Ο κ Βαρουφάκης γράφει ότι αρχικά «η απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου αντικατέστησε το Μνημόνιο με κατάλογο μεταρρυθμίσεων που πρότεινε η Ελλάδα». Προσθέτει εκεί ότι «κατά την τηλεδιάσκεψη της 24ης Φεβρουαρίου, οι κ. Μοσκοβισί, Ντράγκι και Λαγκάρντ παραβίασαν το γράμμα και το πνεύμα της απόφασης εκείνης, εμμένοντας, εν χορώ, πως ο εν λόγω κατάλογος δεν υποκαθιστούσε τις δεσμεύσεις του Μνημονίου». Τότε προσθέτει: «Οι ενστάσεις μου δεν αρκούσαν. ‘Ηταν λάθος που, παρά το πισωγύρισμά τους, υπέγραψα την αίτηση επέκτασης της δανειακής συμφωνίας».
Η φράση αυτή θα ήταν συγκλονιστική αν είχε βάση στην πραγματικότητα. Μας λέει ότι η ελληνική ηγεσία, ενώ βρέθηκε μπροστά σε μια πρώτης τάξης λαθροχειρία, την μη τήρηση μιας εξαιρετικά σημαντικής συμφωνίας για το μέλλον της Ελλάδας, δεν έκανε τίποτα.
Η υποχωρητικότητα αυτή φαίνεται εκ πρώτης όψης περίεργη και εκτός της φύσης του Σύριζα. Τι πιο φυσιολογικό από το να είχε χαλάσει τον κόσμο για να ξεμπροστιάσει ενώπιον της διεθνούς κοινότητα τους παμπόνηρους και ψεύτες ευρωπαίους ηγέτες για την εξαπάτησή της μικρής Ελλάδας; Δυστυχώς η αλήθεια είναι πολύ πιο πεζή. Η υποχωρητικότητα του κ. Βαρουφάκη στις 24ης Φεβρουαρίου, πιστεύω, οφείλεται στο ότι και ίδιος κατάλαβε – αν και τώρα δεν το παραδέχεται – ότι οι συνομιλητές του είχαν δίκιο. Πιστεύω επίσης και ότι ενόψει της τελικής του στρατηγικής θεωρούσε ότι η υποχώρηση δεν είχε και μεγάλη σημασία.
Ο βασικός ισχυρισμός του κ. Βαρουφάκη για το τι συμφωνήθηκε στις 20/2 κατ’ αρχήν αγνοεί ότι μια απόφαση του Eurogroup, το οποίο είναι άτυπο όργανο, δεν θα μπορούσε ποτέ να τροποποιήσει τους όρους της δανειακής συμφωνίας και άρα του «μνημονίου». Ακόμα και αν εκφραζόταν τέτοια πρόθεση θα σήμαινε, το πολύ, την έναρξη μιας μακράς νομικής διαδικασίας της οποίας το αποτέλεσμα θα έκριναν οι λεπτομέρειες. Μια τέτοια διαδικασία θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει τα όργανα της ΕΕ (Επιτροπή, Συμβούλιο, Κοινοβούλιο) καθώς και τις εθνικές κυβερνήσεις και εθνικά κοινοβούλια. Αυτό συμβαίνει επειδή οι όροι διάσωσης της Ελλάδας έχουν νομική ισχύ που βασίζεται στις Συνθήκες της ΕΕ, σε δεσμευτικές αποφάσεις του Συμβουλίου, στα συντάγματα των κρατών μελών αλλά και στην ίδια την δανειακή σύμβαση (π.χ. η απαγόρευση δανεισμού από την ΕΚΤ είναι στις Συνθήκες, ενώ ο στόχος του πλεονάσματος μόνο στην δανειακή σύμβαση). Οι όποιες αλλαγές θα μπορούσαν να γίνουν μόνο με τρόπους που θα είχαν την ίδια τυπική ισχύ με αυτά που αλλάζουν (έχω εξηγήσει τον νομικό μηχανισμό της διάσωσης σε προηγούμενο άρθρο μου στο news247.gr εδώ). Η ιδέα και μόνο ότι μια ανακοίνωση του άτυπου οργάνου θα μπορούσε να αντικαταστήσει συνθήκες, συμφωνίες και νόμους που υπάρχουν χρόνια και εφαρμόζονται σε όλα τα δεκαοκτώ μέλη της Ευρωζώνη (και έχουν εγκριθεί δύο φορές σε σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι ανάξια σχολιασμού.
Ο κ. Βαρουφάκης όμως δείχνει να έχει σύγχυση ακόμα και για το κείμενο στο οποίο αναφέρεται, την δήλωση (statement) του Eurogroup που επικαλείται. To κείμενο της δήλωσης (που υπάρχει στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εδώ) δεν λέει ότι αντικαθιστά το μνημόνιο. Αντίθετα, αναφέρει πολλές φορές ότι το συνεχίζει. Λέει ότι η παράταση του προγράμματος που ζήτησε η Ελλάδα έγινε για την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης στη βάση της ισχύουσας δανειακής συμφωνίας. (Το αγγλικό κείμενο είναι: ‘The purpose of the extension is the successful completion of the review on the basis of the conditions in the current arrangement’). Η δέσμευση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι εντελώς ξεκάθαρη. Μάλιστα η Ελλάδα δεσμεύεται (στην έβδομη παράγραφο) ότι θα πληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της πλήρως και εγκαίρως.
Στην Ελλάδα αναγνωρίστηκε το – ήδη υπάρχον στις προϋπάρχουσες συμφωνίες – δικαίωμα να προτείνει ισοδύναμα μέτρα. Αλλά για την αποφυγή οποιασδήποτε αμφιβολίας, η ανακοίνωση επαναλαμβάνει ότι τα μέτρα αυτά θα αξιολογηθούν από την τρόικα ώστε να διαπιστωθεί αν είναι επαρκή για την ολοκλήρωση της ισχύουσας αξιολόγησης (‘… whether this is sufficiently comprehensive to be a valid starting point for a successful conclusion of the review’). Το θεσμικό πλαίσιο παρέμεινε συνεπώς ακριβώς το ίδιο.
Άρα η συμφωνία της 20Φεβρουαρίου δεν είχε κερδίσει τίποτα καινούργιο. Απλά παρέτεινε το μνημόνιο Σαμαρά. Προσέθεσε στην λίστα μάλιστα και την απόρριψη της διαγραφής του χρέους που είχε υποσχεθεί προεκλογικά ο κ. Τσίπρας. Αν λοιπόν ο κ. Βαρουφάκης θυμάται σωστά την τηλεδιάσκεψη της 24 Φεβρουαρίου, οι συνομιλητές του είχαν απόλυτο δίκιο: του επανέλαβαν τις ρητές δεσμεύσεις που είχε αναλάβει εκ μέρους της Ελλάδας.
Η αποκάλυψη του κ. Βαρουφάκη όμως για την τηλεδιάσκεψη εκθέτει όμως την τότε ελληνική κυβέρνηση με διαφορετικό τρόπο. Ενώ ήξεραν – το αργότερο στις 24/2 μας λέει ο κ. Βαρουφάκης – ότι είχαν παρατείνει την δανειακή σύμβαση και το μνημόνιο μέχρι κεραίας, και ότι είχαν ήδη αναλάβει όλες τις υποχρεώσεις ολοκλήρωσης της πέμπτης αξιολόγησης, ανακοίνωσαν στην Ελλάδα το ακριβώς αντίθετο. Προχώρησαν σε μια ακραία παραπλάνηση του ελληνικού λαού με αξιοθαύμαστη άνεση, απεριόριστη ενέργεια και υψιπετή ρητορική.
Στις 27 Φεβρουαρίου σε ομιλία του προς το Υπουργικό Συμβούλιο ο κ. Τσίπρας δήλωσε:
«Οι εταίροι μας ενέκριναν επέκταση της δανειακής σύμβασης με την Ελλάδα, στην βάση του αιτήματος που είχαμε καταθέσει με την επιστολή μας. Δηλαδή την επέκταση της δανειακής σύμβασης χωρίς την επέκταση των μνημονιακών δεσμεύσεων, του προγράμματος της λιτότητας δηλαδή, που μέχρι χθες τη συνόδευε αποκλειστικά».
Η δήλωση αυτή ήταν απλά ψευδής. Αυτό ο κ. Βαρουφάκης μας λέει ότι το ήξερε τουλάχιστον από τις 24/2.
Την επόμενη ημέρα σε ομιλία του στην Κ.Ε. του κόμματός του ο κ. Τσίπρας επανέλαβε ακριβώς τους ίδιους ισχυρισμούς:
«Είναι επίσης σαφές: Τα μνημόνια είναι παρελθόν. Και τυπικά, αφού διαχωρίστηκαν από τη δανειακή σύμβαση, δεν τη συνοδεύουν πια. Αλλά και ουσιαστικά, με την έννοια ότι τα παράλογα μέτρα της λιτότητας δε συνοδεύουν πια τη νέα συμφωνία μας».
Όλα αυτά, όπως αποδέχεται τώρα ο κ. Βαρουφάκης, δεν είχαν καμία μα καμία βάση στην πραγματικότητα. Για να χρησιμοποιήσω έναν τεχνικό νομικό όρο, ήταν απλά κουραφέξαλα.
Γι αυτό ο κ. Βαρουφάκης έγινε αντικείμενο της οξύτατης επίθεσης των συναδέλφων του στο Eurogroup της Ρίγας, που σήμανε και το τέλος της καριέρας του ως διαπραγματευτή.
Το άρθρο του κ. Βαρουφάκη δείχνει όμως και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Δείχνει ότι από τον Φεβρουάριο και μετά δεν έγινε διαπραγμάτευση για την βελτίωση των όρων της διάσωσης της Ελλάδας. Έγινε απλά μια τυφλή σύγκρουση με αιτήματα που δεν είχαν σχέση με την δανειακή συμφωνία. Η σύγκρουση ήταν για την συνολική φύση της Ευρωζώνης, που ο κ. Βαρουφάκης ήθελε – και συνεχίζει να θέλει – να αλλάξει.
Από την σύγκρουση αυτή οι κ. Βαρουφάκης και Τσίπρας σκόπευαν να βγουν πολιτικά νικητές, ελπίζοντας ότι η Γερμανία θα υποχωρήσει την τελευταία στιγμή, φοβούμενη την διάλυση της Ευρωζώνης. Ζαλισμένοι ίσως από την απρόσμενη κατάκτηση της εξουσίας στην Ελλάδα, έθεσαν στόχους τόσο φιλόδοξους, τόσο πλανητικής κλίμακας, που ξέχασαν να ασχοληθούν με την βελτίωση της κατάστασης της Ελλάδας.
Η βελτίωση του προγράμματος διάσωσης μέσα στο Ευρώ περνάει όμως μόνο από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Η βελτίωση των όρων της Ελλάδας θα έπρεπε να γίνει με την εφαρμογή του Κανονισμού της ΕΕ 473/2013 της 21ης Μαΐου 2013 «για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα».
Ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται τώρα στις χώρες με πρόγραμμα και ορίζει ότι κάθε νέα βοήθεια της Ελλάδας θα περνούσε από τις προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης – όπως και τελικά έγινε τον Ιούλιο. Ο Κανονισμός μάλιστα εισάγει ένα νέο σύστημα μετα-προγραμματικής εποπτείας για τα κράτη μέλη που εξέρχονται από προγράμματα προσαρμογής. Ο κανονισμός ορίζει ότι μέχρι να αποπληρώσουν τουλάχιστον το 75% της συνδρομής που έλαβαν, τα κράτη μέλη παραμένουν υπό ενισχυμένη εποπτεία.
Συνεπώς το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την Ελλάδα θα ήταν – αν υπήρχε πρώτα η βελτίωση των οικονομικών δεδομένων – η καθαρή έξοδος από το πρόγραμμα με την ενισχυμένη εποπτεία του Κανονισμού 473/2013. Η δεύτερη καλύτερη θα ήταν ένα νέο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, όπως π.χ. η προληπτική γραμμή στήριξης που είχε προκρίνει ο κ. Χαρδούβελης. Το ισχύον πλαίσιο δεν προβλέπει όμως τίποτε από αυτά που διεκδικούσε ο κ. Βαρουφάκης, π.χ. διαγραφή χρέους, δανεισμό από την ΕΚΤ, αποχώρηση της τρόικας και διακοπή της αξιολόγησης. Τα αιτήματά του δεν ήταν νομικώς δυνατά – ή τουλάχιστον απαιτούσαν ριζική αλλαγή των Συνθηκών.
Η περήφανη «διαπραγμάτευση» του Σύριζα ήταν λοιπόν κάλπικη. Οι επαφές με την ΕΕ δεν αφορούσαν την βελτίωση των όρων που αφορούσαν την Ελλάδα, αλλά την αλλαγή της Ευρωζώνης στο σύνολό της. Η φιλόδοξη αυτή αλλαγή όμως δεν ήταν κάτι αναγκαίο για να βελτιωθεί η κατάσταση της Ελλάδας. Υπήρχαν πολύ ευκολότεροι τρόποι για να γίνει αυτό μέσα από τον Κανονισμό 473/2013. Αφού όμως η διαπραγμάτευση για μια πιθανή συνολική αλλαγή τελείωσε στις 20/2 όταν η Ελλάδα δεσμεύτηκε όχι μόνο να τηρήσει το μνημόνιο αλλά και να αποπληρώσει τους δανειστές της στο ακέραιο, το μόνο που έμεινε ήταν η λεπτομερής εφαρμογή και προσαρμογή στις ισχύουσες οικονομικές συνθήκες.
Αυτό που στην πράξη ακολούθησε ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε προς την ελληνική κοινή γνώμη ότι κρατούσε όλα τα θέματα ανοικτά και ότι η ΕΕ είχε αρχίσει να υποχωρεί. Η οργανωμένη αυτή ψευδολογία είχε προφανώς δύο παράλληλους σκοπούς: πρώτον την αύξηση της δημοφιλίας της υποτίθεται ηρωικής κυβέρνησης και δεύτερον, την τελική σύγκρουση με την Ευρωζώνη με το πέρας της συμφωνίας στις 30 Ιουνίου. Η ελπίδα του κ. Τσίπρα ήταν ότι η Γερμανία θα υποχωρούσε την τελευταία στιγμή. Η ελπίδα αυτή, όπως ήταν φυσικό και προβλέψιμο από όλους όσους γνωρίζουν την Ευρωζώνη, διαψεύσθηκε.
Η τότε κυβέρνηση είπε έτσι ψέματα στους έλληνες αφού έκρυψε το τι συμφώνησε στις 20 Φεβρουαρίου. Ήταν όμως εξίσου διπρόσωπη και προς τους εταίρους. Τους ξεγέλασε παρατείνοντας πρώτα το Μνημόνιο με υποχωρήσεις που δεν ήθελε να σεβαστεί, και μετά εκβιάζοντας την ανατροπή όλου του πλαισίου με την απειλή της εξόδου. Γι αυτό η Ελλάδα απομονώθηκε, όχι γιατί διεκδίκησε τα δικαιώματά της.
Όπως είναι γνωστό, όλοι οι υπολογισμοί του κ. Τσίπρα αποδείχτηκαν λανθασμένοι. Η Γερμανία όχι μόνο δεν φοβήθηκε την έξοδο της Ελλάδας, αλλά την έβαλε η ίδια στο τραπέζι. Η αποτυχία του κ. Τσίπρα ήταν καθολική με τραγικές συνέπειες για την οικονομία και τη χώρα. Η αποτυχία αυτή όμως δεν αφορούσε κάποια διαπραγμάτευση. Από τις 20 Φεβρουαρίου και μετά διαπραγμάτευση δεν υπήρξε. Υπήρξε μόνο μια τυφλή σύγκρουση. Αυτό που απέτυχε δεν ήταν μια διαπραγμάτευση για την οικονομική επιτυχία της Ελλάδας μέσα στο ευρώ, αλλά η εξαπάτηση και ο εκβιασμός της Ευρωζώνης που σκοπό είχε κυρίως τον προσωπικό πολιτικό θρίαμβο των κ. Τσίπρα και Βαρουφάκη επί των θεωρούμενων ως ιδεολογικών «εχθρών» τους, δηλαδή των ηγετών της υπόλοιπης Ευρώπης.
Δημοσιεύτηκε στο http://news247.gr