Η παρουσία πολιτικών και όχι κοινωνικών/ γεωγραφικών/ θρησκευτικών διαιρετικών τομών στην ελληνική πολιτική ζωή, οδήγησε στην δόμηση κομμάτων-παρατάξεων γύρω από χαρισματικές προσωπικότητες. Η χώρα δεν γνώρισε πραγματικά μαζικά κόμματα, με ιστορικές ρίζες και οργανωτική παράδοση. Ιδιαίτερα στη Μεταπολίτευση, η κεντρικότητα της (χαρισματικής) ηγεσίας πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη τόσο στην Δεξιά όσο και την αντιδεξιά παράταξη.
Την ίδια περίοδο, η ουσιαστική ταύτιση του κόμματος με την παράταξη καθιστούσε τους αρχηγούς της ΝΔ & του ΠΑΣΟΚ φυσικούς ηγέτες του στρατοπέδου τους. Ακόμη κι όταν μετά το 1985 η αντιδεξιά παράταξη σπάει, το μέγεθος του ΠΑΣΟΚ δρα καταλυτικά. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήταν ο φυσικός ηγέτης της αντιδεξιάς παράταξης και επικεφαλής της Κεντροαριστεράς. Και αν τα μικρότερα κόμματα στερούνταν ηγεσίας αντίστοιχης εμβέλειας, σε κάθε περίπτωση τελούσαν υπό την φυσική τους ηγεσία. «Φυσικής», με την έννοια της μακρόχρονης σύνδεσής και σημαντικής προσφοράς τους στο κόμμα.
Σήμερα, η δημοκρατική παράταξη είναι διασπασμένη σε δύο κόμματα, με ισχνή (σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν) κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και κοινωνική απήχηση. Αντίστοιχα αδύναμες οργανωτικά είναι και μια σειρά κινήσεων, που δραστηριοποιούνται στο χώρο και δρουν για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς.
Παρόλα αυτά, τα δύο κόμματά της χαρακτηρίζονται από μια ουσιώδη διαφοροποίηση σε επίπεδο ηγεσίας.
Στη ΔΗΜΑΡ υπάρχει ο φυσικός ηγέτης. Την ίδια στιγμή όμως, η ένταση της ταύτισης κόμματος και ηγεσίας περιορίζει την δυνατότητα του επικεφαλής της να ηγηθεί ενός ευρύτερου σχήματος. Στο ΠΑΣΟΚ, απ’ την άλλη, η μη επιβεβαίωση του χαρίσματος του προέδρου του και η μη αναγνώρισή του ως φυσικού ηγέτη, αποσταθεροποιούν την θέση της ηγεσίας. Αυτή είναι η μια διάσταση του προβλήματος.
Η άλλη, είναι ότι η ΔΗΜΑΡ σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ ή τους προερχόμενους από αυτό, στερείται παντελώς νούμερο 2, με ευρύτερη αναγνώριση, πιθανού διεκδικητή της ηγεσίας της ομοσπονδοποιημένης Δημοκρατική Παράταξη.
Οι δύο όψεις του προβλήματος σε συνδυασμό με τον ανεπαρκή δημοκρατική λειτουργία του ΠΑΣΟΚ (η «Δημοκρατική Διαδικασία» ήταν ο πρώτος μεγάλος-ιδρυτικός στόχος που εγκατέλειψε το Κίνημα) και την αυξημένη δημοκρατική ευαισθησία της ΔΗΜΑΡ (ιδρυτική για τη Ανανεωτική Αριστερά – 1968) συντείνει στην αυξημένη δυσπιστία μεταξύ των δρώντων.
Γι’ αυτό χρειάζεται αλλαγή παραδείγματος. Η Κεντροαριστερά έχει ανάγκη να περάσει από την χαρισματική ή/ και την παραδοσιακή νομιμοποίηση στην νομιμοποίηση που προκύπτει μέσα από διαδικασίες και καταστατικές διατάξεις.
Μόνη πιθανή λύση είναι μια ανοιχτή, συμμετοχική διαδικασία εκλογής ηγεσίας, από όλους όσους δέχονται να υποστηρίξουν τις θέσεις της Κεντροαριστεράς.
Συνήθως, μια τέτοια διαδικασία φοβίζει. Στις σημερινές, όμως, συνθήκες, ο φόβος του «καπελώματος» είναι σε κάθε περίπτωση υπερβολικός. Το μικρό και παρεμφερές μέγεθος και η αντίστοιχη δυναμική των δύο βασικών κομμάτων της Κ/Α αλλά και η οργανωτική καχεξία των περισσότερων κινήσεων «εγγυώνται» την μη παρέμβαση μηχανισμών σε μια ανοιχτή διαδικασία εκλογής.
Επιπλέον, παρά τον σημαντικό ρόλο των δημοσκοπήσεων και των Μ.Μ.Ε., ηγεσίες στην μακρά διάρκεια, δεν προκύπτουν μέσα από αυτούς τους μηχανισμούς, ειδικά αν δεν συνδέονται με μονοπρόσωπο (πολιτειακό) ρόλο. Το παράδειγμα της Segolene Royal είναι το πλέον χαρακτηριστικό. Η εύκολη νίκη στις προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη του υποψηφίου προέδρου των σοσιαλιστών το 2007, ακολουθήθηκε από ήττα στις εκλογές για την ηγεσία του κόμματος δεκαοκτώ μήνες αργότερα.
Θα ήταν δε ακόμη καλύτερα, αν η διαδικασία αφορούσε την κατάληψη δύο θέσεων ηγεσίας, κατά το παράδειγμα του βρετανικού Εργατικού κόμματος, όπου στις εσωκομματικές εκλογές αναδεικνύονται ο επικεφαλής του κόμματος και ο αναπληρωτής του, με ξεχωριστή κάλπη και δυνατότητα να προερχόταν από τις δύο πτέρυγες του κόμματος (αριστερή και δεξιά).
Παρά την πρωταρχικότατα της προγραμματικής σύγκλισης που αναγνωρίζεται η ανάδειξη κοινής ηγεσίας αποτελεί καταλύτη. Διότι, μόνο έτσι μπορεί να συγκεραστεί το «εδώ και τώρα» των άμεσων λύσεων που απαιτούν οι ανάγκες των περισσότερο πληττόμενων από την κρίση, με την μακρά, επίμονη και ορθολογιστική μεταρρυθμιστική προσπάθεια που απαιτείται ώστε να γίνει η Ελλάδα, μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα.