Η Κεντροαριστερά και η στροφή στο ριζικό πραγματισμό

Χαριτίνη Καρακωστάκη 02 Νοε 2013

Η πολιτική και τα παράγωγά της (η διακυβέρνηση, το lobbying, οι προεκλογικές εκστρατείες, οι διεκδικήσεις και οι υπηρεσίες) δεν είναι ιδιωτικές μαζώξεις αλληλοσυμπαθούντων φίλων και γνωστών. Είναι αναγκαίες συγκλίσεις αντιπαρατιθέμενων ατόμων, επιθυμιών και συμφερόντων. Όποιος οραματίζεται ένα νέο πολιτικό φορέα όπου όλοι θα είναι αρεστοί σε όλους και κανένας δε θα μπορεί να κριθεί δεν έχει καταλάβει τι σημαίνει πολιτική.

Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους που συμμετέχουν ενεργά στις κινήσεις και τις πολιτικές πρωτοβουλίες. Οι προσδιορισμοί «φθαρμένος», «αδαής», «αριβίστας», «νάρκισσος», «ανεπαρκής», είναι κατηγορίες που εξαπολύονται μεταξύ των ανθρώπων σε όλους τους τομείς της επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής. Είναι φυσικά αδύνατο να εξαφανίσουμε κατά βούληση αυτούς τους ανθρώπινους τύπους από τον πολιτικό δημόσιο βίο. Είναι ανήκουστο, προσβλητικό και βαθιά αντιδημοκρατικό να υπάρχει απαίτηση από κάποιον να αποσυρθεί, να σιωπήσει ή να αποτραβηχτεί επειδή δεν είναι (σε κάποιους) αρεστός. Ο πολιτικός στίβος είναι ανοιχτός σε όλους όσους επιθυμούν να συμμετέχουν, να εκφραστούν και να εκτεθούν. Αυτονόητα, στη συνέχεια είναι η σειρά των πολιτών να τους πριμοδοτήσουν ή να τους απαξιώσουν με τρόπο δημοκρατικό και κριτήρια υποκειμενικά. Αν βλέπουμε ότι κάποιοι άνθρωποι ανθίστανται στο δημόσιο βίο παρά τη μεγάλη κατακραυγή που δέχονται, αυτό δεν οφείλεται μόνο στη δική τους πεισματική ξεροκεφαλιά αλλά κυρίως στην απήχηση που ακόμα απολαμβάνουν στο εκλογικό σώμα.

Το ηχηρό αίτημα για ανανέωση του πολιτικού προσωπικού παραμένει ευγενές. Μεγάλη διαφαίνεται η ανάγκη για νέα πρόσωπα, νέους ανθρώπους, νέες δυνάμεις, φρέσκες ιδέες. Τι είναι όμως αυτό το νέο και σε ποιο βαθμό είναι εφικτό; Το νέο εμπεριέχει πάντα ένα κομμάτι του παλιού, ίσως να το έχει και ανάγκη. Η εμπειρία, η ωριμότητα, η γηραιότητα είναι πηγές γνώσης. Ενίοτε και ταπεινότητας. Ενίοτε όχι. Ο νεωτερισμός πάντως δεν είναι πανάκεια. Και για να είναι επιτυχημένος πρέπει να έχει μπολιαστεί με μεγάλη εμπειρία και να έχει ξεπηδήσει με φυσικό τρόπο μέσα από το υπάρχον, εν πολλοίς κουρασμένο, γερασμένο και ταλαιπωρημένο υπόβαθρο. Αν έρθει ουρανοκατέβατος και επιβληθεί πεισματικά ενάντια σε καθετί παλιό είναι καταδικασμένος να καταντήσει ένα στείρο εξάμβλωμα.

Η πρόσφατη ελληνική πολιτική εμπειρία θα έπρεπε να μας είχε κάνει ήδη πιο επιφυλακτικούς απέναντι στο «νέο» άνευ όρων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η νομιμοποιημένη ανάγκη για κάτι καινούριο αποτυπώθηκε εκλογικά με την είσοδο στη Βουλή τριών «νέων» κομμάτων: του ΛΑΟΣ, των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής. Τώρα αναζητούμε εκ νέου κάτι νεώτερο, για να απαλλαγούμε από το προηγούμενο «νέο» που αποδείχτηκε στείρο και μολυσματικό.

Η κουβέντα για το «νέο» αφορά φυσικά το «καινούριο» αλλά ταυτόχρονα και το «νεαρό». Πολλά γράφτηκαν τις τελευταίες μέρες για τη νεολαία και τους νέους. Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη άποψη η νεολαία δεν ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις στο χώρο της Κεντροαριστεράς γιατί ούτε η Κεντροαριστερά φαίνεται να ενδιαφέρεται για τους νέους. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αφελείς. Τα κόμματα δεν απευθύνονται κατά προτεραιότητα σε ηλικιακές ομάδες αλλά σε πολίτες με διαφορετικά συμφέροντα. Πολλοί νεαροί ενεργοί πολίτες έσπευσαν τον τελευταίο καιρό να δηλώσουν την εκ διαμέτρου αντίθεσή τους απέναντι στα συμφέροντα των γονιών τους, καταθέτοντας ταυτόχρονα την απέχθειά τους απέναντι στη συνταξιολαγνεία, τη γήρανση του πληθυσμού και το άδικο βάρος που πέφτει στις πλάτες των ελάχιστων εν ενεργεία νέων. Ωστόσο, είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αυτή είναι η μόνη φωνή της δυναμικής νεολαίας. Οι μισθοί και οι συντάξεις γονιών και παππούδων φρόντισαν, σίτισαν και στέγασαν μεγάλο κομμάτι της άνεργης σημερινής νεολαίας. Οι ίδιες συντάξεις χρηματοδότησαν πολυετείς σπουδές πολυτελείας φτιάχνοντας λαμπρούς πολίτες και διαπρεπείς επιστήμονες. Η σημερινή νεολαία που φυσικά καλείται να σηκώσει ένα ασύμμερτρο βάρος σε σχέση με την προηγούμενη γενιά, δεν πρέπει επ’ουδενί να σταθεί εχθρικά και να γυρίσει την πλάτη σε αυτούς τους ανθρώπους, που έχουν πληγεί από την κρίση βλέποντας κι αυτοί τις συντάξεις τους να μειώνονται ενώ είναι ανήμποροι να ενταχθούν εκ νέου στην παραγωγική διαδικασία. Το διαγεννεακό συμβόλαιο πρέπει σαφώς να ξαναφτιαχτεί αλλά με σεβασμό στους ηλικιωμένους, που δούλεψαν, περισσότερο ή λιγότερο –λιγότερο ναι, αλλά τώρα δεν έχει πια κανένα νόημα – και φρόντισαν με τη σειρά τους τους δικούς τους ηλικιωμένους. Το επίπεδο της προόδου μιας κοινωνίας αποτυπώνεται εξάλλου στον τρόπο με τον οποίο φροντίζει τους ηλικιωμένους και τους αρρώστους της. Οι νέοι που θα αντιληφθούν τα συμφέροντά τους κοντά στο χώρο της Κεντροαριστεράς θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν αυτό και να αγωνιστούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Φυσικά κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουμε σε δεύτερη μοίρα τη μάχη της ανεργίας, που θα είναι η μάχη της γενιάς μας. Πρόκειται για μία μάχη που πρέπει να δοθεί ταυτόχρονα με το αίτημα του εξορθολογισμού της παιδείας σε όλες τις βαθμίδες και την επαναξιοδότηση του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Δυστυχώς, η εικόνα μιας χώρας με κλειστά πανεπιστήμια, αδιάφορους φοιτητές, δημοτικά που δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα τη σχολική χρονιά επειδή οι δάσκαλοι απουσιάζουν ή επιδίδονται ατέρμονα σε έναν ανορθολογικό συνδικαλισμό, γονείς που υποστηρίζουν τις απεργίες των δασκάλων εις βάρος της μόρφωσης των ίδιων τους των παιδιών, μαθητές που συμπεριφέρονται υποτιμητικά και απαξιωτικά στον κάθε λογής δάσκαλο νομιμοποιημένοι από το γενικότερο κλίμα ανυποταγής των ενηλίκων, δεν είναι η εικόνα μιας χώρας που προσπαθεί να βγει από την κρίση. Κι όμως, είναι οι ίδιοι φοιτητές που εξανίστανται στα ελληνικά έδρανα και στη συνέχεια διαπρέπουν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, οι ίδιοι καθηγητές που απουσιάζουν από τα μαθήματά τους και ταυτόχρονα δίνουν διαλέξεις σε επιφανή ιδρύματα ανά τον κόσμο.

Η ανάγκη για αλλαγή του οικονομικού προσανατολισμού και του παραγωγικού μοντέλου της χώρας είναι καίρια. Πολύ θα θέλαμε να μπορούσαμε να ζούμε αενάως σε μια κοινωνία αφθονίας και πλούτου για όλους, με παχυλούς μισθούς, με επαγγέλματα πολυτελείας, με εργοδότες που δεν περιμένουν κάτι σε αντάλλαγμα, με εργαζόμενους με πολύ ελεύθερο χρόνο. Δεν μπορούμε όμως. Ούτε μπορεί να συνεχιστεί η συσσώρευση διπλωμάτων χωρίς αντίκρισμα και εμπορευματοποιημένων μεταπτυχιακών τίτλων από πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η πτυχιολαγνεία αμφίβολης γνώσης πρέπει να δώσει τη θέση της σε πιο εύστοχες και παραγωγικές μαθησιακές επιλογές που θα καταργήσουν το οξύμωρο των υπεράριθμων υπαλλήλων από τη μια και των κενών θέσεων από την άλλη.

Η κρίση της ελληνικής αλλά της παγκόσμιας οικονομίας μας έφερε για ακόμη μια φορά αντιμέτωπους με μία από τις πιο βίαιες βεβαιότητες του καπιταλισμού: αυτό, το πιο επιτυχημένο ως τώρα οικονομικό σύστημα των ανθρώπινων κοινωνιών, είναι καταδικασμένο να φτάνει σε αδιέξοδα, ξεβράζοντας τις παθογένειές του και αμβλύνοντας τις ανισότητες ανάμεσα στους πολίτες του.

Η ελληνική Κεντροαριστερά όπως αυτή παγιώθηκε μέσα από τη σοσιαλιστική διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ από τη δεκαετία του ’80 στηρίχτηκε στον κρατισμό. Η τρέχουσα οικονομική συγκυρία δεν αφήνει στη νέα Κεντροαριστερά αυτή τη δυνατότητα. Η νέα Κεντροαριστερά πρέπει να υποστηρίξει την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας αλλά ταυτόχρονα πρέπει να θέσει ως στόχο τη δίκαιη αναδιανομή του πλούτου, τη δίκαιη φοροδοτική κατανομή και την άμβλυνση των ανισοτήτων.

Η κοινωνική κινητικότητα που σημειώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης είναι εξάλλου μία από τις μεγαλύτερες αρετές της ελληνικής κοινωνίας που τη διαφοροποιούν ακόμη και σήμερα από άλλες εθνικές κοινωνίες όπου οι ταξικές διαφορές είναι παγιωμένες και απροσπέλαστες. Η νέα Κεντροαριστερά δεν μπορεί να στερήσει από τους πολίτες την αίσθηση που έχει ο καθένας ότι μπορεί να κινηθεί ανοδικά. Δεν μπορεί να στερήσει από τους πολίτες το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.

Το στοίχημα είναι να βρεθεί εκείνη η πολιτική τομή που θα μας επιτρέψει να μπορούμε να κάνουμε όσα περισσότερα από αυτά που θέλουμε. Και αυτό είναι ο πραγματισμός.