Είναι προφανές ότι το κείμενο των 58 -το οποίο άλλωστε συνυπογράφω- έρχεται, και όχι τυχαία, τη στιγμή που ένα σημαντικό ποσοστό προσώπων και ομάδων που συντάχθηκαν την τελευταία διετία με τη ΔΗΜΑΡ, ένιωσε προδομένο και μετέωρο όταν διαλύθηκε η τριμερής κυβερνητική συμμαχία και το κόμμα του κ. Κουβέλη άλλαξε προσανατολισμό. Και ήταν πράγματι δυσάρεστο στους ανθρώπους που με αρκετές προσωπικές εκπτώσεις, ανέλαβαν να συνηγορήσουν υπέρ της ιδέας της διακομματικής συνεργασίας και της κυβερνώσας αριστεράς στους δικούς τους κύκλους, τους φίλους και τους συγγενείς, να αναγκάζονται τώρα είτε να υποστηρίξουν ακριβώς τα αντίθετα, είτε να αποχωρήσουν. Άλλοτε διακριτικά και άλλοτε με θόρυβο, αυτό είναι άνευ σημασίας. Να το πούμε λίγο πιο κομψά: Η (ξαφνική) μετατόπιση της ΔΗΜΑΡ, δημιούργησε αναγκαστικά ένα κενό στο χώρο της φιλελεύθερης αριστεράς (αν μου επιτρέπεται ο νεοφανής όρος), αυτής δηλαδή που δεν αλληθωρίζει στο ΣΥΡΙΖΑ και δεν αναπολεί το κομμουνιστικό της παρελθόν.
Είναι επίσης προφανές ότι το τμήμα αυτό του πολιτικού μας φάσματος, θα αναζητήσει συμμαχίες εκεί που είναι δυνατόν αυτές να αναζητηθούν, δηλαδή στο υπαρκτό ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως, σε μικρότερα κόμματα, όπως οι Οικολόγοι Πράσινοι, η Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα κ.ά. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ξαφνικά οι αμαρτίες του κόμματος που εξέθρεψε το λαϊκισμό και τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος και τον πατερναλιστικό καπιταλισμό (για να θυμηθούμε τον Ανδρέα), συγχωρήθηκαν υπό το φως άλλων προτεραιοτήτων. Κάθε άλλο! Το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ και η κατάληξή του μετά από περίπου 30 χρόνια κυριαρχίας, δεν έχει ούτε επαρκώς αναλυθεί, ούτε βέβαια εκτοπισθεί από το προσκήνιο της ιστορίας. Άλλωστε, νέοι διάδοχοι με μανδύα δήθεν ριζοσπαστικό, αναλαμβάνουν την διατήρησή του. Η πραγματική πολιτική συμμαχία προς την οποία προσβλέπουν οι 58 και όσοι άλλοι ακολουθήσουν, είναι η σοσιαλδημοκρατία, όπως τουλάχιστον μπορούμε να την εννοήσουμε στην ευρωπαϊκή της εκδοχή και κυρίως αυτή περί τα βόρεια γεωγραφικά πλάτη. Της οποίας η σχετικά απλή συνταγή, κοινωνικό κράτος, υψηλή φορολογία και υγιής (ιδιωτική) επιχειρηματικότητα, διαμόρφωσε συνθήκες ευημερίας που δεν είχαν ιστορικό προηγούμενο. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι διαμόρφωσε ένα πολιτειακό πρότυπο το οποίο δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία του από τις χριστιανοδημοκρατικές (ή τις συμμαχικές) κυβερνήσεις που μοιράζονταν με τους σοσιαλιστές την εξουσία εναλλάξ. Δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τους Πράσινους, αφού κι αυτοί συνέπραξαν σε κυβερνητικά σχήματα, επιβάλλοντας όμως σε πολλές περιπτώσεις τη δική τους εκσυγχρονιστική και μετα-βιομηχανική ατζέντα, η οποία προέβαλλε άλλωστε και ως ιστορική αναγκαιότητα.
Ίσως όμως το πιο δύσκολο κομμάτι της εξίσωσης και του εγχειρήματος, είναι ο ορισμός του δεύτερου σκέλους, δηλαδή της αριστεράς, η οποία όσο κι αν διακοσμείται με επίθετα όπως δημοκρατική, μεταρρυθμιστική, ευρωπαϊκή κ.τλ., στις κρίσιμες στιγμές ξεκρεμάει τα παλαιοκομμουνιστικά της σύμβολα και παραδίδεται στους ελκυστές του κρατισμού και του πρωτόγονου αντικαπιταλισμού (βλ. αντίθεση σε κάθε μορφής ιδιωτικοποιήσεις), εκτοπίζοντας ταυτόχρονα στην περιφέρειά της ή και εκτός αυτής, όλες εκείνες τις (παρά) ξένες δυνάμεις προς τις οποίες κατά καιρούς έκανε προσκλητήριο, των οικολόγων μη εξαιρουμένων. Το πρόβλημα της αριστεράς είναι η αδυναμία της να προχωρήσει σε μια αναθεώρηση των αρχετυπικών της διλημμάτων και ο διαρκής της φόβος απέναντι σε οτιδήποτε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως φιλελεύθερο και να της διαταράξει τη σχέση της με το παραδοσιακό της ακροατήριο.
Έτσι επανερχόμαστε στην κεντροαριστερά, η οποία ακριβώς λόγω της χαλαρότερης σχέσης της με αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως την συντηρητική παράδοση των συνιστωσών της, έχει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας και – θεωρητικά τουλάχιστον – μπορεί να κάνει τις αναγκαίες υπερβάσεις, ειδικά μέσα στο καθεστώς της οικονομικής κρίσης και της εποχής του τέλους της βεβαιότητας. Οι οποίες είναι βέβαια πολλές αλλά και σχετικά διαθέσιμες (με όρους πολιτικού μάρκετινγκ) αφού κανείς άλλος δεν φαίνεται ικανός να τις διεκδικήσει.
Η πρώτη υπέρβαση αφορά στη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού στο πλαίσιο της νέας οικονομίας, όπου η αναδιανομή των ρόλων επιβάλλεται τόσο από τις δομές της αγοράς, όσο και από τις κοινωνικές ανακατατάξεις. Η απομάκρυνση, για παράδειγμα, από την υλικότητα και επομένως από το ζήτημα της ιδιοκτησίας ορισμένων συντελεστών της παραγωγής (όπως η ενέργεια), δημιουργεί εκ των πραγμάτων νέα διαχειριστικά υποκείμενα (π.χ. συμπράξεις), όπου οι εταιρικές σχέσεις υποδεικνύονται κυρίως από την διάθεση εξυπηρέτησης του αποτελέσματος και όχι από την διανομή των προνομίων.
Η δεύτερη υπέρβαση αφορά στην αποδοχή των θεσμοθετημένων κανόνων δημοκρατίας, όσο ατελείς κι αν είναι αυτοί. Αυτό συνδέει αυτόματα την κεντροαριστερά με την πολιτική οικογένεια των κομμάτων, κινημάτων κτλ. που αποδέχονται τα συλλογικά εθνικά ή διακρατικά πλαίσια λειτουργίας, ανεξάρτητα από το αν οι εκάστοτε πλειοψηφίες σε αυτά είναι «προοδευτικές» ή «συντηρητικές», διότι αυτό επιτάσσουν οι κανόνες της δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν είναι ένα μενού αλά καρτ όπου επιλέγουμε κατά περίπτωση, αλλά μια συνθήκη με υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους συμμετέχοντες. Οι διαφορετικές απόψεις εκφράζονται εντός αυτής, και ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων, των συνδικαλιστικών φορέων, των συνασπισμών συμφερόντων κτλ. είναι να αλλάξουν είτε τους νόμους που διέπουν τη συνθήκη, είτε τους συσχετισμούς που την διαμόρφωσαν. Άρα εκφράσεις του τύπου «είμαστε με την Ευρώπη των λαών αλλά όχι την Ευρώπη των μονοπωλίων» δεν έχουν θέση στο δημοκρατικό πλαίσιο διακυβέρνησης. Πολύ περισσότερο όταν αυτή η προσέγγιση οδηγεί στην επί της ουσίας αποχή από τις διαδικασίες διαμόρφωσης των πολιτικών με το σύνθημα «δεν θα δώσουμε το αριστερό άλλοθι….».
Τέλος, η κεντροαριστερά θα πρέπει να δει το ζήτημα της πολιτικής οικολογίας τόσο υπό το πρίσμα των πιθανών συμμαχιών με στελέχη, ομάδες και κινήματα κτλ. (και εν όψει ευρωεκλογών), όσο και με βάση την ανάγκη αναθεώρησης των απλουστεύσεων που ενδημούν στην αγορά των ιδεών. Η αναγκαιότητα της σύγκλισης των πρασίνων με τις πολιτικές οντότητες που υπηρετούν την κεντροαριστερή, προοδευτική διακυβέρνηση προέκυψε με φυσικό τρόπο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες – αλλά όχι και στην Ελλάδα εξαιτίας του πολιτικού σωβινισμού αμφοτέρων των πλευρών . Η σύνδεση μεταξύ εκπτώχευσης και περιβαλλοντικής υποβάθμισης, η κριτική της ανάπτυξης και ανάδυση των αντιλήψεων για μια εναλλακτική οικονομία/παραγωγή, καθιστούν έτσι κι αλλιώς το αίτημα της οικολογικής μεταρρύθμισης ταυτόσημο με την έννοια της κοινωνικής αλλαγής. Είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο πιστεύουμε ότι η πολιτική (ή «δομική») οικολογία, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο μιας τομεακής πολιτικής (ή τουλάχιστον όχι μόνο), αφού όπως απεδείχθη η περιχαράκωση αυτή, αφήνει απέξω τις άλλες πολιτικές, ή και συντηρεί τις αντιπαλότητες που αναπτύσσονται στα δίπολα ανάπτυξη – δόμηση, κατανάλωση – παραγωγικά πρότυπα κ.τλ., από τη μία μεριά, και αειφορία από την άλλη. Παράπλευρη απώλεια αυτού είναι και ο εκφυλισμός των οικολογικών υποκειμένων – ύστερα από ένα πρώτο διάστημα ευφορίας – τα οποία, αφού δεν τροφοδοτούνται από το σύνολα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, καταλήγουν διακοσμητικά.