Τα κύρια σημεία του κειμένου αυτού παρουσιάστηκαν στο συνέδριο του e-Κύκλος, «Η Ελλάδα Μετά» που έγινε στην Αθήνα, 12 και 13 Ιουνίου 2017.
Υπάρχουν δύο στερεότυπα που επανέρχονται επίμονα στο δημόσιο διάλογο στην επταετή διάρκεια της ελληνικής κρίσης. Το πρώτο υποστηρίζει ότι η κρίση είναι πρωτίστως οικονομική. Το δεύτερο αποδίδει τις ευθύνες της κρίσης αποκλειστικά στην πολιτική τάξη, ελληνική και ξένη.
Και τα δύο είναι λάθος. Υποστηρίζω ότι η ελληνική κρίση είναι πολυδιάστατη, αλλά η κύρια πλευρά της δεν είναι ούτε η οικονομική συρρίκνωση της χώρας, ούτε το πολιτικό πρόβλημα. Υπάρχει μια συσκοτισμένη παράμετρο, εκείνη των ιδεών, των νοοτροπιών και των αντιλήψεων που προϋπήρχαν και στη συνέχεια επικράτησαν στη διάρκεια της κρίσης, που επιδρά καθοριστικά στην ελληνική κρίση.
Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, παρατηρούμε μια επίμονη αντίσταση της ελληνικής κοινωνίας σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση θεωρείται ότι θίγει «κεκτημένα συμφέροντα» και «λαϊκές κατακτήσεις». Η κρίση προσλαμβάνεται με ακραία ηθικολογικούς όρους. Είμαστε μια κοινωνία αυτοθυματοποίησης. Υποδυόμαστε συστηματικά τα θύματα κάποιων «κακών». Οι κάτοικοι αυτοί της χώρας είναι τα θύματα των πολιτικών. Οι πολιτικοί είναι τα θύματα των κακών ξένων, των τοκογλύφων δανειστών. Τα μέσα ενημέρωσης πολλαπλασιάζουν την κουλτούρα της αυτοθυματοποίησης. Η Εκκλησία της Ελλάδος καταγγέλλει τους τοκογλύφους δανειστές. Ο καλλιτεχνικός κόσμος συνεχώς αναπαράγει τη ρητορεία για τον «περήφανο λαό» που είναι πάντα προδομένος. Οι αριθμοί δεν έχουν καμία σημασία. Πάνω από όλα είναι οι άνθρωποι. Στην Ελλάδα κυριαρχεί η λαϊκιστική, ηθικολογική φαντασίωση της πολιτικής, σύμφωνα με την επισήμανση του Γιάν Βέρνερ Μίλερ. Ο λαός είναι πάντα αγνός, άσπιλος, αμόλυντος.
Τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής κρίσης. Πρόκειται για τη γνωστική ασυμφωνία, όρο που πρώτος χρησιμοποίησε ο Festinger, ανάμεσα στα όσα πιστεύουμε και στα όσα πραγματικά συμβαίνουν. Πρόκειται για τη φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα, ένα επίμονο χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού που είχαν περιγράψει με ακρίβεια πριν από μερικά χρόνια οι Βερέμης και Κολιόπουλος.
Οι πρακτικές συνέπειες των ανωτέρω είναι ευδιάκριτες. Ουδείς δύναται να σωθεί εάν δεν το επιθυμεί ο ίδιος. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα της κρίσης δεν είναι πρωτίστως οικονομικό. Είναι το πώς βιώνουμε την κρίση, το πώς την εσωτερικεύουμε, το πώς αντιδρούμε. Το πρόβλημα της κρίσης, είναι οι αντιλήψεις μας για την κρίση. Αντιλήψεις που εν τέλει μετασχηματίζονται σε πολιτική συμπεριφορά και κομματικές επιλογές.
Δεν είναι του παρόντος να επιχειρήσει κανείς μια ιστορική αναδρομή για το πώς δημιουργήθηκαν και εμφωλεύτηκαν αυτές οι αντιλήψεις στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Αρκεί όμως να επισημάνουμε τρία κεντρικά στοιχεία, που συγκρότησαν την «καταστροφική ιδεολογία της μεταπολίτευσης» και που ήταν η ιδεολογική σκευή της ελληνικής κοινωνίας όταν εισήλθαμε στην κρίση:
* Την επικράτηση ενός ακραίου αντικοινωνικού συντεχνιασμού και ατομικισμού, όπου το γενικό συμφέρον της χώρας ήταν άγνωστη λέξη, με την κυριαρχία ομάδων συντεχνιακών συμφερόντων.
* Την πεποίθηση ότι η χώρα είναι διαρκές αντικείμενο επιβουλής από τους «κακούς ξένους» που απεργάζονται τον αφανισμό της.
* Τέλος, την απαξίωση της εργασίας ως κοινωνικής αυταξίας και την επικράτηση ενός διαδεδομένου πελατειακού συστήματος, όπου η αξιοκρατία εξαφανιζόταν μπροστά στην ισχύ των κομματικών διασυνδέσεων.
Έχει κάτι αλλάξει, σε επίπεδο αντιλήψεων, σε αυτά τα 7 χρόνια; Δυστυχώς όχι. Θα σταχυολογήσω μερικά από τα ευρήματα μια πολύ πρόσφατης έρευνας της κοινής γνώμης, που δημοσιεύτηκε στα τέλη Απριλίου 2017 στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ.
Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτά, η αυτοθυματοποίηση καλά κρατεί. 68% πιστεύουν ότι η Ελλάδα υπήρξε θύμα των μεγάλων δυνάμεων, 41,5% θεωρεί ότι οι Ευρωπαίοι τήρησαν τιμωρητική στάση απέναντι στην Ελλάδα και 56,5% ισχυρίζεται ότι δεν άξιζαν στη χώρα επτά χρόνια μνημόνια.
Ο αντικοινωνικός ατομικισμός αποκτά διαστάσεις καρικατούρας. 60,5% πιστεύει ότι το σύνολο του εκλογικού σώματος ψήφισε λάθος στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις. Αντίθετα, 68,5% θεωρεί ότι ατομικά, ψήφισε σωστά. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι απόψεις για τη διαχείριση των οικονομικών πριν από την κρίση. Η κοινωνία ξόδευε περισσότερα από όσα μπορούσε να παραγάγει, δηλώνει το 72%, αλλά όταν η ερώτηση αφορά προσωπικά τους ερωτηθέντες η απάντηση «ξόδευα όσα έπρεπε» συγκεντρώνει ποσοστό 75,5%.
Πλήρης απουσία κάθε αίσθησης ατομικής ευθύνης. Αυτή η μήτρα, γεννάει έναν ανεξέλεγκτο αντιευρωπαϊσμό. 44% υποστηρίζει ότι η Ελλάδα «θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο αποχώρησης από τη ζώνη του ευρώ». Το 45% (ήταν 43% το 2016) των πολιτών, περίπου οι μισοί Ελληνες, πιστεύει ότι πρέπει να γίνει δημοψήφισμα με θέμα την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Οι υπόλοιποι (52,5%) απορρίπτουν αυτήν την ιδέα.
Αν γινόταν σήμερα δημοψήφισμα «Οχι στο ευρώ» δηλώνει ότι θα ψήφιζε το 37% και «Ναι» το 46,6% (πέρυσι ήταν 47,5%). Η τάση για απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι βαθύτερη καθώς το 28% ζητεί την κατάργησή της – το 69% διαφωνεί. Αν αυτό το εύρημα συνδυαστεί με το ποσοστό όσων θέλουν να καταργηθεί η ευρωζώνη, το οποίο εκτινάσσεται στο 47% έναντι 49% που προτιμούν τη διατήρησή της, προβάλλει ένα ιδιαιτέρως ανησυχητικό αντιευρωπαϊκό ρεύμα χωρίς πειστική εναλλακτική λύση, πλην της ανεπίγνωστης σεναριολογίας για τη δραχμή.
Το αποκορύφωμα, το γκραν φινάλε, αυτής της παράνοιας, είναι οι απαντήσεις στο ακόλουθο ερώτημα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ συγκρούονται σκληρά για το κατάλληλο μείγμα μέτρων που θα βοηθήσει τη χώρα να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Συμφωνείτε με μείωση συντάξεων και κρατικών δαπανών ή με αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών;»
Οι πολίτες, σε ποσοστό 66,5%, απορρίπτουν και τις δύο προτάσεις. Μάλιστα το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά 11,5% από πέρυσι που ήταν 55%. Ας το σκεφτούμε λίγο. 2 στους 3 συμπολίτες μας απορρίπτουν κάθε διαθέσιμη λύση για την έξοδο από την οικονομική κρίση. Ποιες πιθανότητες επιτυχίας έχει οποιαδήποτε λύση προταθεί σε αυτό το υπόστρωμα παράνοιας και ανορθολογισμού; Οι κάτοικοι αυτής της χώρας προσβλέπουν στην υπέρβαση της κρίσης μόνον από κάτι εξωγενές, σαν το μάνα εξ’ ουρανού. Ακριβώς όπως οι Ποσαδιστές της τροτσκιστικής Τέταρτης Διεθνούς είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού επί της γης, σε εξωγήινους που θα την εποίκιζαν.
Οι αριθμοί που αναφέρθηκαν συγκροτούν μια ζοφερή πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα άτεγκτο, ασάλευτο παρόν, για να χρησιμοποιήσω την εξαιρετικά εύστοχη ορολογία του Στέλιου Ράμφου.
Σε πείσμα της Μαρξικής ορθοδοξίας που θεωρούσε τις ιδέες και τις ιδεολογίες ως το απλό εποικοδόμημα της οικονομικής βάσης, τα όσα αναπτύχθηκαν έως τώρα μπορούν να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό ότι στην ελληνική κρίση, η οικονομία είναι το εποικοδόμημα, ενώ η γενεσιουργός αιτία, η βάση, είναι οι αντιλήψεις, τα perceptions.
Μπορεί η πολιτική να αλλάξει τα πράγματα;
Προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε τον άμορφο πολτό αντιλήψεων, νοοτροπιών και στερεοτύπων που ηγεμονεύουν στην ελληνική κοινωνία. Έναν πολτό που επέλεξε, με δημοκρατικό τρόπο, να παραδώσει τις τύχες της χώρας σ’ ένα μάτσο τσαρλατάνων. Έναν πολτό που ακόμα και σήμερα συνεχίζει να τους υποστηρίζει, σε σημαντικό ποσοστό. Έναν πολτό που αρνείται κάθε πιθανή λύση στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Έναν πολτό που έχει οδηγήσει ακόμα και κόμματα που ανήκουν στο φιλευρωπαϊκό τόξο να αρθρώνουν έναν πολιτικό λόγο φοβικό, αναχρονιστικό, αρχαϊκό, ιστορικά ξεπερασμένο. Έναν πολτό που οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια τη χώρα στην καταστροφή.
Βρισκόμαστε μπροστά στη συνολική κατάρρευση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, του δημοκρατικού κεκτημένου της Μεταπολίτευσης του 1974. Εάν υπάρχει κάποια ελπίδα, προσωπικά διατηρώ πολλές αμφιβολίες, αυτή μπορεί να προκύψει μόνον από την Πολιτική, με Π κεφαλαίο. Είναι η μεγάλη ώρα του Πρωτείου της Πολιτικής, για να θυμηθούμε τη Σέρι Μπέρμαν. Είναι η ώρα να πάψουν οι πολιτικοί και η Πολιτική να συμπεριφέρονται ως δύσμοιρα θύματα των δημοσκοπήσεων και των διαθέσεων της κοινής γνώμης.
Η Ελλάδα Μετά, μπορεί να υπάρξει και να ξαναονειρευθεί μόνον εάν υπάρξουν πολιτικοί που θα εναντιωθούν με αποφασιστικότητα στον πολτό της παράνοιας και του ανορθολογισμού που μας οδηγεί στον πάτο. Η ελπίδα μιας εθνικής αναγέννησης περνάει μέσα από την ηγεμονία των ιδεών του ορθολογισμού και της λογικής. Όπως εύστοχα είχε πει ο Φρίντριχ Χάγιεκ, «η πορεία της κοινωνίας θα αλλάξει μόνον αν αλλάξουν οι ιδέες».
Υπάρχει μια μεγάλη στιγμή στην ελληνική ιστορία που συμπυκνώνει όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1910, έγινε μια μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος με ομιλητή τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το παλλόμενο πλήθος ζητούσε επιτακτικά από τον Βενιζέλο Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε εθνικό διχασμό και προέκρινε τη λύση της Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης.
Το συγκεντρωμένο πλήθος ζητούσε ρυθμικά «Συντακτική». Ο Βενιζέλος επέμενε «Αναθεωρητική». Ο διάλογος συνεχίστηκε για λίγο. Στο τέλος, οι συγκεντρωμένοι σιώπησαν και σε λίγο άρχισαν να χειροκροτούν τον Βενιζέλο. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Γεώργιος Βεντήρης «από της ώρας εκείνης η Ελλάς είχε κυβέρνηση. Δεν τον ανεκήρυξεν η φωνή αλλά η σιωπή του λαού».
Έναν τέτοιο, νέο Βενιζέλο, χρειάζεται σήμερα η χώρα. Πριν καταρρεύσει οριστικά.