protagon.gr
Πολλά κορυφαία κυβερνητικά στελέχη και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός , Κυριάκος Μητσοτάκης, στις ομιλίες του στη Βουλή , επιχειρηματολογώντας για να υποστηρίξουν συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες που πήρε και ψήφισε η κυβέρνηση (επιτελικό κράτος, πολυνομοσχέδιο, άσυλο, ΕΡΤ) μιλούν για αποκατάσταση της κανονικότητας στην Ελλάδα, μετά την ισοπεδωτική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Παρουσιάζουν τις παρεμβάσεις αυτές ως επιλογές ενός «φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού», όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης στις προγραμματικές δηλώσεις . Ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε αμήχανα με αντιδεξιά ρητορική υψηλών τόνων δείγμα ότι η θεσμική προσαρμογή του στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει πολύ δρόμο, αν τελικώς το καταφέρει.
Τις κυβερνητικές επιλογές παρατηρείται να τις αποδέχεται σημαντική μερίδα παραγόντων από τον χώρο του Κέντρου, αγνοώντας προτάσεις για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις . Επικρίνουν, μάλιστα, το Κίνημα Αλλαγής γιατί δεν «βάζει πλάτη» και του αποδίδουν την κατηγορία ότι προσβλέπει σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, παραγνωρίζοντας ότι αυτή η προοπτική για λόγους ιστορικούς και ιδεολογικούς δεν ισχύει. Το είδαμε, για παράδειγμα, στο ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου και στην τοποθέτηση της διοίκησης της ΕΡΤ. Το ΚΙΝΑΛ προσφέρθηκε για συνεννόηση ενώ στήριξε, μεταξύ άλλων, την αποπομπή της κυρία Θάνου, από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Εμφανίστηκε, ωστόσο, αγχωμένο καθώς προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στο αντιδεξιό στερεότυπο που διακατέχει διαχρονικά τον πολιτικό λόγο της Κεντροαριστεράς και την ανάγκη αποκατάστασης βασικών κανόνων λειτουργίας της χώρας, με αποτέλεσμα να θαμπώσει το στίγμα του.
Τούτων δοθέντων το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η συμπεριφορά της κυβέρνησης και η στάση της αντιπολίτευσης συνιστούν αποκατάσταση της «κανονικότητας», όπως λειτουργεί στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Οχι, δεν είναι αυτό αποκατάσταση της κανονικότητας, τουλάχιστον δεν είναι προς το παρόν.
Ο βασικός λόγος είναι ότι η κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής μπορεί να αποδέχονται προσωρινά τον πολιτικό φιλελευθερισμό –θέμα-ταμπού ακόμη για πολλούς στην αξιωματική αντιπολίτευση– όμως τα «μεγάλα» και καυτά ζητήματα (υπερπλεονάσματα, συνολικό σχέδιο ανάπτυξης και αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, κοινωνικό κράτος, μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, στην Υγεία κ.ά.) δεν έχουν ακόμη ανοίξει. Και εκεί προμηνύεται μάχη, αντιπαράθεση θέσεων και προγραμματικών σχεδίων.
Θα μπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για κανονικότητα στην πολιτική ζωή και στην πορεία της χώρας στην οποία οι πολίτες θα δείξουν αποδοχή και συναίνεση, μόνο όταν –και αν- υπάρξει σύνθεση και όχι δογματική αντιπαραβολή απόψεων και θέσεων. Οταν -και αν- για παράδειγμα:
– Στο μοντέλο κυβερνητικού προγράμματος της ΝΔ περί ενιαίων μειωμένων συντελεστών φορολογίας, η αντιπολίτευση και κυρίως το ΚΙΝΑΛ αντιτάξει αυτό της προοδευτικής φορολογίας.
– Εναντι των ατομικών συμβάσεων που προβάλλει η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση αντιπαραβάλει τις συλλογικές εργασιακές συμβάσεις.
– Στην κυβερνητική αντίληψη για αυτόματη σύνδεση της χαμηλής φορολογίας με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις η αντιπολίτευση θέσει ταυτόχρονα την κοινωνική συνοχή με την προτεραιότητα του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ εργασίας, κράτους και επιχειρηματικότητας-κεφαλαίου.
– Αν στο μοντέλο της ύπαρξης ενός διχτυού ασφαλείας (νεοφιλελεύθερη και όχι σοσιαλδημοκρατική ιδέα) αντιπαραταχθεί αυτό υπέρ της λειτουργίας ενός κράτους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών ως μοχλού οικονομικής ανάπτυξης.
Οταν με άλλα λόγια στην ιδεολογική αντίληψη της ΝΔ περί οικονομικού φιλελευθερισμού αντιτάξει, το ΚΙΝΑΛ κυρίως, διότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα ψάχνεται, ένα πλήρες σχέδιο σοσιαλδημοκρατικού εκσυγχρονισμού, χωρίς αριστερές προκαταλήψεις αλλά και δεξιά στερεότυπα. Εχει ξαναγίνει. Μπορεί να υπάρξει μία συμφωνία, όπως στην Ολλανδία το 1984-5 όπου κράτος, εργαζόμενοι και επιχειρηματίες έθεσαν τα θεμέλια για την ευημερία της.
Οταν τόσο η Δεξιά όσο και η Κεντροαριστερά πάψουν να βλέπει η μία την άλλη ως εχθρό για το μέλλον της χώρας ενώ είναι αντίπαλοι και τίποτα παραπάνω. Όταν συγκρούονται πολιτικά σχέδια κι όχι μικροκομματικές αντιπαλότητες. Οταν, με πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, αφού αυτός εξελέγη Πρωθυπουργός, αναζητηθεί η αναγκαία συναίνεση για τις βαθιές αλλαγές που χρειάζονται αντί της επιβολής της πολιτικής ηγεμονίας και ιδεολογικού τσαμπουκά, όπως έδειξε η κυβέρνηση στο ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου. Τότε η Ελλάδα θα είναι κανονική ευρωπαϊκή χώρα με ευημερία και προοπτική.