Καθώς περνούν οι ώρες, καθώς περνούν οι μέρες, η ηχώ του εκλογικού αποτελέσματος της Κυριακής πολλαπλασιάζεται. Και τα φώτα των προβολέων εξακολουθούν να λούζουν την Αθήνα με ένα φως απρoσδόκητα θετικό.
Ο Πολ Κρούγκμαν, ο Τζο Στίγκλιτς, ο Πικετί, οι προοδευτικοί οικονομολόγοι, που εξ αρχής ήταν κριτικοί απέναντι στην συνταγή της λιτότητας, βρίσκουν στην ψήφο των Ελλήνων ένα επιχείρημα για να δυναμώσουν την κριτική τους και να ζητήσουν αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη. Εφημερίδες κύρους, από τον Μόντ στο Παρίσι ως τους Τάιμς της Νέας Υόρκης, δημοσιεύουν κύρια άρθρα στην ίδια γραμμή: «Πρέπει να βοηθήσουμε τον Τσίπρα», «πρέπει να ακούσουμε την κραυγή αγωνίας των Ελλήνων», «πρέπει να αναζητήσουμε έναν συμβιβασμό», «μια αλλαγή πολιτικής, μετά από έξι χρόνια ύφεσης, είναι αναγκαία».
Πολιτικοί, όπως ο Σουλτς ή ο Ολάντ, εκπρόσωποι αυτού που απέμεινε από την κάποτε κραταιά ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που υποφέρει τα τελευταία χρόνια υπό τον ζυγό της κ. Μέρκελ, κάνουν δειλά ανοίγματα ενθάρρυνσης προς την Αθήνα. Ακόμη και από το Λονδίνο, ό,τι απέμεινε από την ευρωπαϊστική αριστερά των Εργατικών προσεύχεται για μια ελληνική επιτυχία στην μάχη κατά της λιτότητας, που θα μπορούσε να τους χρησιμεύσει ως επιχείρημα στην δική τους μάχη με τον λαϊκιστικό ευρω-σκεπτικισμό του Φάραζ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Είναι μια βουή που, μόλις περάσει η πρώτη έξαψη, θα σβήσει; Ή μια πραγματική ευκαιρία να τοποθετήσουμε ξανά, σε νέες βάσεις, το ελληνικό πρόβλημα; Μπορούν να επηρεάσουν στ’ αλήθεια εκείνους που παίρνουν αποφάσεις ή αυτοί απλώς θα περιμένουν να περάσει ο θόρυβος; Είναι μικρές, πραγματικές αλλαγές στον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων; Ή είναι μόνον λόγια, ευγενικές προθέσεις, τυπωμένα σε χαρτιά που θα πάρει ο άνεμος και θα αφήσει πίσω την εμμονή του κ Σόϊμπλε- «τηρείστε τα υπεσχημένα»- και της κ. Μέρκελ την ψυχρή σιωπή;
Δεν έχω αυταπάτες. Και ελπίζω, προπάντων, πως δεν έχουν αυταπάτες εκείνοι που ανέλαβαν τον ρόλο του εθνικού διπαραγματευτή, η νέα κυβέρνηση. Αλλά όσο μας τυλίγει αυτό το φως, όσο κρατάει η ηχώ του εκλογικού αποτελέσματος, ένα παράθυρο ευκαιρίας μένει ανοιχτό. Κι είναι μια ευκαιρία, εννοώ, όχι για διαπραγματευση απλώς, με τους άλλους. Μα προπάντων μια ευκαιρία να εσωτερικεύσουμε αυτή τη θετική αύρα, αυτήν την καλή ηχώ, στην εσωτερική συζήτηση. Ώστε να υφάνουμε μια νέα αφήγηση για την Ελλάδα μετά την κρίση. Και να αντικαταστήσουμε με αυτήν τα συγκρουσιακά, διχαστικά αφηγήματα που ως τώρα κυριαρχούσαν.
Άλλωστε, χωρίς μια τέτοια, θετικά φορτισμένη αφηγηση για το μέλλον της, καμιά χώρα δεν μπορεί να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά το μέλλον.-
Πηγή: The Huffington Post