Όσοι έχουν παρακολουθήσει χωρίς τις κομματικές παραμορφωτικές παρωπίδες την εξέλιξη των πραγμάτων στην χώρα μας τα τελευταία πολλά χρόνια δεν έχουν αμφιβολίες για όσα μας συνέβησαν από το 2009 και εντεύθεν. Αλλά επειδή οι περισσότεροι έχουν ασθενή ή επιλεκτική μνήμη καλό είναι να τα βάλουμε σε μια σειρά.
Μετά την περιπέτεια του 1989 η χώρα μπήκε κουτσά στραβά σε διαδικασία εξευρωπαϊσμού.
Τα κόμματα υιοθέτησαν την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας.Ο Μητσοτάκης επιχείρησε άγαρμπα να επιβάλει τις πολιτικές σύγκλισης προς την Ευρώπη, συγκρούσθηκε με τα συνδικάτα, προκάλεσε την κοινωνία και στο τέλος πνιγμένος στα σκάνδαλα έπεσε από τους «μακεδονομάχους» του Αντώνη Σαμαρά.
Η προσπάθεια του Μητσοτάκη απέτυχε και έφερε ξανά στην εξουσία τον ασθενή Ανδρέα Παπανδρέου. Το φθινόπωρο του 1993 ο γηραιός Παπανδρέου ερχόμενος στην εξουσία πήρε μέτρα, ανήγαγε το δημόσιο χρέος σε εφιάλτη και διαμόρφωσε κουλτούρα δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Όμως γηραιός όπως ήταν και με τον κύκλο της ισχυρής τότε Δήμητρας να παρεμβαίνει γρήγορα επήλθε η απαξίωση και η προσπάθεια ανεκόπη με την μακρά παραμονή του στο Ωνάσειο.
Ο Σημίτης στη συνέχεια επέμεινε αρχικώς στις πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι οποίες όμως ούτε τότε εδραιώθηκαν. Ιδιαιτέρως μετά το 1998 όταν η δραχμή εισήλθε στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και έπεσαν το επιτόκια και επικράτησε ευφορία των καρπών της γης, χαλάρωσε η δημοσιονομική πολιτική. Και όσο η ανάπτυξη ήταν ισχυρή κανείς δεν έδινε σημασία και δεν νοιαζόταν για τη διαμόρφωση σταθερών δημοσιονομικών πεδίων.
Η ίδια η ένταξη στην ΟΝΕ δεν έγινε με τη δέουσα αυστηρότητα, καθώς όλη η Ευρώπη άμβλυνε τους όρους της συνθήκης του Μάαστριχτ. Προείχε τότε η δημιουργία της ευρωζώνης και η κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος και έτσι η εφαρμογή των κριτηρίων ήταν χαλαρή και η λογιστική απoτύπωση των δημοσιονομικών στοιχείων άφηνε περιθώρια τακτοποίησης. Αργότερα με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ επιχειρήθηκε μια κάποια προσπάθεια,αλλά η νίκη του Σημίτη το 2000 με βραχεία κεφαλή περιέπλεξε την κατάσταση.
Όταν επιχείρησε να φέρει στη Βουλή το ασφαλιστικό νομοσχέδιο βρήκε απέναντί του τοίχο και έκτοτε τελούσε υπό διαρκή αμφισβήτηση, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να κάνει όσα πιθανώς ήθελε και επιδίωκε.
Μετά το 2002 και όταν μπήκαμε στη δίνη της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων χάθηκε η μπάλα. Η διαφθορά εγκαταστάθηκε κανονικά στη χώρα, η πειθαρχία χάθηκε, οι Τράπεζες ξεσάλωσαν με τα φθηνά επιτόκια και ο κόσμος στράφηκε στον Καραμανλή, τον οποίο πίστεψε ότι θα φέρει την αλλαγή και την επανίδρυση του κράτους.
Ερχόμενος στην εξουσία δεν έκαμε τίποτε απ’ όσα υποστήριζε στην αντιπολίτευση. Τα δημοσιονομικά δεν τα ήλεγξε, τις μεταρρυθμίσεις τις διακήρυξε αλλά δεν τις προώθησε και τη διαφθορά δεν τη τιθάσευσε. Αντιθέτως τα αρπακτικά αυξήθηκαν, οι μίζες πολλαπλασιάσθηκαν και το κράτος αποδιαρθρώθηκε. Το 2009 παρέδωσε μια οικονομία λεηλατημένη και ένα κράτος κλεπτοκρατικό, που μόνο δαπάνες παρήγαγε.
Ο διάδοχός του Γιώργος Παπανδρέου έπεσε στα βαθιά χωρίς επεξεργασίες, χωρίς κατανόηση του προβλήματος και της κατάστασης, απόλυτα δεσμευμένος από εκείνο το ανεκδιήγητο «λεφτά υπάρχουν». Άρχισε με εκείνα τα ηρωικά περί ενίσχυσης των εισοδηματικά ασθενέστερων και εκεί που όλοι περίμεναν μέτρα και δημοσιονομική πειθαρχία αυτός άλλα μετέδιδε, ερεθίζοντας και σχεδόν προκαλώντας το σύστημα των αγορών.
Μέχρι να καταλάβει τι του συνέβαινε φθάσαμε στα πρόθυρα της πτώχευσης. Κάπως έτσι τον Μάιο του 2010, μπρος στο πρωτοφανές αδιέξοδο έφερε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την τρόικα. Αλλά και στη συνέχεια τόσο αυτός, όσο και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα, δεν κατανόησαν ότι το προηγούμενο μοντέλο είχε τελειώσει και η χώρα χρειαζόταν γενική ανασυγκρότηση.
Χάθηκε έτσι πολύτιμος χρόνος και από τρίμηνο σε τρίμηνο η χώρα βυθιζόταν σε θολά νερά. Μέχρι που αντιμετώπισε ευθέως την απειλή εξόδου από την ευρωζώνη.Και μόνο τότε ελήφθησαν αποφάσεις. Με τη διαφορά ότι η καθυστέρηση και η αναμονή επέβαλαν λύσεις βίαιης προσαρμογής, που έλαβε διαστάσεις τυφώνα.
Εδώ είμαστε τώρα. Και αυτό καλούμαστε να αποφασίσουμε. Αν δηλαδή θα επιμείνουμε με συνέπεια στο πρόγραμμα αλλαγής της οικονομίας και θα ανακατασκευάσουμε τη χώρα. Αυτό είναι και το δίλημμα των προσεχών εκλογών. Και για να είμαστε καθαροί, είναι το ίδιο δίλημμα που μας καταδιώκει διαρκώς, από το 1990 και εντεύθεν.