Η ιστορία του ασφαλιστικού είναι η ιστορία αυτής της χώρας

Φώτης Γεωργελές 06 Φεβ 2016

Aυτά τα χρόνια, χρησιμοποιούσα συχνά το παράδειγμα του ασφαλιστικού. Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί εδώ, με τρία απλά νούμερα, μπορεί και ένας μαθητής γυμνασίου να καταλάβει τι κάναμε ως κοινωνία τις δύο τελευταίες δεκαετίες και αυτοκτονήσαμε. Η συνολική δαπάνη για τις συντάξεις το 2000 ήταν 14,4 δις. Το 2009 είχε φτάσει τα 32,7 δις. Η κρατική επιδότηση στα ταμεία το 2000 ήταν 7,4 δις, το 2009 είχε φτάσει στα 23 δις. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, 1 εκατομμύριο άνθρωποι προστέθηκαν στους συνταξιούχους. Η Ελλάδα μετατράπηκε σε μια χώρα συνταξιούχων και δημοσίων υπαλλήλων. Το κόστος του κράτους συνεχώς διογκωνόταν, το βάρος στον ιδιωτικό τομέα συνεχώς μεγάλωνε.

Τα δύο τρίτα του χρέους αυτή τη δεκαετία οφείλονται στο συνταξιοδοτικό. Κι όμως, υπήρχαν άνθρωποι που έκαναν Επιτροπές Χρέους, ισχυρίζονταν ότι «κάποιοι», αυτοί οι ανάλγητοι Ευρωπαίοι, αποφάσισαν να μας «φτωχοποιήσουν», έκαναν την «επιλογή» της λιτότητας, για την Ελλάδα. Έτσι, ως παράδειγμα προς τους υπόλοιπους λαούς, για να τιμωρήσουν το αδούλωτο πνεύμα που παράγει εξεγέρσεις και «φοβίζει τους ισχυρούς της γης». Σας παρακαλώ, μη γελάτε τώρα, 5 χρόνια μια ολόκληρη χώρα αυτά έλεγε.

Ο δεύτερος λόγος είναι πιο προσωπικός. Όταν μιλάς για μεταρρυθμίσεις, πρέπει πρώτα να μιλάς για τον εαυτό σου, για τα δικά σου προνόμια. Ως γενιά και ως επάγγελμα, ανήκω στους προνομιούχους αυτής της υπόθεσης. Αν με ρώταγες και μένα το 2000 θα σου ’λεγα ότι γύρω στα 55 θα βγω στη σύνταξη με περίπου 2.500-3.000 ευρώ. Η δικιά μου η γενιά που μεγάλωσε στη μεταπολίτευση, τα κανόνισε καλά, να βγει στη σύνταξη νωρίτερα από τους πατεράδες της και νωρίτερα από τα παιδιά της. Και νωρίτερα και με λιγότερα χρόνια εργασίας και με μεγαλύτερη σύνταξη. Μέχρι το 2009, το ποσοστό αναπλήρωσης στα καθαρά ήταν πάνω από το 100%. Σε όλη τη Δύση η μεταπολεμική γενιά των babyboomers, η πιο προνομιούχα γενιά της ιστορίας, θεωρείται βαμπίρ γενιά, αλλά στην Ελλάδα ξεπεράσαμε κάθε όριο, η διαγενεακή αλληλεγγύη μετατράπηκε σε στεγνή ιδιοτέλεια. Λες και δεν υπάρχει αύριο.

Ακόμα και όταν ξέσπασε η κρίση τίποτα δεν άλλαξε, αντίθετα, η ίδια πρακτική επιταχύνθηκε. Το δημόσιο άδειαζε με τη μεταφορά απλώς της δαπάνης από τον κωδικό μισθοδοσίας στον κωδικό σύνταξης. Πλασματικά χρόνια, ευνοϊκές ρυθμίσεις, έβγαζαν γρήγορα-γρήγορα τη «γενιά του πολυτεχνείου» στη σύνταξη με τους ευνοϊκούς όρους του παρελθόντος και όλες οι αλλαγές άρχιζαν από τους νεότερους. Οι οποίοι θα δούλευαν περισσότερο, θα πλήρωναν περισσότερες εισφορές, θα έπαιρναν μικρότερους μισθούς και λιγότερες συντάξεις. Για στάσου, όμως, μια στιγμή. Αν έτσι πρέπει να γίνει, όπως θα γίνεται από δω και πέρα, γιατί να μην ισχύει και για τους προηγούμενους; Κι αν, αντίθετα, ό,τι ήταν καλό για μας ήταν και το σωστό, γιατί δεν δίνουμε αγώνα να ισχύσει για πάντα; Γιατί όλοι συζητούσαμε τόσα χρόνια για τους συνταξιούχους και αυτούς που βγαίνουν στη σύνταξη άμεσα και πέρναγαν αδιάφορα τα μέτρα του μέλλοντος; Γιατί οι αυριανοί συνταξιούχοι δεν ξέρουν καν ότι είναι οι ριγμένοι της ιστορίας, γιατί τα παιδιά δεν έχουν ειδικό βάρος στο πελατειακό κράτος. Κάναμε μια εφεύρεση, την περίφημη φράση «δεν μπορεί να ανατραπεί ο προγραμματισμός μιας ζωής», και στείλαμε το λογαριασμό στους επόμενους. Γιατί εμείς έτσι «είχαμε προγραμματίσει μια ζωή», ότι με 25ετία, στα 48 μητέρες ανήλικου τέκνου, στα 55 δημόσιοι υπάλληλοι, ΔΕΚΟ, δημοσιογράφοι και άλλα ευγενή ταμεία, θα μας αναλάμβανε το κράτος. Οι πατεράδες μας δούλευαν ως τα 70, τα παιδιά μας ως τα 67, αλλά εμείς είχαμε «προγραμματίσει» αλλιώς. Όχι όλοι φυσικά, δίπλα στην ιδιοτέλεια της μιας γενιάς απέναντι στην επόμενη, υπήρχαν και οι διακρίσεις και τα προνόμια του πελατειακού κράτους. Όχι όλοι αλλά πολλοί.

Σε όλο τον κόσμο, από τη δεκαετία του ’90, τα ασφαλιστικά συστήματα συνεχώς μεταρρυθμίζονταν υπό το βάρος του δημογραφικού. Εδώ, ενώ ξέραμε το πρόβλημα τουλάχιστον 20 χρόνια πριν, κάναμε συνεχώς καθυστερήσεις στέλνοντας το λογαριασμό στους επόμενους. Οι οποίοι, σ’ αυτή την πολιτικά και οικονομικά αναλφάβητη χώρα, δεν καταλάβαιναν καν ότι το κέρδος του ενός είναι η χασούρα του άλλου. Ότι το 1 εκατομμύριο άνεργοι του ιδιωτικού τομέα δεν είναι άσχετο με την προσθήκη ενός εκατομμυρίου συνταξιούχων. Καινοφανείς θεωρίες αναπτύχθηκαν, ότι οι υπερβολικές και πρόωρες συνταξιοδοτήσεις ευνοούν τους νέους γιατί οι γονείς και οι παππούδες συντηρούν τα άνεργα παιδιά τους. Δηλαδή, τους στερούμε τις θέσεις εργασίας κατεδαφίζοντας τον ιδιωτικό τομέα, αλλά μετά τους δίνουμε χαρτζιλίκι.

Σ’ αυτό τον πόλεμο όμως οι ηττημένοι ήταν οι νέοι. Μπορεί οι ίδιοι να μην το ξέρουν, όσοι όμως συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει. Όσοι αυτά τα χρόνια αναδείκνυαν τον παραλογισμό του συστήματος και υποστήριζαν τα συμφέροντα των νέων, κατηγορήθηκαν ως «νεοφιλελεύθεροι». Ενώ όσοι δεν ήθελαν να χάσουν το παραμικρό, δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτα, ήταν «ηρωικοί αγωνιστές». Έπρεπε να πληρώσει κάποιος άλλος. Κι επειδή είναι δύσκολο να ομολογήσεις ότι θέλεις να πληρώσουν οι νέοι, οι ασθενέστεροι, λες να πληρώσει ο Σόιμπλε. Πολύ ηρωικό. Μέχρι που φτάνει η ώρα της αποκάλυψης. Τώρα ποιος θα πληρώσει; Όταν ο πρωθυπουργός λέει να αυξηθούν οι εισφορές για να μην κοπούν οι συντάξεις, δεν είναι ένας καλός άνθρωπος που αγωνιά για τη «συνταξούλα της γιαγιάκας». Κάνει μια επιλογή. Το λογαριασμό ποιος θα τον πληρώσει, ο κόσμος της εργασίας ή οι συνταξιούχοι; Ποιο είναι το πιο σωστό, το πιο προοδευτικό, το πιο δίκαιο, το πιο ωφέλιμο για την οικονομία, ποιοι έχουν πληρώσει περισσότερο μέχρι τώρα την κρίση; Κάνει τη λάθος επιλογή γιατί σκέφτεται τη συμπαγή πελατεία του, τους εξαρτημένους από το ταμείο του δημοσίου.

Οι κινητοποιήσεις των τελευταίων ημερών είναι διαφορετικές από τα προηγούμενα χρόνια, είναι οι πρώτες απ’ τη μεριά της εργασίας. Δεν το λέει κανείς, γιατί είναι τρομακτικό, αλλά θα έφτανε η ώρα κάποτε. Δεν διαδηλώνουν πια για να βγαίνουν πρόωρα στη σύνταξη όπως παλιά, ούτε για να μην περικοπούν οι συντάξεις. Αυτό που λένε, άμα προσέξετε, είναι, εμείς δεν πληρώνουμε άλλο. Ούτε φόρους, ούτε εισφορές. Σκασίλα μας και για τη σύνταξή μας, έτσι κι αλλιώς όταν φτάσει η δικιά μας η ώρα ούτε ταμεία δεν θα υπάρχουν καλά-καλά. Τώρα δεν πληρώνουμε άλλο τις δικές σας συντάξεις, κράτος κόψε το λαιμό σου. Μετά τη γενιά των «βαμπίρ», έφτασε η ώρα των «κανίβαλων». Η κυβέρνηση δεν κάνει καμία μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό, δεν λύνει το πρόβλημα, η πολιτική της το έχει επιβαρύνει. Προσπαθώντας να αποφύγει τις μειώσεις των συντάξεων, να τις αναβάλει για το 2018, αυξάνει τις εισφορές, τα βάρη δηλαδή στην εργασία. Σε λίγο όμως δεν θα υπάρχει ιδιωτικός τομέας να φορολογηθεί, να πληρώσει εισφορές. Αδιέξοδο.

Η ιστορία του ασφαλιστικού είναι η ιστορία αυτής της χώρας στην εποχή της κρίσης. Αγώνες οπισθοφυλακής για να διατηρηθεί ένα σύστημα χρεοκοπημένο, το ξέρουν όλοι. Κοινωνική ιδιοτέλεια βαφτισμένη «αγώνες εναντίον της Μέρκελ». Όσοι έλεγαν δυο αλήθειες εξοστρακίστηκαν γιατί δεν είχαν νέα ευχάριστα να πουν, καλύτερα να μη μας πουν κανένα. Τώρα έχει φτάσει η ώρα του αντιμνημονιακού αδιεξόδου. Και αυξήσεις εισφορών και μειώσεις συντάξεων θα γίνουν. Δεν λυπάμαι κανέναν.