Η χώρα σέρνεται στην ύφεση για 6ο χρόνο ενώ έχει ήδη χάσει πάνω από το 25% του εθνικού προϊόντος της. Η ανεργία καλπάζει προς το 30%. Η απαξία της ακίνητης περιουσίας έχει φθάσει να κυμαίνεται από 25% έως 30%, και τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Η ανάκαμψη παραμένει «ζητούμενο». Η Ελλάδα καταγράφει την μεγαλύτερη και εκτενέστερη περίοδο«προσαρμογής» μιας οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της κρίσης. Και όμως σε αυτό τον εθνικό ορυμαγδό, οι τράπεζες παρουσιάζουν κέρδη στα αποτελέσματα του Α’εξαμήνου του 2013 (Εθνική, Alpha, Πειραιώς) και αυξανόμενα επιτοκιακά περιθώρια που κινούνται κατά μέσο όρο πάνω από 3% (διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου χορηγήσεων με το μέσο επιτόκιο καταθέσεων).
Την ίδια στιγμή άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ιρλανδία, που δοκιμάζονται από την κρίση και μάλιστα χωρίς αυτή την έκταση και αυτό το βάθος, έχουν ήδη ανακάμψει (Ιρλανδία), ή βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης (Ισπανία).
Ωστόσο, οι τράπεζές τους – τράπεζες που λειτουργούν υπό το ίδιο περίπου καθεστώς ανακεφαλαίωσης και άρα υπό κρατικό ουσιαστικά έλεγχο – δεν εμφανίζουν κέρδη. Αντιθέτως εμφανίζουν ζημιές, σχηματίζουν ισχυρές προβλέψεις για να καλύψουν τις σωρευμένες απώλειες (πχ BankofIreland, AlliedIrishBanks) και φροντίζουν να διατηρούν ιδιαίτερα μειωμένα επιτόκια χορηγήσεων (περί το 3-3,5%) και επιτοκιακά περιθώρια (περί το0,5-1%) με στόχο να ενισχύουν όσο περισσότερο μπορούν τη ρευστότητα της οικονομίας και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Τι συμβαίνει; Πως είναι δυνατό σε μια επί μακρό χειμαζόμενη και εν τέλει εξουθενωμένη οικονομία όπως η ελληνική,οι τράπεζες να παρουσιάζουν κέρδη, ενώ σε ανακάμπτουσες οικονομίες οι τράπεζες να κάνουν ζημιές; Πως γίνεται σε μια οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση και δημοσιονομική εξαθλίωση, τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών να αυξάνονται, ενώ σε οικονομίες με λιγότερα προβλήματα οι τράπεζες να διατηρούν χαμηλά το επιτοκιακό περιθώριο και μάλιστα από το 2008, την περίοδο εκδήλωσης της κρίσης;
Μήπως κάπου εδώ κρύβεται μια από τις βασικές και αποκρυπτόμενες αιτίες της παρατεταμένης αποτυχίας μας;Ησυγκριτική παράθεση της πορείας των βασικών μεγεθών της πραγματικής οικονομίας και της νομισματικής κατάστασης της Ελλάδας και της Ιρλανδίας,αποκαλύπτουν το μέγα διαρθρωτικό σφάλμα στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής υπέρβαση της κρίσης από τις Ελληνικές κυβερνήσεις και την τρόικα.
Μια από τις βασικές αιτίες της παρατεταμένης και βαθειάς ελληνικής κρίσης είναι η πολιτικήπου έχει αναγάγει τις τράπεζες σε εφαλτήριο για την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Είναι αυτή η πολιτική που επέτρεψε ταυψηλάεπιτόκια χρηματοδοτήσεων και την αφαίρεση της ρευστότητας από τις επιχειρήσεις,από την στιγμή της εκδήλωσης και καθόλη τη διάρκεια της κρίσης.
Αποτέλεσμα: η κατάρρευση της ρευστότητας και ο εγκλωβισμός της οικονομίας σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και απομόχλευσης. Υψηλότερα επιτόκια, χαμηλότερη ρευστότητα, περισσότερες πτωχεύσεις, μεγαλύτερη ύφεση και υψηλότερες επισφάλειες για τις τράπεζες που οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερα επιτόκια και ακόμα μεγαλύτερο περιορισμό της ρευστότητας.
Επιπλέον, τη στιγμή που οι πτωχεύσεις, η υπερφορολόγηση και η υπερβάλλουσα προσφορά ακινήτων συνθλίβουν τις τιμές τους, τα υψηλά επιτόκια συντείνουν στην περαιτέρω πτώση των αξιών των περιουσιακών στοιχείων περιορίζοντας την παρούσα αξία των μελλοντικών αποδόσεων τους.Αντίθετα στην Ιρλανδία, το έκαναν αλλιώς. Στην ύφεσηκαι τους περιορισμούς της δημοσιονομικήςπροσαρμογής επέλεξαν να εξασκήσουν υποβοηθητική νομισματική πολιτική εξαντλώντας τα εθνικά περιθώρια χειρισμών που επιτρέπει το ευρωπαϊκό σύστημα.
Περιόρισαν τα επιτόκια χορηγήσεων από το 5-6,5% στην περίοδο προ της κρίσης σε 3-3,5% μετά την κρίση, διατηρώντας τη μεγαλύτερη δυνατή ρευστότητα στην αγορά,και συμπίεσαν τα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών τους από2,5% που κυμαίνονταν στη δεκαετία του 2000,σε επίπεδα που διακυμαίνονται γύρω στο 0,5% στην περίοδο μετά την κρίση.
Με άλλα λόγια, οδήγησαν τις ελεγχόμενες από το κράτος τράπεζες, σε μια πορεία ελεγχόμενων κα απομειούμενων ζημιών, δίνοντας προτεραιότητα στην πραγματική οικονομία, ενισχύοντας τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, και υποστηρίζοντας -όσο το δυνατό-τις αξίες των περιουσιών. Προτίμησαν μέσω της ανάκαμψης της πραγματικής οικονομίας να επιφέρουν την ανάκαμψη και των τραπεζών. Όχι το αντίθετο. Αυτοί πέτυχαν. Εμείς, όχι!