Η κατά συνήθεια κεντροαριστερά

Γιώργος Θεοτοκάς 22 Δεκ 2012

Υπάρχει τελευταία μια ολοένα και πιο έντονη συζήτηση για την αναγκαιότητα ανασυγκρότησης και μετεξέλιξης του χώρου της λεγόμενης κεντροαριστεράς, που γίνεται μάλλον διερευνητικά, χωρίς τη διατύπωση ακόμη κάποιας συγκεκριμένης και αναλυτικής πρότασης. Φόρα διαλόγου, άρθρα και αναλύσεις διαπιστώνουν το προφανές, ότι δηλαδή υπάρχει πολιτικός χώρος ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ που πρέπει να εκπροσωπηθεί σε ένα ενιαίο σχήμα για να έχει τη δυναμική να προσελκύσει περισσότερους πολίτες από το σημερινό άθροισμα ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ ή και όποιας άλλης δύναμης.

Κανείς δεν διαφωνεί με αυτές τις διαπιστώσεις, όταν όμως πρέπει να ειπωθεί το «διά ταύτα», η επανάληψη με διάφορες εναλλαγές της αναγκαιότητας για σύμπραξη της κεντροαριστεράς δεν αποτελεί ιδιαίτερη συμβολή στην προώθηση του στόχου. Η εκλογική και μόνο απήχηση μιας τέτοιας συμπόρευσης δεν μπορεί να είναι ο σκοπός, πόσο μάλλον ο αυτοσκοπός, ενός τέτοιου εγχειρήματος, αλλά το αποτέλεσμά της, που για να προκύψει θα πρέπει αυτό που θα δημιουργηθεί να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών και να είναι κάτι πιο πειστικό, πιο σύγχρονο και πιο αξιόπιστο από τους επιμέρους κομματικούς σχηματισμούς που θα αποτελέσουν τις συνιστώσες του. Εξάλλου στην πολιτική οι προσθέσεις σπάνια δίνουν το ακριβές αριθμητικό άθροισμα. Πολύ συχνά δίνουν κατώτερο νούμερο και σε πολύ λιγότερες περιπτώσεις μεγαλύτερο.

Η διαφαινόμενη βιασύνη αλλά και η αμηχανία κάποιων για την προώθηση αυτής της προσπάθειας, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η αποτύπωση της δυσκολίας που υπάρχει όχι μόνο στην υλοποίηση αλλά ακόμη και στη σύλληψη μιας συγκεκριμένης «πλατφόρμας» που θα χωρέσει όλο τον σημερινό χώρο της αποκαλούμενης κεντροαριστεράς. Για να πάρουμε τα πράγματα με τη λογική σειρά, όταν μιλάμε για κεντροαριστερά, ασφαλώς δεν αναφερόμαστε μόνο στους κομματικούς χώρους του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Αν υποθέσουμε ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν αναφέρεται μόνο στους σχηματισμούς ή στις τάσεις που εύκολα (και κατά περίσταση) κατατάσσονται ταυτόχρονα και στο κέντρο και στην αριστερά, αλλά και σε αυτούς που κινούνται (μόνο) στο κέντρο ή (μόνο) στην αριστερά, τότε μπορούμε να αναλογισθούμε την πολυπλοκότητα και τη δυσκολία στην υλοποίηση του στόχου. Εκτός από την πρόσφατη ΡΙΚΣΣΥ και τις καταγεγραμμένες τάσεις και κινήσεις που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ (π.χ. «Δυναμική Ελλάδα», «Κοινωνικός Σύνδεσμος»), υπάρχει ένας χώρος που έχει αποχωρήσει από το ΠΑΣΟΚ χωρίς να έχει ενταχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ ή κάπου αλλού, υπάρχουν δυνάμεις (π.χ. η ΔΡΑΣΗ) που ίσως αυθαίρετα κάποιοι εντάσσουν στην κεντροαριστερά (ορθά ή μη είναι μια άλλη συζήτηση) ενώ μέχρι τώρα θεωρούνταν φιλελεύθερες, υπάρχει ο χώρος των Οικολόγων, ενώ δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι υπάρχει πλέον και ένας ευδιάκριτος χώρος μέσα στη ΔΗΜΑΡ που αυτοαποκαλείται «αριστερό δίκτυο» και που διαφοροποιείται από την επίσημη γραμμή και από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση.

Ο σχεδιασμός στο άμεσο ή προσεχές μέλλον του ό,ποιου εγχειρήματος, θα είναι πολύ δύσκολο να συμπεριλάβει και να χωρέσει όλες αυτές τις ετερόκλητες δυνάμεις. Ανάλογα με την κατεύθυνση και την απόχρωση της σύμπραξης θα υπάρξουν εκ των πραγμάτων (οικειοθελείς ή μη) αποκλεισμοί, ακόμη και αν οι προθέσεις είναι να συνυπάρξουν όλοι σε ένα μεγάλο και φιλόδοξο σχήμα. Αν η χροιά του νέου σχήματος αποκλίνει προς το «κέντρο» δύσκολα θα χωρέσουν η υποτιθέμενη πιο αριστερή τάση της ΔΗΜΑΡ ή και συνολικά η ΔΗΜΑΡ ή οι Οικολόγοι. Αν το πρόταγμα είναι η αριστερά, εκ των πραγματων δυσκολεύεται η προσέγγιση με τη ΔΡΑΣΗ ή με τις τάσεις που συνυπήρξαν στο ΠΑΣΟΚ κυρίως ως συνεργάτες του Γ. Παπανδρέου και συνδέθηκαν έντονα με την περίοδο των μνημονίων, όχι απαραίτητα γιατί δεν θα το επιθυμούν οι ίδιοι, αλλά επειδή πιθανόν δεν θα είναι αποδεκτοί από τους υπόλοιπους.

Ισως λοιπόν ο όρος κεντροαριστερά που χρησιμοποιούμε από συνήθεια ή ευκολία, να χρησιμεύει και λίγο ως παραλλαγή και να προσδιορίζει εν τέλει με παλαιούς και συμβατικούς όρους τον χώρο στον οποίο υπάρχει πολιτικό κενό, αλλά να μην αποτυπώνει την πολυπλοκότητα των πραγμάτων και των εξελίξεων. Γιατί αυτό που φαίνεται να καταγράφεται από τις ιδιαιτερότητες της συγκυρίας, είναι πως ο δικαιολογητικός λόγος αλλά και το συνεκτικό στοιχείο μιας ενδεχόμενης σύγκλισης, δεν θα ήταν εν τέλει ούτε ένα νέο κέντρο ούτε μία νέα αριστερά, αλλά η αναγκαιότητα συμπόρευσης σύγχρονων δυνάμεων, δημοκρατικών, μεταρρυθμιστικών, φιλευρωπαϊκών και τολμηρών, που θα διατυπώσουν ρηξικέλευθες αλλά τεκμηριωμένες προτάσεις, ως αντίβαρο στην επέλαση του νέου λαϊκισμού και θα κινούνται επιπρόσθετα πέρα από την απλούστευση του στοιχείου φιλευρωπαϊκό-αντιευρωπαϊκό, που παρά την αυταξία του, υποβαθμίζει, λόγω της ιδιαιτερότητας της συγκυρίας, τα υπόλοιπα ουσιαστικά προαπαιτούμενα μιας πολιτικής σύγκλισης. Μια τέτοια πρόταση, θα προέτασσε στοιχεία πέρα και πάνω από τους παραδοσιακούς όρους κέντρο, αριστερά ή κεντροαριστερά, αλλά και πέρα από τον υπερτονισμένο χαρακτηρισμό ευρωπαϊκό ή μη ευρωπαϊκό που δεν μπορεί να αποτελέσει μόνος του, χωρίς την ύπαρξη και των άλλων προϋποθέσεων, τη βάση για μια μακρόπνοη ιδεολογική και προγραμματική πολιτική σύμπραξη.

Με αυτές τις προδιαγραφές και στοχεύσεις, με την αποτίναξη κάθε λαϊκισμού, αναχρονισμού και παλαιοκομματισμού, ο νέος φορέας δεν θα είχε βέβαια την φιλοδοξία να καταστεί άμεσα πόλος ενός νέου δικομματισμού, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου πρόβλημα και δεν είναι και το ζητούμενο. Είτε με αυτό το εκλογικό σύστημα είτε με ένα νεώτερο που πιθανότατα θα υπάρξει, διαφαίνεται ότι ξεφύγαμε οριστικά από την εποχή των μονοκομματικών κυβερνήσεων. Η ύπαρξη ενός πολιτικού σχηματισμού με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, είναι βέβαιο ότι θα βρίσκεται στο πολιτικό κέντρο κάθε μελλοντικής εξέλιξης διακυβέρνησης, όχι μόνο με την έννοια της συμμετοχής σε μία κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά, κυρίως, ως διαρκής παρουσία σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό, στο οποίο θα αποτελεί καταλύτη ως προς τη διαμόρφωση των συνθηκών που μπορεί σταδιακά να μας βγάλουν από τις παθογένειες του κομματισμού και του λαϊκισμού και να δημιουργήσουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να περάσουμε πράγματι σε αυτό που λέμε «νέα μεταπολίτευση».

Δεν φαίνεται τα πράγματα να είναι ακόμη ώριμα για κάτι τέτοιο, δεν αποκλείεται όμως σύντομα να καταστούν. Η πρόσφατη απόφαση της Ε.Ε. της ΔΗΜΑΡ για μη συμμετοχή στις «πανηγυρικές» συνδιασκέψεις δεν σηματοδοτεί απαραίτητα απόρριψη κάθε προοπτικής σύγκλισης, αλλά φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος για επίσπευση της όποιας διαδικασίας, η οποία για να ξεκινήσει δεν έχει ανάγκη από φόρα συζητήσεων και επικοινωνιακών εντυπωσιασμών, αλλά θα αναδυθεί και θα αναδειχθεί από την πολιτική πραγματικότητα. Η συμμετοχή από τώρα σε διερευνητικές και αβέβαιες ως προς την έκβαση διαδικασίες, μάλλον θα οδηγούσε σε κομματική εσωστρέφεια και σε εντονότερη ανάδειξη των διαφορετικών προσεγγίσεων και τάσεων που υπάρχουν. Οι γενικότερες εξελίξεις όμως, όσο περνάμε πια στην υλοποίηση και εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών, είναι πιθανό να αναταράξουν τις ισορροπίες σε πολλά κόμματα και όχι μόνο στο ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, που θα διαμορφώσουν πιθανότατα τις προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής συνάντησης όχι επιβαλλόμενης από μια εκλογική ή συγκυριακή λογική, αλλά ως αποτέλεσμα μιας ώριμης και αναπόφευκτης διαδικασίας που βελούδινα θα καταστήσει την συζητούμενη συμπόρευση πραγματικότητα. Είναι κάτι που δεν είναι ορατό σήμερα και δεν πρέπει να επιδιωχθεί με όρους μεθόδευσης ή πολιτικών τακτικισμών, αλλά καλό θα είναι να προκύψει αυθεντικά και ανεπιτήδευτα από τις εξελίξεις. Μόνο τότε θα έχει την ουσιαστική νομιμοποίηση, την αξιοπιστία και τη δυναμική για να δώσει την ώθηση για τη μετάβαση σε κάτι πραγματικά νέο, διαφορετικά δεν έχει κανένα λόγο να υπάρξει.