Η «ηθικοποίηση» των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων

Αλέκος Κρητικός 04 Ιαν 2020


Ένα από τα μεγάλα ανοιχτά ζητήματα στη διαπραγμάτευση των δημοσιονομικών προοπτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο 2021-2027 είναι η πρόταση μείωσης ή πλήρους αναστολής των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων στα κράτη μέλη που δεν τηρούν τις αρχές του κράτους δικαίου. Η διάσταση των απόψεων είναι μεγάλη και θέτει γενικότερα ζητήματα γεωπολιτικής ισορροπίας μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θέτει όμως και ερωτήματα για το σύνολο της ΕΕ σε ό,τι αφορά την αιτία ύπαρξης και τον ρόλο της πολιτικής της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.

Το κράτος δικαίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης, η προστασία των οποίων αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου άρθρου της Συνθήκης της Λισαβόνας και συγκεκριμένα του άρθρου 7. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το Συμβούλιο μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2  και να αποφασίσει την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων του κράτους αυτού, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου στο Συμβούλιο.

Όμως, οι συσχετισμοί δυνάμεων κατά την εποχή της υιοθέτησης της Συνθήκης της Λισαβόνας και οι αντιδράσεις των χωρών που ήταν εν δυνάμει υποψήφιες να υποστούν τέτοιες συνέπειες οδήγησαν σε θέσπιση διαδικασιών και απαιτούμενων πλειοψηφιών που, πρακτικά, είναι απαγορευτικές για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων. Αυτό έχει ήδη φανεί στις δύο, μέχρι σήμερα, περιπτώσεις  ενεργοποίησης της διαδικασίας του άρθρου 7 της Συνθήκης: στην περίπτωση της Πολωνίας (τον Δεκέμβριο 2017, με τη διαδικασία να κινείται από την Επιτροπή), και της Ουγγαρίας (τον Σεπτέμβριο του 2018, με τη διαδικασία να κινείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), χωρίς όμως κανένα απτό  αποτέλεσμα, πέραν του πολιτικού συμβολισμού. Ανησυχίες όμως περί του σεβασμού του κράτους δικαίου έχουν εκφρασθεί και για άλλα ανατολικά κράτη της ΕΕ, χωρίς να υπάρξει συνέχεια.

Η αδυναμία αυτή οδήγησε την Επιτροπή να προσφύγει σε άλλες λύσεις και συγκεκριμένα στην πρόταση μείωσης ή πλήρους αναστολής των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεδομένου δε ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτήσεων αυτών στα  κράτη μέλη καταλαμβάνεται από τις χρηματοδοτήσεις των διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων, γίνεται σαφές ότι η πρόταση αφορά κατά κύριο λόγο τους πόρους της συνοχής, στην οποία ανατίθεται έτσι και ένας ρόλος «ηθικοπλαστικός» .

Η πρόταση αυτή εμπεριέχει την αντίληψη  ότι  η πολιτική της συνοχής είναι ένα «δώρο» των χρηματοδοτριών ισχυρών χωρών της ΕΕ προς  τις λιγότερο ανεπτυγμένες, που μπορεί ενίοτε να ζητείται να επιστραφεί. Η αντίληψη της  συνοχής ως «δώρου» είναι  αρκετά διαδεδομένη, αν όχι και εντέχνως καλλιεργημένη, στην κοινή γνώμη του πλούσιου ευρωπαϊκού βορρά, η οποία δεν θα έβλεπε με δυσαρέσκεια τους πόρους της να λειτουργούν και σωφρονιστικά αν όχι και τιμωρητικά, σύμφωνα άλλωστε και με τη Λουθηρανική παράδοση.

Είναι όμως περισσότερο από σαφές ότι η πολιτική συνοχής δεν είναι δώρο των «πλουσίων» προς  τους «φτωχούς» της ΕΕ αλλά συστατικό στοιχείο και προϋπόθεση της ύπαρξης και λειτουργίας της ΕΕ, όπως συστατικό στοιχείο της Ένωσης και προϋπόθεση λειτουργίας της είναι και η Ενιαία Αγορά. Για να επιβεβαιώσουμε δε ότι η αντίληψη περί «δώρου» είναι τουλάχιστον αφελής, αρκεί η ακόλουθη σύγκριση: αν οι πόροι της συνοχής ανέρχονται ετησίως σε 45-50 δισ. ευρώ , τα ετήσια οφέλη από την Ενιαία Αγορά για το σύνολο της ΕΕ εκτιμώνται σε 460 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά τις ισχυρές οικονομίες της Ένωσης (έκθεση Ιδρύματος.Bertelsmann, Μάϊος 2019).

Οι πόροι της συνοχής έχουν σύμφωνα με τη Συνθήκη συγκεκριμένη στόχευση που είναι η μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ και η αντιμετώπιση της αναπτυξιακής υστέρησης των πλέον μειονεκτικών μεταξύ αυτών. Σε δεκάδες εκθέσεων και αποφάσεων της ΕΕ υπογραμμίζεται ότι η Ενιαία Αγορά (όπως και η οικονομική και νομισματική ένωση) δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά όσο υπάρχουν οι ανισότητες αυτές. Επομένως, η προτεινόμενη περικοπή πόρων της συνοχής , δηλαδή η διακοπή της μείωσης των ανισοτήτων, δεν θα πλήττει μόνο τη χώρα ή τις χώρες που θα αφορά αλλά το σύνολο της Ένωσης. Θα έχει δηλαδή ένα χαρακτήρα αυτοτραυματισμού της.

Η Συνθήκη δεν έχει «ηθικοποιήσει» τους πόρους συνοχής και δεν τους έχει αναθέσει κανένα σωφρονιστικό ή τιμωρητικό ρόλο. Αν κάποιες χώρες παραβιάζουν τις αρχές του κράτους δικαίου, ας τολμήσουν οι υπόλοιπες να εφαρμόσουν το άρθρο 7 της Συνθήκης. Και αν οι διατάξεις του δεν είναι εφαρμόσιμες στην πράξη, ας τις αλλάξουν ή ας προβλέψουν άλλες, όπως για παράδειγμα την αύξηση της ετήσιας συνεισφοράς των «τιμωρούμενων» χωρών  στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Το ταμειακό αποτέλεσμα μπορεί να είναι το ίδιο για το κράτος μέλος που θα υποστεί τις συνέπειες αλλά δεν θα μειωθούν οι χρηματοδοτήσεις των αναγκαίων για τη συνοχή αναπτυξιακών παρεμβάσεων. Η αναμφισβήτητη ανάγκη προστασίας των αρχών του κράτους δικαίου δεν μπορεί να καλυφθεί με υπονόμευση ενός από τους κύριους πυλώνες λειτουργίας της ΕΕ.

Οι χώρες που επωφελούνται από τους πόρους συνοχής έχουν και ένα επί πλέον λόγο να μη δεχθούν την πρόταση της Επιτροπής, έστω και αν ορισμένες από αυτές δεν έχουν καμία πρόθεση αμφισβήτησης των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου. Αν επιτραπεί η αναστολή χρηματοδοτήσεων για τον συγκεκριμένο λόγο, θα έχει γίνει μια κακή αρχή. Ποιος εγγυάται ότι στο μέλλον δεν θα επισείεται το φόβητρο της περιστολής πόρων συνοχής και σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες μπορεί να διακυβεύονται για κάποιες χώρες ζωτικά για αυτές ζητήματα, ίσως και θέματα εθνικής κυριαρχίας, στα οποία δεν θα υπάρχει περιθώριο υποχώρησης;



Πηγή: liberal.gr