Εδώ και τριάντα χρόνια ζούμε σε μια νέα εποχή. Αυτή η εποχή επικαθορίστηκε πολιτικά από την κρίση της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατικής – λίγο έως πολύ – ρύθμισης κράτους και οικονομίας και την αδυναμία της ευρωπαϊκής αριστεράς να αντιπαρατεθεί με πολιτικούς όρους – δηλαδή σε επίπεδο πολιτικής και όχι ιδεολογίας- στη νέα εκδοχή του φιλελευθερισμού. Το κεντρικό αυτό χαρακτηριστικό σε επίπεδο πολιτικής συνέπεσε με ένα σύνολο κοσμοϊστορικών αλλαγών που σε κοινωνικό επίπεδο οδήγησαν σε μία εκρηκτική επιτάχυνση, εμβάθυνση και γεωγραφική επέκταση μιας ύστερης νεωτερικής επανάστασης που μέσα σε 20-25 χρόνια άλλαξε ριζικά το τοπίο του κόσμου. Η νέα νεωτερικότητα, η οποία είναι σχεδόν αυτοκινούμενη, αναγκαστική και καταναγκαστική, εμμενής, εμμονική και αδηφάγος ενώ, όπως κάθε νεωτερικότητα, διαλύει τρόπους ζωής, κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης που ήταν ή φαίνονταν σταθεροί, δεν τους αντικαθιστά με άλλους αντίστοιχους, σχετικά σταθερούς τρόπους κοινωνικής οργάνωσης. Το γεγονός αυτό κάνει το επίπεδο αβεβαιότητας, επικινδυνότητας και ρίσκου να αποτελεί μόνιμο και όχι εξαιρετικό χαρακτηριστικό αυτής της νέας εποχής.
Μαζί με τον παλαιό πλέον κόσμο των ‘70ς και των ‘80ς απεβίωσε και το παλαιό μοντέλο πολιτικής: Το μοντέλο “διαχείρισης” δηλαδή της ανακατανομής, λιγότερο ή περισσότερο άδικης, ενός δεδομένου, αυξανόμενου και επεκτεινόμενου μέσω νέων χρηματιστικών προϊόντων πλούτου.
Σήμερα η πολιτική δεν μπορεί να “διαχειριστεί” αλλά χρειάζεται να συστήσει και να μετασχηματίσει, να εφεύρει και να επινοήσει νέες μορφές πολιτικής θέσμισης ενός νέου κόσμου, ο οποίος κινδυνεύει να μείνει εκτός συντεταγμένης πολιτικής, κυριολεκτικά χωρίς πολιτική, και να παραδοθεί σε πρωτοφανείς μορφές βίας. Ειδικά σε τέτοιες συνθήκες κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί εκ των προτέρων, όμως οι αλλαγές αυτές έχουν επέλθει εδώ και χρόνια και είμαστε ήδη εκ των υστέρων. Σήμερα κινδυνεύουμε να ζήσουμε, εμείς και οι νεώτεροι, σε μια νεωτερικότητα χωρίς “νεωτερισμό”, μια πολιτισμική πραγματικότητα ατελείωτων προσφορών και προτάσεων χωρίς πολιτισμό, μια δυστοπία στην οποία την ίδια στιγμή που θεμελιακές ανάγκες δεν θα ικανοποιούνται, νέες “ανάγκες” θα επινοούνται που θα υπόσχονται ακόμα πιο έντονη ικανοποίηση. Σε μια πολιτική πραγματικότητα όπου η συντεταγμένη συζήτηση και ο διάλογος σε μια δημόσια σφαίρα θα αντικαθίστανται όλο και περισσότερο από την αντιπαράθεση μιας πανσπερμίας ιδιωτικών συστημάτων.
Στην Ελλάδα τώρα αντιλαμβανόμαστε την έλευση ενός νέου, πολύπλοκου και εντελώς καινοφανούς κόσμου,πολύ καθυστερημένα και γι’ αυτό ιδιαίτερα επίπονα. Οι κίνδυνοι είναι πολύ πιο σοβαροί και η ανάγκη μιας νέας πολιτικής θέσμισης της ελληνικής κοινωνίας ακόμα πιο επείγουσα. Το ζητούμενο δεν είναι απλά μια νέα πολιτική η οποία θα δημιουργήσει προυποθέσεις ανάπτυξης. Το πραγματικό ζητούμενο είναι ο επανακαθορισμός του γενικού καλού με πολιτικούς όρους, η θέσμιση και δραστηριοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, η επίπονη αλλά απαραίτητη σύσταση μιας νέας κοινωνικής και πολτισμικής πραγματικότητας. Αυτό που χρεωκόπησε είναι κυρίως το μοντέλο ανθρώπου που η Ελληνική κοινωνία δημιούργησε. Οι δυό πόλοι του σημερινού πολιτικού συστήματος δεν κατανοούν αυτές τις αναγκαιότητες. Είναι προφανές σε όποιον ενδιαφέρεται πραγματικά για το μέλλον αυτής της χώρας ότι αν δεν δημιουργηθεί σύντομα μια σοβαρή, νέα κεντροαριστερή παράταξη, ικανή να εμπνεύσει και να συσπειρώσει μια νέα κοινωνική πλειοψηφία, οι όποιες σημερινές δυνάμεις της κεντροαριστεράς θα συρρικνωθούν και θα κατακερματισθούν περισσότερο και ακόμα χειρότερα τα μαγαζιά θα παραμείνουν ανοικτά, αλλά η χώρα θα “κλείσει”, διολισθαίνοντας όλο και περισσότερο σε μάχες χαρακωμάτων με κατα φαντασίαν εχθρούς.
Από την άποψη της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης η ύπαρξη “αντικειμενικών” εμποδίων στη δημιουργία μιας νέας πολιτικής οργάνωσης της κεντροαριστεράς οδηγεί σε μια περίεργη κατάσταση αναμονής. Όμως, περιμέναμε αρκετά τριάντα χρόνια τώρα. Λίγο ακόμα και η αναμονή θα αρχίσει να γίνεται εγκληματική. Γιατί το επιχείρημα “δεν ήθελε ο τάδε ή είχε προσωπική ατζέντα ο δείνα” θα φαντάζει αντίστοιχο μ’ εκείνο που θα παραθέτει ο σημερινός τριαντάρης, όταν είκοσι χρόνια μετά, και ενώ δεν θα έχει κάνει τίποτα για να αλλάξει τη ζωή του, θα λέει “φταίνε ο Βαγγέλης κι ο φίλος μου ο Φώτης που δεν μ’ άφησαν να αλλάξω”.