Η καταδίκη της βίας

Πάσχος Μανδραβέλης 18 Σεπ 2013

Εχουμε και λέμε: ο αρχηγός ενός κοινοβουλευτικού κόμματος προτρέπει τους οπαδούς του να λιντσάρουν ένα δήμαρχο. Σύμφωνοι! Πολλοί θα πουν ότι αναφερόμαστε στον κ. Πάνο Καμμένο κι επομένως «δεν έχει σημασία», όπως θα έλεγε και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Είναι σίγουρο όμως ότι όσοι τον άκουσαν έχουν περισσότερο μυαλό; Κι αν κάποιοι ακόμη πιο επιπόλαιοι πάρουν τοις μετρητοίς τα λόγια του και υλοποιήσουν την παρότρυνση, ελπίζουμε ότι το επίσημο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ να βρει δυο λόγια καταδίκης, αντί να πετά με σοβιετικό τρόπο την μπάλα στην εξέδρα ότι και «οι μαύροι (του πολιτικού τόξου) βασανίζουν τους άλλους».

Δυστυχώς, μέσα σε μία μόνο εβδομάδα είδαμε πολλά: την αιματηρή επίθεση των χρυσαυγιτών εναντίον μελών του ΚΚΕ στο Πέραμα. Τον ξυλοδαρμό δημοσιογράφου εντός του κατειλημμένου από εργαζομένους κτιρίου της Αντιπεριφέρειας στη Χαλκίδα. Το χειρότερο δε είναι ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα, διότι η βία αδιόρατα μπήκε στην πολιτική αντιπαράθεση και δικαιολογείται, αν δεν δοξολογείται ως «δικαιολογημένη οργή». Η δε στάση των κομμάτων απέναντί της δεν είναι δριμύτατη και κατηγορηματική. Η βασική κατάκτηση της δημοκρατίας, το να λύνουμε με διάλογο και διά της πλειοψηφίας τις διαφορές σε μια κοινωνία, μπαίνει σε μικροπολιτικούς υπολογισμούς με βάση ποιος είναι αυτός που ασκεί βία ή προτρέπει σε βία. Το είδαμε αυτό στην καθυστέρηση της Νέας Δημοκρατίας να καταδικάσει την επίθεση στο Πέραμα, το βλέπουμε τώρα στις περικοκλάδες του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να καταδικάσει απερίφραστα την αήθη προτροπή του κ. Καμμένου.

Πολιτική βία απαντάται σε ολόκληρο τον κόσμο. Ακόμη και στον ανεκτικό νορβηγικό παράδεισο, κάποιος διαταραγμένος δολοφόνησε 77 άτομα, στο όνομα μιας «καθαρής (κατά τη φαντασίωσή του) Ευρώπης». Το πρόβλημα της χώρας μας είναι ο διαρκής κύκλος της βίας μετά τον Εμφύλιο, που παίρνει διάφορες μορφές: από τη βία του μετεμφυλιακού κράτους προς τους ηττημένους με αποκορύφωμα τη δικτατορία, μέχρι τη δράση των ακροαριστερών τρομοκρατικών ομάδων της μεταπολίτευσης, μέχρι τους εμπρησμούς στις διαδηλώσεις, μέχρι τους τραμπουκισμούς των Αγανακτισμένων, μέχρι τη δράση της Χρυσής Αυγής κ.λπ. Μοιάζει ότι η κοινωνία αποδέχεται τη βία ως μέσο πολιτικής. Δεν ξέρουμε αν σε άλλη χώρα θα υπήρχε υποψήφιος που θα έδερνε γυναίκες πολιτικές αντίπαλους του και μάλιστα σε ζωντανή μετάδοση. Φανταζόμαστε όμως ότι μια τέτοια άνανδρη και άξια ποινικού κολασμού συμπεριφορά θα ακολουθείτο τουλάχιστον από εκλογική καταδίκη. Φευ! Ενα μήνα μετά, το εκλογικό σώμα δεν έδειξε να φρικιά από τις γροθιές του κ. Ηλία Κασιδιάρη.

Κάποια στιγμή αυτή η κοινωνία, με πρώτους τους φορείς συλλογικής της έκφρασης όπως είναι τα κόμματα, πρέπει να αντιδράσει. Δεν έχουμε απλώς πρόβλημα βίας, έχουμε πρόβλημα ανοχής στη βία που επιτρέπει σε διάφορους να ασκούν βία. Πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά: δεν υπάρχει καλή και κακή βία, δεν υπάρχει καν δικαιολογημένη βία πλην της καθαρής αυτοάμυνας. Οταν η κοινωνία αρχίσει να φρικιά στις πράξεις βίας (ή και στην προτροπή της) θα αρχίσει να φρικιά και με τη Χρυσή Αυγή. Αν όμως στο φαντασιακό των πολιτών παραμείνει εντυπωμένη η άποψη ότι «η βία μπορεί να φέρει αποτελέσματα», θα την ψηφίζει ως πιο «αποτελεσματική»…