Η καρδιά του κτήνους

Ηλίας Κανέλλης 23 Νοε 2012

Οταν χθες το απόγευμα έγινε γνωστό ότι ο συγγραφέας, πλέον και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Πέτρος Τατσόπουλος δήλωσε σε (προφανώς) πολύ καλό περιοδικό, απαντώντας στη χρυσαυγίτικη χοντροκοπιά που τον χαρακτήριζε «αδερφή», ότι εκείνος (με το συμπάθιο) «έχει πηδήξει τη μισή Αθήνα», το Ιντερνετ γέμισε ανέκδοτα. Ο κόσμος γέλαγε με την καρδιά του και αναπαρήγε τουίτ όπως «Είμαι κεφάτη, γυρίζω απ’ του Τατσόπουλου» ή «Σιγά την πόλη». Ο αγνός χαβαλές είχε συμβάλει στην εκτόνωση πολλών από εμάς που ξημεροβραδιαζόμαστε στο Ιντερνετ. Κανένα πρόβλημα.

Αλήθεια; Κανένα πρόβλημα; Αν κυκλοφορεί στις κομματικές οργανώσεις, αναρωτιέμαι πώς θα αντικρίσει συντρόφισσες και συντρόφους του στον ΣΥΡΙΖΑ που στρατεύθηκαν στην ανανεωτική Αριστερά, μεταξύ άλλων, και για τη χειραφέτηση, την απελευθέρωση. Πρόσωπα, κορίτσια και αγόρια, που, πρωτίστως, αγωνίστηκαν, με τα κείμενα, τη δράση τους και την προσωπική στάση τους, όχι για την πολιτική ορθότητα αλλά, πρωτίστως, εναντίον των κλισέ με τα οποία πορευόταν η ελληνική κοινωνία – μια κοινωνία βαθύτατα υποκριτική, καταπιεστική, σεξιστική. Τα πρόσωπα αυτά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχαν καταφέρει να αλλάξουν πολλά, έριξαν πολλά κάστρα συντηρητισμού, ο οποίος ίσως θα αργούσε να επιστρέψει αν ο λαϊκισμός της πολιτικής και ο επαρχιωτισμός της λεγόμενης ελεύθερης τηλεόρασης δεν επανέφερε την παράδοση της χυδαιότητας, αναπαλαιωμένη και γυαλιστερή.

Ο Πέτρος Τατσόπουλος μπορεί να μην ήταν ακριβώς κομμάτι εκείνης της Αριστεράς της χειραφέτησης, αλλά ως συγγραφέας, δραστήριος και ζωηρός, κινήθηκε σε περιβάλλοντα που διεκδικούσαν να ξεφύγουν από τον υποκριτικό αρχαϊσμό της βαθιάς Ελλάδας. Τα βιβλία που υπέγραψε εκείνη την εποχή, νεαρός συγγραφέας, «Οι ανήλικοι», «Το παυσίπονο», «Η καρδιά του κτήνους», περιείχαν και αυτή την αγωνία της χειραφέτησης. Το σενάριο για τους «Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, που υπέγραφε, δεν περιέγραφαν έναν χυδαίο ηδονοβλεψία – και ο Αρης Ρέτσος, που είχε υποδυθεί τον κεντρικό ρόλο, ήταν μια βασανισμένη προσωπικότητα, δεν ήταν καρικατούρα απ’ τα «Καμάκια» και τη «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα».

Πώς ένας δημιουργικά ανήσυχος άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί σε έναν εγωπαθή γκρινιάρη που ξύνει τα νύχια του για καβγά; Πιθανόν, εγκλωβίστηκε στην εικόνα του επαναστάτη, που φιλοτέχνησε ο ίδιος για τον εαυτό του, προκειμένου να γίνει γνωστός σε ευρύτερα ακροατήρια, για να μαζέψει ψήφους. Πίστεψε, δηλαδή, ότι επαναστάτης είναι ένας άνθρωπος που προκαλεί – μάλιστα προκαλεί φωνάζοντας δυνατά. Φασαρία, και από ουσία μηδέν. Τσακωνόταν για να ακούγεται. Είπε γκέι τον Κολοκοτρώνη, έβριζε στην ιστοσελίδα του, σκηνοθέτησε τον εαυτό του σε προεκλογικές εντάσεις… Από προβοκάτσια σε προβοκάτσια, από καβγά σε καβγά, ανοιγόταν σε καινούργια περιβάλλοντα, σε πιο ανθρωποφάγα ΜΜΕ, σε πεδία μεγαλύτερης και χυδαιότερης αδιακρισίας.

Ωσπου κέρδισε η καρδιά του κτήνους.