Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι «μαυρούληδες» πωλούσαν κασέτες στην Ομόνοια με συνομιλίες πολιτικών, προϊόντα των τηλεφωνικών υποκλοπών του περιβόητου Μαυρίκη. Τώρα, έχω την αίσθηση ότι οι «μαυρούληδες» θα πωλούν στικάκια ( προχώρησε η τεχνολογία) με τα ονόματα των μεγαλοκαταθετών (;) στην Ελβετία. Και θα είναι οι μόνοι μαυρούληδες, τους οποίους δεν θα πειράξει η Χρυσή Αυγή.
Η υπόθεση προσφέρεται για case study στις πολιτικές επιστήμες και στις επιστήμες που ασχολούνται με την κοινή λογική, η οποία τελικά δεν είναι τόσο κοινή, όπως έλεγε o Βολταίρος. Προφανώς ο Βολταίρος είχε στο μυαλό του περιπτώσεις όπως αυτή του Διώτη, ο οποίος μας είπε ότι δεν μπορούσε να βρει το Βενιζέλο και να του παραδώσει εγκαίρως το στικάκι, λόγω των υποχρεώσεων και των συνεχών ταξιδιών του πρώην υπουργού Οικονομικών! Ο λαός, νομίζω, το έχει πει καλύτερα από τον Βολταίρο. Πόσα θες να μας τρελάνεις;
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει, είναι ο χειρισμός της υπόθεσης από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, δεδομένων των ικανοτήτων και της οξύνοιας του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι μόνο η για μικρά παιδιά δικαιολογία- επενδεδυμένη με νομικίστικες περικοκλάδες- ότι η λίστα ήταν προϊόν υποκλοπής και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από «οιονδήποτε υπουργό».
Αυτό που κυρίως εντυπωσιάζει είναι η καταφυγή του Ευάγγελου Βενιζέλου σε θεωρίες συνομωσίας. «Η παράταξη υφίσταται μια συντονισμένη επίθεση και πρέπει να σταθεί όρθια», «η επίθεση στρέφεται επίσης κατά της πολιτικής σταθερότητας της χώρας», είπε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αγνοώντας όμως ότι ο ίδιος έστησε τη μπάλα στην άσπρη βούλα του πέναλτι.
Με την επίκληση αόρατων εχθρών και κέντρων που επιβουλεύονται την παράταξη, το μόνο που πετυχαίνει είναι να ενισχύει την εικόνα, που πλέον εξελίσσεται σε στερεότυπο, ότι για όλα φταίει το ΠΑΣΟΚ. Και αυτό δεν αξίζει ούτε στο ΠΑΣΟΚ, ούτε στον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος -να το αναγνωρίσουμε- είπε αλήθειες και δεν στρουθοκαμήλισε, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Οικονομικών.
Αυτή είναι όμως η πολιτική λογική. Νομίζουν ότι θα αλλάξουν την άποψη, την εικόνα, τη στάση ενδεχομένως των πολιτών, χρησιμοποιώντας δραματικά μηνύματα. Όπως οι καμπάνιες του υπουργείου Υγείας κατά της παχυσαρκίας ή κατά του καπνίσματος, που μας προειδοποιούν για τις επιπτώσεις στην υγεία μας. Όταν όμως το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ή ακούγεται υπερβολικό, όπως ότι θα πεθάνεις στα 20 χρόνια σου, τότε το πιο πιθανό είναι ότι ο στόχος θα απορρίψει την αξιοπιστία της πηγής και θα πει: «Το υπουργείο Υγείας δεν ξέρει τι λέει».
Είναι η θεωρία της «γνωστικής ασυμφωνίας» ανάμεσα στη στάση του στόχου ( του πολίτη) και του μηνύματος της πηγής (του πολιτικού, εν προκειμένω του Βενιζέλου). Όταν το μέγεθος της ασυμφωνίας είναι μεγάλο, ο πολίτης θα λύσει τον προβληματισμό του, αμφισβητώντας την αξιοπιστία (όση έχει απομείνει) της πηγής και θα πει: «Ο Βενιζέλος δεν ξέρει τι λέει» όταν μιλάει για αποσταθεροποίηση. Και επαναλαμβάνω, αυτό δεν αξίζει στον Βαγγέλη Βενιζέλο. Είναι σε ασυμφωνία με τα προσόντα του.