Με την παρούσα θα επιχειρηθεί εν συντομία και διασαφητικά να τεθούν οι βασικοί άξονες που καθόρισαν ένα όπως όλα δείχνουν αβέβαιης κατεύθυνσης προοπτικό φάσμα σε ό,τι αφορά τις κρατικές πολιτικές για την ένταξη των μειονοτήτων στο σώμα της δημόσιας εκπαίδευσης. Εν παρόδω:
Ρομά: πρόκειται για τη μεγαλύτερη εθνοτική μειονότητα στην ελληνική επικράτεια. Παρά ότι τμήμα της συμμετέχει στην περιγραφόμενη από τη Συνθήκη της Λωζάνης μειονότητα η σταθερή περιθωριοποίησή της παρουσιάζει σαφείς ομοιότητες μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών. Η επιδοματική πολιτική συμμετοχής στο εκπαιδευτικό σύστημα στερείται αποτελεσμάτων γιατί δεν εμποδίζει την πρακτική διαρροή μαθητών και μαθητριών, εφόσον δεν ελέγχεται η συστηματική συμμετοχή τους στο σχολικό πρόγραμμα. Η νομαδική πολλές φορές πραγματικότητα δεν αναγνωρίζεται από το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως επίσης καμιά προσπάθεια δεν καταβάλλεται για τη διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, που συχνά αποτελεί το μόνο χρηστικό γλωσσικό κώδικα των μικρών Ρομά. Προβλήματα επιβίωσης και εξαθλίωσης δεν απαλύνονται ως κίνητρο συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ η εκπαιδευτική κοινότητα στο σύνολό της αντιμετωπίζει με δυσπιστία τον Ρομά πληθυσμό. Οι εισαγγελικές αρχές και η ΕΛΑΣ όχι σπάνια δεν εφαρμόζουν το νόμο για τους ανήλικους που διαρρέουν από τη σχολική διαδικασία.
Μετανάστες: το μη ξεκάθαρο νομικό καθεστώς αποτελεί το ισχυρότερο διακύβευμα που δεν αίρεται σε ό,τι αφορά τους ανήλικους, ώστε να διευκολύνει την υποχρεωτική ένταξή τους στο σχολικό κορμό. Πολιτικές υιοθετημένες την προηγούμενη δεκαετία εγκαταλείφθηκαν ή ατόνησαν. Η εικόνα γίνεται απογοητευτική με δεδομένο ότι οι γενικές γραμμές περιθωριοποίησης των Ρομά ισχύουν και στην περίπτωση των μεταναστών. Η καλύτερη κατάσταση των Αλβανοπαίδων και των παιδιών με καταγωγή από την πρώην ΕΣΣΔ οφείλεται αποκλειστικά στην πολυετή παρουσία των κοινοτήτων στην Ελλάδα, που εξοπλίζει με ενταξιακή δεξιότητα τις οικογένειες ιδιωτικά. Τους τελευταίους μήνες έχει παρατηρηθεί αύξηση της ανοχής σε ρατσιστικά φαινόμενα εις βάρος αλβανικής καταγωγής μαθητών/τριών εκ μέρους των σχολικών διευθύνσεων.
Μουσουλμανική μειονότητα: Τούρκοι και Πομάκοι Έλληνες βιώνουν ένα συμπληρωματικό σχολικό πρόγραμμα υποβαθμισμένης ποιτότητας, το οποίο εφαρμοζόμενο συχνά από χριστιανούς εκπαιδευτικούς χαρακτηρίζεται από μειωτική συμπεριφορά, έκδηλη θρησκευτική δυσπιστία και γενική άρνηση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού. Οι θετικές διακρίσεις εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες δε διασυνδέονται με την αναβάθμιση της τουρκόφωνης εκπαίδευσης, ενώ είναι εξόφθαλμη η υποτίμηση της Ρομά ταυτότητας και η γλωσσική απομόνωση των Πομάκων από σλαβικές όμορες της Ελλάδας εθνικές γλώσσες.
Πρόσφυγες: Διασπάθιση χρημάτων, μηδενική αποτελεσματικότητα και πλήρης αδυναμία ανάληψης ευθυνών από τον κρατικό μηχανισμό. Η άρνηση της ΕΛΑΣ και των εποπτικών αρχών στην καταγραφή και αποτίμηση της κατάστασης από αμερόληπτους παρατηρητές δημιουργούν μια διαρκή εν κινδύνω κατάσταση.
Εθνικά Μακεδόνες: μηδενική συμμόρφωση της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές ρήτρες, παραμερισμός και αδρανοποίηση του EBLUL, άρνηση συλλογικής ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού.
Μη ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος κάτοικοι: ελάχιστη επιδεικνυόμενη ανοχή από πλευράς εκπαιδευτικών και διευθύνσεων εκπαίδευσης, μειωτική συμπεριφορά, εξαναγκασμός σε περιρρέουσα φιλορθοδοξία. Ισχυρότερη η διακριτική συμπεριφορά εις βάρος μουσουλμάνων και πιστών προστεσταντικών μη λουθηρανικών δογμάτων. Αύξηση του αντισημιτισμού και παράτυπη έως παράνομη συμπεριφορά στην τήρηση της μνήμης του Ολοκαυτώματος. Αντισημιτική συμπεριφορά συνδικαλιστικών φορέων της εκπαίδευσης.
Γλωσσικοί φορείς της τσακωνικής, της βλαχοφωνίας και της αρβανιτοφωνίας: καμιά επίσημη αναγνώριση της πολιτισμικής και γλωσσικής ταυτότητας των μειονοτών. Μειωτική συμπεριφορά και άρνηση γλωσσικούν αυτοπροσδιορισμού.
Φορείς της ποντιακής γλώσσας: η γλώσσα τελεί υπό μη αναγνώριση. Η συγγένειά της με την κοινή ελληνική (επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους) την υποβιβάζει σε διάλεκτο, με αποτέλεσμα στους φορείς της να μη δίδεται η δυνατότητα της επίσημης καλλιέργειάς της, ενώ τα καυκασιανά ιδιώματα της ποντιακής βρίσκονται υπό αυτοπεριορισμό ακόμη και από ιδιωτικούς φορείς, που ασχολούνται με τη διάδοση και διατήρηση της ποντιακής πολιτισμικής ταυτότητας.
Γενικό συμπέρασμα: Την τελευταία δεκαετία η ένταξη των μειονοτήτων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίστηκε από τη μείωση των ρυθμών προσαρμογής της ελληνικής πολιτείας στα ευρωπαϊκά δεδομένα και τις υποχρεώσεις της. Η καταβαράθρωση των θεσμών ενισχυτικής διδασκαλίας κατέστη γενικό φαινόμενο που συμπαρέσυρε εν πολλοίς τη μειονοτική εκπαίδευση. Ανησυχητική κρίνεται η στα όρια του σκοταδισμού συμπεριφορά μεγάλης μάζας των εκπαιδευτικών, που αρνούνται να υιοθετήσουν και τα ελάχιστα ή να εφαρμόσουν κανόνες και οδηγίες του προϊστάμενου υπουργείου. Σεξιστικές και ρατσιστικές απόψεις εντός σχολείου χαίρουν προφανούς ασυλίας.