Οργανωμένες ομάδες συμφερόντων κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στο χθες. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η στενά συντεχνιακή οπτική και η με κάθε τρόπο εξυπηρέτηση του ιδίου οφέλους, ανεξαρτήτως όμως του πλαισίου των κανόνων της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος. Αυτά ‘’τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας’’ έχουν καταφέρει να κυριαρχήσουν σχεδόν στο σύνολο των θεσμών της χώρας, στα κόμματα, στα ΜΜΕ, στα συνδικάτα, στα πανεπιστήμια, στη διοίκηση…
Είναι αυτές οι θορυβώδεις μειοψηφίες που παράγουν την παιδεία των προσωπικών και συχνά κλειστών πανεπιστημίων, τη κομματική συναλλαγή, τις εφορίες της διαφθοράς, τα νοσοκομεία των παραπληρωμών, τα συνδικάτα των ακατάπαυστων απεργιών, την αντίληψη ότι για όλα μας φταίνε οι άλλοι.
Ο δημόσιος χώρος του ασήμαντου
Καταφέρνουν δε με μεγάλη ευκολία να διαμορφώνουν τη κοινή γνώμη και να διατηρούν το υπόβαθρο μέσω του οποίου διασφαλίζουν την αναπαραγωγή τους. Ποιο είναι αυτό το υπόβαθρο; Μια γενικευμένη μη θεσμική συμπεριφορά η οποία επιτυγχάνεται με την συνεχή ενασχόληση με το επουσιώδες, με τον κατακλυσμό του ασήμαντου και την συντήρηση ενός αναξιόπιστου κράτους (γενικευμένη αναξιοπιστία των θεσμών του, απουσία ελέγχων και κυρώσεων…) παράγοντας έτσι ένα κατακερματισμένο δημόσιο χώρο.
Είναι αυτός ο δημόσιος χώρος που καταφέρνει με μεγάλη ευκολία να διατηρεί μια τεράστια απόσταση μεταξύ του λέγειν και του πράττειν, που εξαγγέλλει συνεχώς το νέο, την αλλαγή, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, το κράτος δικαίου… και που εργάζεται όμως μεθοδικά στην αναπαραγωγή του παλιού.
Είναι ο χώρος που σχολιάζει τα μικρά και τα ρηχά αφήνοντας τα μεγάλα και τα ουσιώδη. Είναι ο χώρος που κρατά καθηλωμένη τη χώρα για δεκαετίες και την έχει οδηγήσει και σε μια άλλη χρεωκοπία, τη πολιτισμική.
Μια ιδιότυπη κουλτούρα
Σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι αυτός ο δημόσιος χώρος παράγει ένα ιδιαίτερο πολιτισμό βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι:
Ο πολιτισμός της αγένειας και του θράσους: ο υποτιμητικός πληθυντικός και ο μάγκικος ενικός κυριαρχούν στη ζωντανή και τηλεοπτική πολιτική αντιπαράθεση. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει λεπτές και εξευγενισμένες εκφράσεις όπως ‘’ακούς τι σου λέω, ρε’’, ‘’αυτό που σου λέω, εγώ’’, ‘’σε εμένα θα το πεις αυτό ρε’’. Φωνές και εξαγριωμένα πρόσωπα εξαπολύουν ακατάπαυστα χαρακτηρισμούς, ‘’καραγκιόζη’’, ‘’σούργελο’’, ‘’τζάμπα μάγκας’’ χωρίς κανένα ενδοιασμό. Πολλές φορές ακόμα και μια απλή συγνώμη δεν εκφέρεται μόνη της αλλά συνοδεύει ένα εξαιρετικά απαξιωτικό χαρακτηρισμό του συνομιλητή ‘’μα είστε εντελώς ηλίθιος, συγγνώμη κιόλας’’. Η αγένεια τείνει να γίνει δεύτερη φύση μας.
Ο πολιτισμός του μίσους: ιεράρχες ξεστομίζουν χωρίς καμία αναστολή αφορισμούς ‘’να σαπίσει το στόμα του’’, εκπρόσωποι κομμάτων ακόμα και μέσα στο Κοινοβούλιο εξαπολύουν με μεγάλη ευκολία, στο όνομα του λαού, κατηγορίες ‘’μαφιόζοι’’, ‘’λαμόγια’’, ‘’ρουφιάνοι’’, ‘’θα πάτε όλοι φυλακή’’.
Ο πολιτισμός της άρνησης: άρνηση να συζητήσουμε τα σημαντικά εάν πρώτα δεν επιτευχθεί η ανατροπή του καπιταλισμού, του φιλελευθερισμού ή του συστήματος, ανάλογα με τις εκάστοτε ιδεολογικές αγκυλώσεις. Άρνηση της Ευρώπης (είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αποχής μας από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι) στο όνομα της ίδιας της Ευρώπης. Θέλουμε την Ευρώπη αλλά όχι αυτή, θέλουμε μια άλλη Ευρώπη χωρίς να λέμε όμως ποια, πως θα επιτευχθεί και κυρίως ποια είναι η δική μας ευθύνη στην οικοδόμησή της. Άρνηση της οποιασδήποτε αλλαγής και της αναγκαίας προσαρμογής της χώρας σε ένα κόσμο που αλλάζει συνεχώς με ταχείς ρυθμούς.
Ο πολιτισμός του ακατάπαυστου σχολιασμού: Πολιτικοί, και εκπρόσωποι των θεσμών μιλούν ταυτοχρόνως, στα τηλεοπτικά πάνελ, θέτοντας βαθυστόχαστα ερωτήματα τα οποία μόνο οι ίδιοι κατανοούν, γνωρίζουν τα πάντα, διαθέτουν λύσεις για τα πάντα, μπορούν να συμπυκνώσουν τα νοήματα, τα οποία όμως δεν τους αφήνουν οι άλλοι να εκφράσουν, ‘’με αφήνετε να μιλήσω’’, ‘’μα γιατί δε με αφήνετε να μιλήσω’’, ‘’δεν έχω ολοκληρώσει’’, λαμβάνοντας από τους αντιπάλους τους την εξίσου βαθυστόχαστη απάντηση ‘’ολοκληρώστε επιτέλους’’. Οποιαδήποτε σύνθετη πρόταση βρίσκεται αντιμέτωπη με το γνωστό ‘’α καλά τώρα κάτι μας είπες’’ ή ‘’μα που βρίσκεσαι άνθρωπέ μου εδώ είναι βαλκάνια’’. Καμία προσπάθεια κατανόησης των θεμάτων, καμία πρόταση αντιμετώπισης, καμία προσπάθεια διεξαγωγής μιας δομημένης συζήτησης.
Ο πολιτισμός των δηλώσεων: Για κάθε πρόβλημα διαθέτουμε και μια δήλωση για την αντιμετώπισή του. Προέκυψε μια παράνομη συμπεριφορά ‘’πρέπει να αποδοθούν ευθύνες’’, οι οποίες ποτέ δεν αποδίδονται, έχουμε δομικά προβλήματα ‘’πρέπει να κάνουμε μεταρρυθμίσεις’’ τις οποίες ποτέ δεν τολμούμε, διαπιστώνουμε το πρόβλημα ποιότητας της δημόσιας διοίκησης ‘’πρέπει να την αξιολογήσουμε’’, την οποία όμως συνεχίζουμε να διοικούμε με κομματικά στελέχη, κοκ. Οι δηλώσεις επαναλαμβάνονται οι ίδιες και οι ίδιες χωρίς ουδείς να αισθάνεται την ευθύνη να παρέμβει στη συνέχεια.
Η αντιστροφή της τάξης των πραγμάτων
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά αυτού του ιδιότυπου δημόσιου χώρου έχουν διαστρέψει την τάξη των πραγμάτων στη χώρα μας.
Αναπαράγουν ένα εξαιρετικό χάος στο οποίο είναι αδύνατο να λειτουργήσουν οι θεσμοί επιτρέποντας έτσι στον καθένα (και πολύ περισσότερο βεβαίως στις οργανωμένες μειοψηφίες) να κάνει τη μικρή ή μεγάλη παρανομία του χωρίς να αισθάνεται τον κίνδυνο των κυρώσεων. Το επιμέρους καθορίζει το όλον. Εξ’ου και οι χιλιάδες μικρορυθμίσεις, οι στρεβλώσεις, η καταστρατήγηση των θεσμών, η έλλειψη συνολικών παρεμβάσεων, ελέγχων και κυρώσεων.
Ακυρώνουν τη διάκριση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου λόγου επιτρέποντας στον καθένα να παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο με όποιο τρόπο θέλει.
Εγκλωβίζουν τις υγιείς δυνάμεις της χώρας μη αφήνοντάς τους άλλη επιλογή από την σιωπηλή παρακολούθηση και την μελαγχολική αποστασιοποίηση από τα πράγματα.
Αναπαράγουν εν τέλει μια βαθύτατη κρίση των θεσμών αφήνοντας τους πολίτες απροστάτευτους, χωρίς εναλλακτικές επιλογές, οδηγώντας τους τελικά στην απάθεια ‘’ωχ βρε αδελφέ εγώ θα αλλάξω τον κόσμο’’.
Θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά ότι αυτές οι μειοψηφίες έχουν δημιουργήσει ένα δημόσιο χώρο ο οποίος μοιάζει με ένα τεράστιο παζλ όπου όλα τα κομμάτια του κινούνται αυτόνομα και ακατάπαυστα χωρίς ποτέ όμως να δημιουργούν την συνολική εικόνα.
Προσοχή όμως. Δεν είναι μόνο αυτό η Ελλάδα. Αυτή είναι η Ελλάδα που έχει καταλάβει το δημόσιο χώρο και κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο και άρα είναι η Ελλάδα που ακούγεται.
Υπάρχει όμως και η άλλη Ελλάδα
Αυτή που πιστεύει ότι τα καλά πανεπιστήμια προστατεύουν αυτούς που δεν μπορούν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, ότι οι καλοί νόμοι προστατεύουν τους ανυπεράσπιστους, ότι το καλό κοινωνικό κράτος προστατεύει τους φτωχούς, ότι οι πόροι του κράτους προέρχονται από τους πολίτες και άρα δεν μπορούν να κατασπαταλώνται, ότι δεν μπορείς να ζητάς περισσότερο κοινωνικό κράτος χωρίς να πληρώνεις τη φορολογία που σου αναλογεί, ότι ο μισθός που κερδίζεις πρέπει να βρίσκεται σε συνάρτηση με το έργο που παράγεις…
Αυτή που θεωρεί αυτονόητη την συναίνεση επί των μεγάλων θεμάτων, την υπεράσπιση της δημοκρατίας, τον σεβασμό των θεσμών, την καταπολέμηση της διαφθοράς, του κομματικού κράτους, την αλλαγή του χρεοκοπημένου οικονομικού μοντέλου…
Αυτή που διαμορφώνει τις θέσεις της με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει τη δυνατότητα στον άλλο να μετέχει ενός συμβιβασμού.
Αυτή που αντιλαμβάνεται ότι η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σύνθετη και ότι χρειάζεται, γνώση, σωφροσύνη, σύνθεση απόψεων και μετριοπάθεια του λόγου.
Αυτή που θεωρεί ότι η Ελλάδα πρέπει να πάψει να αποτελεί μια μοναδική περίπτωση στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Αυτή που πιστεύει ότι η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει.
Αυτή η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να έρθει στο προσκήνιο.