Πριν από δύο χρόνια, σε ένα ξενοδοχείο στην Παβία που είχε μεσοτοιχία με πολυκατοικία(!), ο Ιταλός γείτονας αποφάσισε να μας ξυπνήσει στις 7 το πρωί με τις κραυγές ενός πρωινού talk show στην τηλεόραση, κυριολεκτικά στη διαπασών, σε βαθμό που ήταν αδύνατο όχι να κοιμηθείς αλλά να σταθείς στο δωμάτιο. Παρά τα επίμονα χτυπήματα στον τοίχο, που ήταν σίγουρο ότι άκουγε, αδιαφορούσε πλήρως. Όταν, αγανακτισμένος πια, βγήκα έξω σε αναζήτηση της εισόδου του σπιτιού του και του χτύπησα το κουδούνι, το χαμήλωσε απότομα και αμέσως. Και φυσικά, θρασύδειλος ων, δεν διανοήθηκε καν να ανοίξει την πόρτα για να υπερασπιστεί τη συμπεριφορά του και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πράξης του, έστω με τη μορφή μιας επίπληξης.
Αυτή ακριβώς την αγένεια του ανέξοδου τσαμπουκά, χαρακτηριστική της ανωριμότητας που πολλές φορές διακρίνει τον «εξεγερμένο νότο», θυμίζει το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία. Μόνο που εδώ δεν υπάρχει θέμα αγένειας, αλλά ουσιαστικής ευθύνης για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, εντός και εκτός Ιταλίας. Μας αρέσει να φωνάζουμε, αντί να εμβαθύνουμε στη δουλειά για να βελτιώσουμε τα πράγματα, αλλά δεν θέλουμε να το περάσουμε «αβρόχοις ποσί», χωρίς να υποστούμε με ευθύτητα τις συνέπειες της κόντρας μας.
«Η Ιταλία αναγνωρίζει τον εαυτό της περισσότερο στο πρόσωπο ενός λαϊκιστή κλόουν και μιας ερωτομανούς μούμιας, παρά στην αριστερά και στον Μόντι. Ζοφερό. Ανησυχητικό», ήταν ένα από τα λίγα εύστοχα σχόλια που διάβασα στο Twitter, γραμμένο από τον Jean Quatremer, ανταποκριτή της «Liberation» στις Βρυξέλλες και γνώστη των ευρωπαϊκών θεμάτων. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν είναι όμως μόνο ένας γλοιώδης σεξιστής, με τη χαρακτηριστική ελαφρότητα του δήθεν «ανθρώπου της ζωής και του κόσμου», που διαστρέφει με κάθε ευκαιρία τον πραγματικό ερωτισμό, αλλά και ένας καταστροφικός κυβερνήτης που αναδείχθηκε με την υποστήριξη του μαύρου χρήματος της φασιστικής ακροδεξιάς και της μαφίας – και σε πείσμα όλων των ασυμβίβαστων μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας, αυγάτισε ακόμα περισσότερο την τεράστια περιουσία του στη διάρκεια της θητείας του και επιδίωξε την ώσμωση της εκτελεστικής εξουσίας με την τέταρτη, διατηρώντας τον έλεγχο σχεδόν όλων των τηλεοπτικών καναλιών της χώρας.
Αυτή ακριβώς η μπερλουσκονική τηλεόραση, που συνέβαλε τα μέγιστα στην έκπτωση αισθητικής και αξιών μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος και περιόρισε το πνευματικό κεφάλαιο και τον πλούτο μιας χώρας με τεράστια πολιτική παράδοση, ίσως είναι μία από τις παραμέτρους του προβλήματος. Και ίσως ευθύνεται και αυτή, όχι μόνο για την επάνοδο ενός πολιτικού ζόμπι που σύρεται από δικαστήριο για τα αμέτρητα σκάνδαλά του (κατηγορώντας τη δικαστική εξουσία για «μαφία»), αλλά και για την ωχαδερφιστική, απολιτική συμπεριφορά που ώθησε το 25% των Ιταλών να δώσουν την ψήφο τους σε έναν καραγκιόζη του καφενειακού λαϊκισμού, που με τη σάτιρά του δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να χαϊδέυει αυτιά, υποσχόμενος και αυτός επιστροφή στη λιρέτα και αύξηση των εισοδημάτων, με τον εύκολο ισχυρισμό ότι «οι έντιμοι θα διώξουν τους διεφθαρμένους πολιτικούς».
Μόνο που η απάντηση στις πολιτικές λιτότητας (και συμφέροντος) του ευρωπαϊκού Βορρά δεν δίνεται καταφεύγοντας σε ακροδεξιούς και ανυπόληπτους πολιτικούς σχηματισμούς. Και οι Ιταλοί, με το αποτέλεσμα αυτό, δεν θα επιφέρουν «πλήγμα στο Βερολίνο» αλλά πρωτίστως στους εαυτούς τους και πιθανότητα σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς που δοκιμάζονται από την ύφεση και την αστάθεια του ευρώ. Αντί και οι Ιταλοί (όπως και όλοι οι Ευρωπαίοι) να στείλουν στην ηγεσία προοδευτικούς πολιτικούς, που αν γίνουν όλο και περισσότεροι θα προωθήσουν πολιτικές που σταδιακά θα αμβλύνουν τις ανισότητες, προωθώντας ένα μετασχηματισμό στο παγκόσμιο χρηματοκοικονομικό σύστημα, έστω όπως έκαναν οι Γάλλοι στο πρόσωπο του Ολάντ, επέλεξαν την (ελπίζουν) ανέξοδη κόντρα του παιδιού που πεισμώνει. Και αντί να αναδείξουν άλλες δυνάμεις, αν ο Μπερσάνι και ο Μόντι (που σταθεροποίησε την Ιταλία σε μια κρίσιμη καμπή) δεν τους ικανοποιούν, επέλεξαν το χειρότερο. Λες και η παγκόσμια κυριαρχία των αγορών θα υποχωρήσει μακροπρόθεσμα στις απαιτήσεις ή στα κέρδη της, τρομοκρατημένη από τον Μπέπε Γκρίλο.
Η συμπεριφορά αυτή, όχι πρωτόγνωρη (να θυμίσουμε γειτονικές χώρες που ενίσχυσαν καφενειακό λαϊκισμό και φασιστική ακροδεξιά, ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε), παίρνει τώρα πολύ πιο επικίνδυνες διαστάσεις λόγω του μεγέθους και της παραγωγικής δύναμης της Ιταλίας. Αν η Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 2% της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ιταλία κατέχει το δυναμικό 17% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Και παραπέμπει στον τραυματισμένο από μαχαιριές ασθενή που καταφεύγει στο γιατρό (έστω τσαρλατάνο, έστω ανεπαρκή, έστω συμφεροντολόγο) και αντί να αναζητήσει τρόπους θεραπείας, καλεί το μαχαιροβγάλτη να μαχαιρώσει και τον ίδιο το γιατρό, ώστε να μη σωθεί με σιγουριά κανείς.
«Οι Ιταλοί κατάλαβαν τι κεντροαριστερά τους ετοίμαζε η Ευρώπη, το Βερολίνο, τα ΜΜΕ» διαβάζω τα βαθυστόχαστα σχόλια που σαρκάζουν ότι «οι Ιταλοί δεν υπάκουσαν στο προαποφασισμένο αποτέλεσμα των εκλογών». Κι επειδή «δεν έπρεπε να υπακούσουν», υπέγραψαν την ανάδειξη του χειρότερου δυνατού.
«Οι λαοί ακολουθούν το ένστικτό τους. Προτιμούν υποσχέσεις για λιγότερους φόρους και περισσότερες δουλειές, τόσο απλά», προσπαθεί να με πείσει ένας φίλος. Μόνο που οι «δουλειές» και η αύξηση των εισοδημάτων δεν έρχονται «τόσο απλά». Και η κριτική στις επιλογές (και η υπενθύμιση των ευθυνών) ενός λαού ουδόλως αντιβαίνει στη δημοκρατία, αντιθέτως επιβάλλεται. Οι λαοί δυστυχώς έχουν αποδείξει ιστορικά, με κορυφαίο παράδειγμα τους Γερμανούς που ανέδειξαν τον Χίτλερ, ότι μπορεί να ακολουθήσουν την πιο καταστροφική οδό που υπάρχει. Και για τους ίδιους και για τους γύρω τους…