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Απλά στη χώρα μας τα προβλήματα έχουν μεγαλύτερο εκτόπισμα, διότι οι κοινωνικές δομές είναι αναχρονιστικές και δεν κινούνται δυναμικά.
Η Κεντροαριστερά σε πλανητικό επίπεδο δεν έχει σύγχρονη πολιτική ταυτότητα. Όπως και οι υπόλοιπες ιδεολογικοπολιτικές συνιστώσεις της πολιτικής πραγματικότηας έχουν μετατραπεί σε μεγάλο βαθμό σε διαχειριστές πολιτικής ή κυβερνητικής εξουσίας χωρίς ουσιαστικά να σχεδιάζουν το μέλλον. Άλλα κοινωνικά συστήματα, όπως είναι το οικονομικό, έχουν ουσιαστικό και ρυθμιστικό ρόλο, διότι διαμορφώνουν το πλαίσιο αναφοράς της πολιτικής και τα όρια παρέμβασης της στην αναπτυσσόμενη δυναμική. Εάν η Κεντροοαριστερά επιθυμεί να εκφράσει τις σύγχρονες ανάγκες, τότε πρέπει να ανατρέψει αυτά τα δεδομένα, τα οποία υπηρετούν συστημικά συμφέροντα και όχι το κοινωνικό σύνολο.
Οι προϋποθέσεις για τέτοιας εμβέλειας ανατροπές και τον επαναπροσδορισμό του ρόλου και του περιεχομένου της πολιτικής, ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας και στην προοπτική του μέλλοντος, απαιτούν ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης και λειτουργίας.
Ήδη έχει γίνει αναφορά στην ανάγκη συμπόρευσης της πολιτικής και ιδιαιτέρως της κεντροαριστερής της εκδοχής με την ταχύτατη ροή του χρόνου στη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι απαραίτητη η άμεση δημιουργία μηχανισμών με τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά και πολιτική σκέψη στο εσωτερικό των κεντροαριστερών πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι θα είναι σε θέση να αναλύουν τα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας και να σχεδιάζουν το μέλλον σε πολύ συντομότερο χρόνο.
Επίσης θα πρέπει να αποκατασταθεί μια σχέση αντιστοίχισης του κεντροαριστερού πολιτικού λόγου με την σύγχρονη κοινωνική δυναμική και τις αλλαγές, οι οποίες έχουν συντελεσθεί σε σχέση με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις ισχύουσες κοινωνικές αξίες στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και της μεγάλης πολτισμικής ρευστότητας. Αυτή η αντιστοίχιση δεν σημαίνει αποδοχή. Απεναντίας οδηγεί στην διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την εκφορά ενός πολιτικού λόγου, ο οποίος θα βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και θα στοχεύει σε νέες ρυθμίσεις και ριζικές αλλαγές, καθώς και αστην μορφοποίηση ενός νέου συλλογικού υποκειμένου, το οποίο υπερβαίνει ταξικές περιχαρακώσεις και εκφράζει πλειοψηφικά κοινωνικά ρεύματα. Οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν ασταθή και αδύναμη κοινωνική συνοχή. Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού ως αξιακού συστήματος και η παγκοσμιοιποίηση της οικονομίας και της εργασίας έχουν αποδυναμώσει την συνοχή των κοινωνιών και την προοπτική διαμόρφωσης κοινωνικών κινημάτων, τα οποία θα είναι σε θέση να δρομολογήσουν υπερβάσεις. Και τούτο, διότι από το ένα μέρος απαιτούνται συλλογικά μορφώματα, τα οποία υπερβαίνουν τα όρια των τοπικών κοινωνιών και αυτό είναι πολύ δύσκολο και από το άλλο μέρος τα σύγχρονα άτομα λειτουργούν περισσότερο ως καταναλωτές πολιτικής και όχι ως πολίτες. Η κριτική τους λειτουργία έχει αποδυναμωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι όποιες αλλαγές επιδιώκουν κινούνται στο πλαίσιο της εσωτερικής λογικής του συστήματος. Αυτού που ισχύει και έχει επιβάλλει ένα συγκεκριμένο μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Γι’αυτό και δεν μορφοποιούνται κοινωνικά κινήματα με προοπτική ιδιαιτέρως σε ανεπτυγμένες και με υψηλό βαθμό διαφοροποίησης κοινωνίες. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «κίνημα των αγανακτισμένων».
Μια άλλη αδυναμία της κεντροαριστεράς είναι, ότι αδυνατεί να υπερβεί τα εθνικά όρια και να εκφράσει στον πολιτικό της λόγο τις ανάγκες των κοινωνιών σε υπερεθνικό επίπεδο. Είναι εγκλωβισμένη στη λογική του εθνικού συμφέροντος στον επικοινωνιακό τομέα στο πλαίσιο της διεκδίκησης της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας, τη στιγμή που η εθνική διακυβέρνηση πλέον απαιτεί υπερεθνικές ρυθμίσεις. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της εργασίας έχει διαμορφώσει μια άλλη πραγματικότητα από αυτήν, στην οποία αναζητεί το ρόλο της η πολιτική γενικά και η κεντροαριστερή της εκδοχή ειδικότερα. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντιφατική κατάσταση αυτή την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει την δρομολόγηση της ανάπτυξης και την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων με την δημιουργία θέσεων εργασίας, ενώ οι νέοι και ιδιαιτέρως οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταναστεύουν μαζικά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η οποία δεν αντιμετωπίζει οξυμένα οικονομικά προβλήματα όπως η Ελλάδα, η οποία χρηματοδότησε την εκπαίδευση και την επαγγελματική ειδίκευση των νέων, οι οποίοι μεταναστεύουν. Η κατάσταση αποκτά τραγελαφικές διαστάσεις, εάν λάβουμε υπόψη, ότι γίνεται αναφορά από την κυβέρνηση σε αναπτυξιακή προτεραιότητα στην καινοτομία.
Τέλος η πολιτική επικοινωνία, ακόμη και για την κεντροαριστερά, βασίζεται σε γενικεύσεις και ιδεολογηματικού χαρακτήρα προσεγγίσεις και ερμηνείες της πραγματικότητας. Αυτό οφείλεται στην αδυναμία της να αναλύσει την δυναμική της εξέλιξης και να διαμορφώσει στρατηγικές και πολιτικές προτάσεις σε πραγματικό χρόνο, τις οποίες και θα επικοινωνήσει. Αυτό δεν γίνεται, διότι από το ένα μέρος δεν διαθέτει τους κατάλληλους μηχανισμούςκαι από το άλλο η νοητική τους επεξεργασία από τους απλούς πολίτες δεν είναι εύκολη και εφικτή στο χρόνο, ο οποίος επιβάλλεται από την ταχύτητα της εξέλιξης. Ακόμη δεν έχει βρεθεί ο τρόπος και το εργαλείο για την υπέρβαση αυτού του προβλήματος. Η πολυπλοκότητα της σύγχρονης πραγματικότητας δημιουργεί προσκόμματα σε ό,τι αφορά την προσβασιμότητα των πολιτών στην πολιτική. Και αυτό πρέπει να ξεπερασθεί. Όσο προχωρούμε προς το μέλλον και η Κεντροαριστερά ως πολιτικό μόρφωμα φιλοδοξεί να διαχειρισθεί κυβερνητική εξουσία βασιζόμενη σε ανάλογη ιδεολογικοπολιτική πρόταση, τόσο πιο αναγκαία και απαραίτητη είναι η στήριξη της πορείας είτε της χώρας είτε της Ενωμένης Ευρώπης σε συνειδητούς πολίτες, ικανούς και να δεχθούν με κριτική διάθεση τον κεντροαριστερό πολιτικό λόγο και να ενεργοποιηθούν στο πλαίσιο των συστημάτων, που δραστηριοποιούνται, για την πραγμάτωση ενός πολιτικού οράματος. Ενός οράματος, το οποίο θέτει στο κέντρο της πολιτικής λειτουργίας έναν ανθρωπισμό, ο οποίος έχει κοινωνικά χαρακτηριστικά και υπηρετεί πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες και όχι συστημικές λειτουργίες, πίσω από τις οποίες κρύβονται οικονομικά συμφέροντα ολιγάριθμων κοινωνικών ελίτ. Ειδάλλως, εάν δηλαδή ο κεντροαριστερός πολιτικός λόγος δεν βασίζεται και δεν απευθύνεται σε συνειδητούς και με κριτική σκέψη πολίτες, κινδυνεύει να εκφέρεται σε ένα μήκος κύματος λαϊκισμού και γενικεύσεων, με έντονα χαρακτηριστικά εικονικής πραγματικότητας στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος. Οπότε η χειραγώγηση θα είναι πλήρης και οι όποιες κοινωνικές αντιστάσεις υπάρχουν ακόμη, θα εξαντλούνται είτε σε αντιδράσεις με ακραία χαρακτηριστικά εκτός πολιτικού συστήματος είτε σε ανατροφοδοτούμενεες πρακτικές απόκτησης αναγνωρισιμότητας με άρθρωση καταγγελτικού λόγου. Εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη, ότι το στελεχιακό δυναμικό των κομμάτων είναι γηρασμένο στο μεγαλύτερο του ποσοστό, τότε προοπτικά η αποστασιοποίηση ιδιαιτέρως των νέων από την πολιτική λειτουργία θα κερδίζει συνεχώς έδαφος, ενώ όσοι θα ενεργοποιούνται πολιτικά θα κινούνται με λογική κοινωνίας του θεάματος. Ήδη ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Η πολιτική όμως δεν χρειάζεται άτομα με αναγνωρισιμότητα, αλλά πολίτες με κριτική σκέψη και συνείδηση του ειδικού βάρους ενός ρόλου, ο οποίος κρίνεται συνεχώς για τις αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται για το σχεδιασμό του μέλλοντος των κοινωνιών. Εξάλλου η ύπαρξη τέτοιας ποιότητας πολιτών και πολιτικών αποτελεί εγγύηση και για την λειτουργικότητα και τον ουσιαστικό χαρακτήρα της δημοκρατίας.