Κατά καιρούς ακούμε κάποια πολιτικά πρόσωπα, όπως είναι ο Γλέζος και ο Θεοδωράκης να προσπαθούν να επιβάλλουν αναλογίες στη σημερινή πολιτική και οικονομική κρίση της χώρας με βάση την ελληνική αντίσταση κατά των ναζιστών και τον εμφύλιο πόλεμο. Στις δηλώσεις τους, ο ιστορικός χρόνος σταματά στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και η Μέρκελ αντιμετωπίζεται ως ευθεία συνέχεια του χιτλερικού καθεστώτος. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τα παράλογα και ανορθολογικά στοιχεία που διέπουν τέτοιου είδους αναγωγές. Το ζήτημα δεν αφορά τα συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, αλλά τη μαζική απήχηση μιας τέτοιας αντίληψης του τι είναι και σε τι χρησιμεύει το ιστορικό υλικό.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως η Ιστορία αποτελεί ένα εργαλείο διδαχής, το οποίο οφείλει κανείς να γνωρίζει για να μη επαναλαμβάνει τα λάθη του. Σ’ αυτή την αντίληψη, η ιστορία αποτελεί πολιτικό εργαλείο και όχι επιστήμη. Δυστυχώς, αυτή η αντίληψη είναι ευρέως διαδεδομένη όχι μόνο στους οπαδούς των πάσης φύσης ολοκληρωτισμών, αλλά και σ’ επιστήμονες που εκ πρώτης όψεως όφειλαν να πρεσβεύουν το αντίθετο. Όσο όμως η αντίληψη για την ιστορία ως δίδαγμα και όχι ως αποκρυστάλλωση των πυκνών εξελίξεων σε συγκεκριμένες περιόδους, παραμένει στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας, αποτελεί ένα μεγάλο, αλλά όχι ανυπέρβλητο ζήτημα.
Από τη στιγμή όμως που αυτή η αντίληψη γίνεται πολιτικό εργαλείο στα χέρια κομμάτων, πολιτικών ιδεολογιών και πολιτικών προσώπων, τότε μετατρέπεται σ’ εργαλείο συντήρησης και απολίθωσης των κοινωνικών σχέσεων. Όταν η ιστορία μεταμορφώνεται σε μύθο που ακινητοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις σε μια συγκεκριμένη περίοδο, όταν λειτουργεί ως ευχάριστο παραμύθι που όχι μόνο αφηγείται το παρελθόν μιας φυλής, ενός έθνους, μιας τάξης, μιας ιδεολογίας, αλλά και ταυτοχρόνως παγώνει τον ιστορικό χρόνο, τότε αυτή γίνεται επικίνδυνο εργαλείο στα χέρια ολοκληρωτικών αντιλήψεων. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ιστορία, αντί να οδηγεί σε μια ουσιαστική κριτική αποτίμηση των αποσιωπήσεων και των παραχαράξεων του ιστορικού παρελθόντος, δημιουργεί ένα αλλοτριωμένο παρόν, το οποίο ζει στο παρελθόν. Δημιουργείται έτσι ένα διαρκές παρελθόν παρών, όπου καμία δυνατότητα δεν δίνεται στο υποκείμενο να αλλάξει οτιδήποτε. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ιστορία είναι δομή, αντικείμενο και συμπύκνωση προγονικών σχέσεων, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι υποκείμενο και συμπύκνωση σχέσεων μεταξύ ατόμων και κοινωνικών τάξεων. Η ιστορία εδώ γίνεται το κλουβί της προόδου.
Ο Μαρξ έγραφε στην 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, «η παράδοση των νεκρών γενεών βαρύνει πολύ στον νου των ζωντανών, ακόμα και όταν μοιάζουν να καταγίνονται με τον μετασχηματισμό του εαυτού τους και των πραγμάτων, με τη δημιουργία κάποιου εντελώς νέου πράγματος. Ακριβώς σ’ αυτές τις εποχές επαναστατικής κρίσης επικαλούνται με δέος τα πνεύματα του παρελθόντος, των οποίων δανείζονται τα ονόματα, τα συνθήματα, τα κουστούμια για να εμφανιστούν στη νέα σκηνή της ιστορίας με αυτή τη αξιοσέβαστη μεταμφίεση και αυτή τη δανεισμένη γλώσσα». Όταν λοιπόν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η ιστορία επαναλαμβάνεται, μόνο που επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Τότε η ιστορία δεν προχωρά, ούτε καν αφηγείται, μόνο «διδάσκει». Η ιστορία γίνεται ένα τεράστιο παγόβουνο πάνω στο οποίο συντρίβονται ιδέες, πρόσωπα, αλλά και ολόκληρα έθνη. Συντρίβονται εκείνα τα έθνη που διεκδικούν μια θέση στην ιστορία όχι με βάση την προσφορά τους στο παρόν, αλλά με βάση το όποιο βάρος του ιστορικού τους παρελθόντος. Έτσι όμως η ακινησία της ιστορίας, γίνεται ακινησία της ίδιας της κοινωνίας. Ακίνητες κοινωνίες όμως, είναι οι νεκρές κοινωνίες.
Όσοι αντιμάχονται την πολιτική της σημερινής Γερμανίας, ταυτίζοντάς την με τη ναζιστική Γερμανία, κάνουν δύο τεράστια λάθη. Πρώτο, ενοχοποιούν στο διηνεκές ένα λαό, τον γερμανικό, και με αυτόν τον τρόπο αθωώνουν μια ιδεολογία, τον ναζισμό. Τελικά συναινούν σ’ αυτό που είπε ο Μιχαλολιάκος, «τα εγκλήματα τα έκαναν οι Γερμανοί και όχι οι ναζιστές». Η αντίληψη Γλέζου-Θεοδωράκη (η πηγή του κακού είναι οι Εβραίοι) είναι η άλλη (σίγουρα ακούσια) πλευρά του χρυσαυγίτικου νομίσματος. Το δεύτερο και επίσης μεγάλο λάθος που κάνουν, είναι πως φυλακίζουν το παρόν στα ιδεολογήματα του παρελθόντος. Με αυτόν τον τρόπο, το μόνο μέλλον που οραματίζονται για τη χώρα, είναι το παρελθόν της.
Τέτοιες αντιλήψεις που μετατρέπουν ιστορικά φαινόμενα, όπως ο ναζισμός, σε οιονεί επεξηγηματικές βάσεις για την ερμηνεία του παρόντος, την εποχή του Μαρξ εκλαμβάνονταν ως συντηρητικές και αντιδραστικές αντιλήψεις, στην Ελλάδα όμως του 2012 επιβραβεύονται με 27% ως αριστερές, ριζοσπαστικές προτάσεις. O tempora o mores.