Σε μια εκπομπή ιστορικής αναδρομής της ΕΡΤ, λίγο πριν κλείσει, είχα δει ένα απόσπασμα από τα περίφημα «Επίκαιρα». Ηταν από τις ενημερωτικές, υποτίθεται, εκπομπές της δικτατορίας, οι οποίες πρόβαλλαν φυσικά το έργο των συνταγματαρχών. Μια φευγαλέα εικόνα μού στάθηκε στο μυαλό. Ηταν από μια μεγάλη συγκέντρωση στην κεντρική πλατεία του Ηρακλείου, με ομιλητή τον ανεκδιήγητο Παττακό. Το εντυπωσιακό ήταν το μέγεθος του πλήθους. Το θυμήθηκα αυτές τις μέρες που εξαιτίας της άγριας δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από τους χρυσαγίτες στον δημόσιο διάλογο μπήκε το θέμα των «παραπλανημένων ψηφοφόρων» του νεοναζιστικού μορφώματος. Αυτό το εκλογικό 7% και διπλάσιο δημοσκοπικά. Σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποι των κομμάτων χρησιμοποιούν μια φράση που τείνει να μετατραπεί σε κλισέ: «Οι πολίτες που στηρίζουν τη Χ.Α. είναι παραπλανημένοι». Η φράση αυτή λέει τη μισή αλήθεια. Που στηρίζεται σ’ ένα αναμφισβήτητο δεδομένο, ότι μεγάλος αριθμός, ιδιαίτερα νέων σε ηλικία πολιτών, αγνοεί ιστορικά τι σημαίνει φασισμός και τι πραγματικά εκπροσωπούν οι σύγχρονοι εκφραστές του. Οχι ότι αυτό λειτουργεί απαλλακτικά, ωστόσο ας δεχτούμε την αγνοια κάποιων νέων ως άλλοθι για τις επιλογές τους.
Υπάρχει και η άλλη μισή αλήθεια ωστόσο. Αυτή που καταγράφει το ασπρόμαυρο βίντεο από τα «Επίκαιρα» αλλά και η καθόλου μακρινή χρονικά πραγματικότητα της χούντας. Ενα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ακολουθεί ανάλογες επιλογές: είναι η γκρίζα ζώνη της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ωστόσο δεν είναι αόρατη, δεν είναι πρόσκαιρη. Ενας από τους λόγους της μακράς παραμονής της δικτατορίας στη χώρα μας ήταν και η αποδοχή της από αυτό το κομμάτι. Ανθρωποι που υιοθετούν το αποτρόπαιο πρόσωπο του φασισμού ως επιλογή. Δεν πρόκειται για παραπλανημένους, δεν πρόκειται για αφελείς. Είναι απόλυτα συνειδητοί οπαδοί ακροδεξιών επιλογών. Μετά την πτώση της χούντας, οι οπαδοί αυτοί ουσιαστικά κρύφτηκαν. Το κλίμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας δεν τους έδινε πολλά περιθώρια, μπήκαν σε κόμματα κοινοβουλευτικά και προσωρινά σιώπησαν.
Η οικονομική κρίση ξεγύμνωσε ολόκληρη την κοινωνία. Ανέδειξε το πραγματικό της πρόσωπο, έφερε στην επιφάνεια όσα ήταν καλά κρυμμένα κάτω από το χαλί. Και ανάμεσά τους ήταν και αυτό το γκρίζο κομμάτι, το οποίο με ένα είδος απενοχοποίησης πια εκφράζεται δημόσια με τον τρόπο που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες.
Στον δημόσιο διάλογο λοιπόν είναι μάλλον υποκριτικό να κρύβουμε αυτή τη διόλου μικρή «λεπτομέρεια» που χαρακτηρίζει την κοινωνία μας. Το αντίθετο πρέπει να συμβαίνει. Να κοιταχτούμε, να τους αναδείξουμε και να βρεθούμε απέναντί τους απογυμνώνοντας ιδέες και πρακτικές τους. Δεν έχει νόημα η λογική του στρουθοκαμηλισμού. Εχει νόημα η λογική της ανάδειξης του προβλήματος και της αντιμετώπισής του. Για να συμβεί κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούν πρωθυπουργικοί σύμβουλοι (σαν τον Χρ. Λαζαρίδη) και διαμορφωτές της κοινής γνώμης (καθηγητές, δημοσιογράφοι κ.ά.) να προωθούν, με τέτοια ένταση μάλιστα, τη μουχλιασμένη λογική των δύο ακρων. Αυτή που ουσιαστικά εξομοιώνει θύτες και θύματα, αυτή που στο όνομα ενός ακατανόητου καθωσπρεπισμού λειτουργεί απαλλακτικά για το πιο απεχθές κομμάτι πολιτικής έκφρασης.
Είναι σχεδόν παράλογο να ταυτίζονται υπερασπιστές της ελεύθερης έκφρασης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τους φιμωτές της πρώτης και καταστολής των δεύτερων. Αυτό το παράλογο, ωστόσο, στον δημόσιο διάλογο μεταφέρεται ως μια πρόταση, ως μια comme il faut πολιτική πρόταση! Οι δολοφονίες, η καλλιέργεια του μίσους, ο ρατσισμός είναι το ένα άκρο. Το άλλο – που ταυτίζεται με το πρώτο – ποιo είναι;
Προφανώς η απάντηση στην ισοπεδωτική αυτή εξίσωση που δίνουν οι πρωθυπουργικοί σύμβουλοι και άλλοι περιέχει πολλές και ισχυρές δόσεις σκοπιμότητας. Και μάλιστα του πιο ταπεινού είδους. Μικροπολιτική για κομματικό όφελος και μερικές ψήφους περισσότερες. Επιχειρούν να διχάσουν μια κοινωνία για να κερδίσουν μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στην εξουσία. Και αυτό είναι τραγικό. Και συνάμα επικίνδυνο.
Ο Α. Σαμαράς χρειάστηκε μιάμιση μέρα από τη δολοφονία Φύσσα, για να δηλώσει ότι «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει στους επίγονους των ναζί να δηλητηριάζουν την κοινωνική μας ζωή». Απομένει να φανεί αν το εννοεί. Και αυτό θα αποδειχτεί, αν σταματήσει η κυβέρνησή του αφενός μεν την ανοχή στους νεοναζί, αφετέρου να ακολουθεί την ατζέντα τους. Ο χρόνος θα δείξει…