Η ιδεολογία της παρακμής

Τάκης Φραγκούλης 10 Ιουν 2015

Ήταν να γράψω για το τέλος της μεταπολίτευσης που ολοκλήρωσε τον κύκλο της, και μάλιστα με κυβέρνηση αριστεράς. Ήταν να γράψω για την κυριαρχία μιας αντίληψης που καθήλωνε το μυαλό, τη σκέψη, τη δύναμη όλης της κοινωνίας  περιορίζοντας τη ενέργειά της σε δήθεν διεκδικήσεις, δήθεν δικαιωμένους επαναστατικούς αγώνες,  δήθεν κινήματα αλληλεγγύης, και εν τέλει εξαντλώντας όλα αυτά στο «δώστε χρήμα στο λαό». Ήταν να μιλήσω για τον λαϊκισμό, που ερμηνεύτηκε «λαϊκές κατακτήσεις», που δεν είχε ούτε χρώμα, ούτε κόμμα, που αγκαλιάστηκε από όλο τον πολιτικό κόσμο αλλά και τον λαό, για να καταδυναστεύσει τελικά και τους δύο. Ήταν να μιλήσω για το καταστροφικό οικονομικό οικοδόμημα που έχτισαν οι πολιτικοί μας.

Αλλά τελικά αποφάσισα, να γράψω, να πω δυο λόγια, για το επ-οικοδόμημα που δομήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Σκέφτηκα ότι για τα προηγούμενα έχουν ειπωθεί αρκετά και θα ακουστούν περισσότερα τις δύσκολες μέρες που ακολουθούν. Η ιδεολογία όμως που κυριαρχεί σε μια κοινωνία είναι αυτή που την οδηγεί στην ευημερία ή την παρακμή, στη δημιουργία ή την απραξία, στην ευτυχία ή την δυστυχία.

Το θέμα είναι τεράστιο και ίσως θα ‘ταν άτοπο να καταπιαστώ τόσο ακροθιγώς και πρόχειρα στις λιγοστές αράδες ενός κειμένου. Όμως ΜΙΑ μικρή αλλά σημαντική πτυχή του, δεν άντεξε η συνείδησή μου να την προσπεράσω. Επειδή θεώρησα ότι ΚΑΘΕ συνείδηση ενός ελεύθερου, δημοκρατικού και χειραφετημένου ανθρώπου πρέπει επιτέλους να επαναστατήσει, στη θέαση ενός έρποντος, πολλές φορές καμουφλαρισμένου, αλλά πάντως άκρως επικίνδυνου φασισμού.

Η αφορμή ήταν οι στίχοι ενός τραγουδοποιού καλλιτέχνη, που τσίγγλισαν τα αντανακλαστικά των αυτόκλητων υπερασπιστών του λαού, των ίδιων που πέταγαν καρέκλες, σε κάποιον άλλον καλλιτέχνη, των ίδιων που κατεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, που απαγορεύουν την αντίθετη άποψη, που δαιμονοποιούν το διαφορετικό, που αρνούνται το διάλογο. Στο όνομα της αυθεντίας, της καθαρότητας, της υπεράσπισης τάχα μου της επανάστασης και του δίκιου του λαού. Είναι οι ίδιοι, που υπερασπίζονται την ισότητα. Αλλά μια ισότητα προς τα κάτω, μια ισότητα ισοπέδωσης. Είναι οι ίδιοι που πάντα προτιμούν τους συγγενείς και φίλους και όχι τους άξιους και ικανούς. Απ ΑΥΤΟΥΣ απορρέουν οι ιδέες που πρόσφατα εφαρμόστηκαν στο υπουργείο παιδείας. Είναι οι ίδιοι που αποδομούν την, ελάχιστα, έτσι κι αλλιώς, θεσμοποιημένη κοινωνία μας, με αποκεφαλισμούς προσώπων που δεν είναι της αρεσκείας τους. Είναι οι ίδιοι που χωρίς αισχύνη παραχαράσσουν την ιστορία χαρακτηρίζοντας τους Πολωνούς συνεργάτες των Γερμανών. Είναι οι ίδιοι που ταυτίζουν το δημόσιο με το κρατικό. Είναι οι ίδιοι που εκλογικεύουν τα πάντα προκειμένου να υπερασπιστούν τις ιδεοληψίες τους. Είναι οι ίδιοι που αρέσκονται στην καταστροφή, από την ανημπόρια τους στη δημιουργία. Είναι οι ίδιοι που καίνε ό, τι όμορφο, γιατί δεν το αντέχει  η δική τους ασχήμια. Είναι οι ίδιοι που κλείνουν τα μάτια μπρος στην εξαπάτηση απελπισμένων ανθρώπων, με διανομή περιφερόμενης ελπίδας στα νοσοκομεία του πόνου. Είναι οι ίδιοι που συναγελάζονται με γραφικούς, άνοες, αλλά επικίνδυνους σκοταδιστές που απαντώνται ως εφιαλτικές τερατογενέσεις σε παρελθούσες εποχές. Είναι οι ίδιοι που επινοούν τέρατα-αντιπάλους, καλλιεργώντας το φόβο, ώστε ανενόχλητοι να διαπράττουν τα μακάβρια σχέδιά τους. Είναι οι ίδιοι, οι ίδιες νοοτροπίες, εκείνων που στο όνομα της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού εξαπέλυαν πογκρόμ κατά της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Είναι οι ίδιοι που τη δεκαετία του 30 έκαιγαν βιβλία και κάπου μακρύτερα έσκαβαν ομαδικούς τάφους.  Και είναι αυτοί, κάποιοι απ αυτούς, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οικογενειάρχες, που μεγαλώνουν και αγαπούν  τα παιδιά τους, άνθρωποι κανονικοί αλλά την ίδια στιγμή έτοιμοι να χαθούν στους λαβύρινθους του ιδεολογικού τους παραληρήματος.