Η Ιταλία είναι πηγή έμπνευσης για το χώρο της κεντροαριστεράς, με συχνές αναφορές στην παράδοση συμμαχικών κυβερνήσεων και τη συνύπαρξη κομμάτων της κεντροαριστεράς σε ενιαία μέτωπα, με τη διατήρηση της αυτονομίας των συστατικών τους μελών. Στη Ρώμη, αντί τάσεων, έχουν κόμματα. Μετά την πρόσφατη και υπό εξέλιξη πολιτική κρίση στην Ιταλία, πρέπει να αναστοχαστούμε τα μαθήματα της χώρας αυτής.
Πρώτον, η Ιταλία έφτασε τα όριά της όσον αφορά τη δυνατότητα διαμόρφωσης κυβερνητικών συνασπισμών, επειδή το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είχε διακριτή αφήγηση διακυβέρνησης. Ο απερχόμενος Πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος, Μπερσάνι, δεν σχημάτισε κυβερνητικό συνασπισμό με τον γραφικό Μπερλουσκόνι. Η επιλογή είχε «καεί», όχι μόνο από τις λοξές ματιές που αντάλλαξαν Σαρκοζί και Μέρκελ, πριν από δύο χρόνια, αλλά τελικά, από το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα. Τη δυνατότητα σχηματισμού υποσκέλισε ο ίδιος ο Μπερσάνι, που πολιτεύτηκε ως ένας «κανονικός Πρωθυπουργός» (a la Holland) απέναντι α) στον τεχνοκράτη Μόντι και β) στον διεφθαρμένο Μπερλουσκόνι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η «γραμμή» του Δημοκρατικού Κόμματος δεν ήταν σαφής: ούτε υπαινίχθηκε αντίσταση, κρατώντας αποστάσεις από τη «λαϊκιστική» γραμμή Μπερλουσκόνι περί επιστροφής στη λιρέτα, ούτε υιοθέτησε τη γραμμή μιας «υπεύθυνης πολιτικής μεταρρυθμίσεων» του Μόντι. Όμως, σε εποχές ακραίων διλημμάτων, είναι δύσκολο να χτίσει κανείς μια αφήγηση «μεσαίων δρόμων» που δεν υποτιμά τη νοημοσύνη των ψηφοφόρων. Αυτό που κατέρρευσε δεν ήταν ο Μπερσάνι, αλλά η αφήγηση της κεντροαριστεράς.
Δεύτερον, η ψήφος εμπιστοσύνης των αγορών προς τον Μόντι, δεν μεταφράστηκε σε ψήφο εμπιστοσύνης των πολιτών. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι όσο δεν υπάρχει κυβέρνηση, αυτή δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε νέα μέτρα από τις Βρυξέλλες. Και δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι ενώ για την Ευρωζώνη μια σταθερή κυβέρνηση στην Ιταλία είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, για το μέσο Ιταλό, έλλειψη σταθερότητας σημαίνει έλλειψη μέτρων. Υπό αυτό το πρίσμα, η ιταλική κοινή γνώμη δε φαίνεται να μοιράζεται την αγωνία του πολιτικού κόσμου για την «κυβερνησιμότητα» της Ιταλίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που γνωρίζουν οι Ιταλοί είναι ότι η χώρα τους ανήκει στον πυρήνα των πρώτων έξι κρατών της Συνθήκης της Ρώμης και κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί την αποβολή τους είτε από την Ευρωζώνη, είτε από την Ε.Ε.. Στο μεταξύ, η διοίκηση έχει την επάρκεια να διατηρεί την καθημερινότητα της χώρας σε κανονικούς ρυθμούς. Άρα, η έλλειψη κυβέρνησης είναι μια δημοκρατική επιλογή και όχι απαραίτητα ένα αδιέξοδο.
Τρίτον, ο Γκρίλο ασπάστηκε την αγγλοσαξονική παράδοση του «πόρτα-πόρτα», οργώνοντας την Ιταλία με ένα φορτηγάκι, ενώ παράλληλα επένδυσε στα κοινωνικά δίκτυα. Με άλλα λόγια, τόλμησε να απευθύνει το ερώτημα «ποιον εκπροσωπώ». Έως τώρα, το μεγάλο πλεονέκτημα του κινήματος των πέντε αστέρων είναι ότι έχτιζε ένα «βαθύ εκλογικό κοινό» στη βάση προσωπικών βιωμάτων, πέρα από μια γενική αναφορά σε «κοινωνικές αναφορές» στην εκκλησία, συγκεκριμένες περιφέρειες ή συνδικάτα. Όσο το Δημοκρατικό Κόμμα στήριζε την κυβέρνηση, διατηρώντας ασαφείς αποστάσεις, ο Γκρίλο μιλούσε για πολίτες με χαμηλότερο εισόδημα, αλλά πλουσιότερους σε δημόσια και κοινωνικά αγαθά. Όταν το εκλογικό αδιέξοδο ήταν πλέον προφανές, το Δημοκρατικό Κόμμα αδυνατούσε να πάρει αποφάσεις με σαφήνεια και στίγμα έναντι του Γκρίλο, αφού το μήνυμα του κόμματος – και κατά προέκταση η συνοχή του – ήταν βασισμένο σε μια «στρατηγική ασάφεια». Αντίθετα, παρόλο που ο Γκρίλο είχε διαρροές στην κοινοβουλευτική του ομάδα, έχει καταφέρει να παρουσιάσει την έλλειψη κυβερνητική προοπτικής – με απόγειο την ανικανότητα εκλογής Προέδρου – ως πλήγμα στο κομματικό σύστημα και, συνεπώς, προσωπική του δικαίωση.
Κάνοντας ορισμένες προβολές στην Ελλάδα, τα συμπεράσματα μπορεί να μην είναι δόκιμα «ως έμπνευση», αλλά είναι χρήσιμα. Πρώτον, στην Ελλάδα, όπως και στην Ιταλία, ο χρόνος δουλεύει υπέρ των αντισυστημικών κομμάτων. Πράγματι, η Αθήνα κινείται προς τη Ρώμη, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να νιώθουμε «εμπνευσμένοι». Τα κόμματα που έχουν αποδεχτεί την ανάγκη παραμονής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, δεν έχουν κάνει το λάθος να κάψουν τις γέφυρες συνεργασίας μεταξύ τους. Η σημερινή κυβέρνηση αποτελεί ρήξη για τις πολιτικές μας παραδόσεις. Από τη μια πλευρά, εκεί που κυριαρχούσε το κόμμα, η ψήφος των βουλευτών σήμερα δεν θεωρείται δεδομένη. Από την άλλη πλευρά, εκεί που κυριαρχούσε ο Πρωθυπουργός, η σύμπνοια των Υπουργών δεν θεωρείται δεδομένη. Οι διαιρέσεις αυτές δεν είναι απότοκο προσωπικών στρατηγικών, αλλά της θεμιτής ανάγκης των κομμάτων να διατηρήσουν ένα διακριτό πολιτικό στίγμα.
Πριν βιαστούμε να χαρούμε για τον εαυτό μας, πρέπει να επισημάνουμε ότι η ποιότητα των ρήξεων διαφέρει. Για παράδειγμα, έχουμε τη ρήξη για το νόμο περί ιθαγένειας των μεταναστών, που είναι θέμα αρχής, αλλά και την περίπτωση Κικίλια, όπου η ΝΔ μοιράζει λάσπη δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να κρατήσει το προνόμιο λίγων ακόμα διευθυντικών θέσεων. Πράγματι, ποτέ η Ελλάδα δεν ήταν τόσο Ιταλική. Όμως, το αποτέλεσμα είναι ότι η κυβερνητική συνοχή εξαρτάται από την υπόθεση εργασίας ότι «η συνταγή», αργά ή γρήγορα, θα αποδώσει. Εάν όχι, οι βουλευτές θα γυρίσουν στο σπίτι τους, η εκλογική απήχηση των κομμάτων στην εξουσία (και όχι πλέον εξουσίας) θα καταρρεύσει και ανοίγει ο δρόμος για αντισυστημικά κόμματα. Αντίθετα, στην Ιταλία τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: Εάν δοκιμαστεί η ελληνική συνταγή, η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει. Πολύ απλά, δεν υπάρχουν χρήματα για μια διάσωση a la Greca. Εάν οδηγηθούμε σε προληπτικό κούρεμα, κινδυνεύει όλο το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης. Και με αυτήν την παραδοχή, ο χρόνος δουλεύει υπέρ των αντισυστημικών κομμάτων.
Δεύτερον, η τεχνοκρατική εξουσία ως φύλο συκής ενός πολιτικού συστήματος, κατέρρευσε και στις δύο χώρες: Δεν μπορεί κανείς πλέον να επιζητά λύσεις τακτικής σε στρατηγικά ερωτήματα. Στη χώρα μας, που δεν έχει τις διοικητικές σταθερές Βελγίου και Ιταλίας, υπήρχε σαφές ζήτημα με το ποιος κάθεται στο τραπέζι για να εξασφαλίσει την επόμενη δόση, αφού προηγουμένως έχει λάβει τα (εξ)αναγκαστικά μέτρα. Η κυβέρνηση Παπαδήμου, ως «συμβολικός κλώνος» της κυβέρνησης Μόντι, επέτρεπε στο κομματικό σύστημα να συντηρεί το μύθο του καλού και κακού διαπραγματευτή, με κάθε κόμμα να διατηρεί τις αποστάσεις του. Βέβαια, εάν η Ρώμη πέσει, το Βερολίνο πρέπει άμεσα να πάρει αποφάσεις. Αντίθετα, όταν απειλούσαν την κυβέρνηση Αναστασιάδη ότι οι τράπεζες θα άνοιγαν στην Κύπρο χωρίς στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στη Λευκωσία έπρεπε να τους πιστέψουν. Αντίθετα λοιπόν με την Ελλάδα και την Κύπρο, στην Ιταλία δεν υπάρχει «ισοδύναμη μυθολογία»: Η Ρώμη θα κρίνει το μέλλον της Ευρώπης, θέτοντας ένα ερώτημα που οι Βρυξέλλες δεν μπορούν ν’ αποφύγουν. Αντίθετα, στην Ελλάδα κερδίζουμε χρόνο, δίνοντας χρόνο στις Βρυξέλλες, με την ελπίδα ότι από εκεί θα έρθει μια βιώσιμη εθνικά αφήγηση.
Τρίτον, στην Ελλάδα πρέπει να δούμε πώς πολιτεύονται τα λεγόμενα αντισυστημικά κόμματα. Από τη μια έχουμε τη Χρυσή Αυγή, η οποία είναι αντι-πολιτική και αντι-κοινοβουλευτική, με όλα τα στοιχεία του ιταλικού φασισμού, που απευθύνεται σε μια εξαθλιωμένη μικροαστική τάξη που θέλει αποφασιστικότητα, καθαρά λόγια και πράξεις. Στην Ιταλία, αυτή η αφήγηση είναι ήδη «αφομοιωμένη» από την δεξιά του Μπερλουσκόνι, του τελικά διεφθαρμένου Μπόσι και των μετα-φασιστών του Φίνι. Η δύναμη της βίας είναι η ψευδαίσθηση ότι όλα τα προβλήματα έχουν, τελικά, απλές λύσεις. Φυσικά, αυτή είναι μόνο μια ψευδαίσθηση. Αλλά αυτό που κατάφερε η ακροδεξιά στην Ιταλία, όπως και στην Ελλάδα, είναι να μετατοπίσει την κεντρώα ρητορική προς τα άκρα, με αποτέλεσμα μια ΛΑΟκρατούμενη ΝΔ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Όμως, αντίθετα με την Ιταλία, ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίζει να κληρονομήσει τις κοινωνικές αναφορές του ΠΑΣΟΚ, αντί να δημιουργήσει μια βαθιά και βιωματική εκλογική βάση, αφήνοντας πεδίο δόξης λαμπρό στην ακροδεξιά.
Το συμπέρασμα είναι επίσης κοινό. Εάν δεν υπάρχουν απλές λύσεις, τότε πρέπει κανείς να μιλήσει για ριζοσπαστικές αφηγήσεις εντός δημοκρατικών πλαισίων. Εδώ, το «πώς» και «ποιος» θα είναι ο φορέας μιας ποιοτικά διαφορετικής αφήγησης στην Ελλάδα και την Ιταλία, είναι ένα ερώτημα χωρίς ξεκάθαρη απάντηση. Από τη μια πλευρά, έχουμε τη σύγκρουση εντός του ΣΥΡΙΖΑ, που διατηρεί την οργανωτική μορφή ενός κόμματος 5% με ακροατήριο 30%. Εκεί, κάπου μεταξύ τυχαίας «αναστολής» και βέβαιης «ακύρωσης» του μνημονίου, μένει ακόμα να δημιουργηθεί μια βιώσιμη και συνεκτική αφήγηση, ένα ζητούμενο και για τον ιδεολογικά ρηχό, αλλά πολιτικά ρηξικέλευθο Γκρίλο. Από την άλλη, έχουμε μια κεντροαριστερά που ελπίζει να κερδίσει χρόνο έως τη στιγμή που μια συνολικά ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση θα δώσει «μια κάποια λύση».
Το στρατηγικό ερώτημα είναι το εξής: Είτε οι κρίσεις είναι ένα άθροισμα εθνικών κρίσεων με ένα άθροισμα εθνικών απαντήσεων, είτε έχουμε μια ευρωπαϊκή κρίση που απαιτεί μια ευρωπαϊκή απάντηση. Με άλλα λόγια, είτε πιστεύουμε ότι το μέλλον του ελληνικού ζητήματος θα επιλυθεί μ’ ένα κούρεμα μετά τις γερμανικές εκλογές, είτε κάνουμε σαφείς κινήσεις για τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου διαπραγμάτευσης, που δεν θα αφορά πλέον το μέλλον κάθε χώρας ξεχωριστά, αλλά της Ευρώπης γενικότερα. Στην Ιταλία, η μόνη ρεαλιστική αφήγηση είναι η δεύτερη επιλογή. Στην Ελλάδα, η συζήτηση περί συμμαχίας, εφικτή. Τα υπόλοιπα ερωτήματα θέτουν προκλήσεις τακτικής: Εάν μάθαμε κάτι από την Ιταλία, είναι να μη μπερδεύουμε τη στρατηγική με την τακτική.