Η πενταετία που ολοκληρώνεται με τις επερχόμενες ευρωεκλογές ήταν για την Ευρώπη η πενταετία της κρίσης, της Συνθήκης της Λισαβώνας και της Γερμανίας. Ποτέ άλλοτε η ενωμένη κατά κύματα ήπειρος δεν λειτούργησε υπό τέτοιο ασφυκτικό οικονομικό και ψυχολογικό κλοιό. Ποτέ μια μείζων θεσμική αναδιάταξη δεν αποδείχτηκε τόσο σύντομα ανεπαρκής. Και ποτέ μια χώρα δεν κυριάρχησε σε τέτοιο βαθμό και δεν επηρέασε τόσο καθοριστικά τις τύχες των άλλων και της ίδιας της Ενωσης.
Στο ερώτημα πολλών αν, μετά την επανένωση, θα πορευόμασταν με μια εξευρωπαϊσμένη Γερμανία ή με μια εκγερμανισμένη Ευρώπη, η ζωή – και η Γερμανία – φρόντισαν να δώσουν αναντίρρητη απάντηση. Η Γερμανία επέβαλε, ήδη από το Μάαστριχτ, τη θεσμική της σφραγίδα, έφερε το ευρώ στα μέτρα της και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη λογική της, χρησιμοποίησε την κρίση – την οποία, για να είμαστε δίκαιοι, ούτε προκάλεσε ούτε αρνήθηκε να αντιμετωπίσει – για να μετατρέψει την οικονομική υπεροχή σε πολιτική επιβολή. Εκτοτε, αποτελεί συγχρόνως σημείο αναφοράς και μαγνήτη κριτικής, μαζί παράδειγμα και αντιπαράδειγμα.
Η κριτική που ασκείται από πολλές πλευρές κατά της Γερμανίας είναι κάθε άλλο παρά αδικαιολόγητη. Πράγματι, τα δύο βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούν εκπρόσωποι ή υποστηρικτές της για να προβάλλουν την «ενάρετη» στάση της δεν αντέχουν στη δοκιμασία της νηφάλιας ανάλυσης. Η Γερμανία ούτε επέδειξε μεγαλύτερο σεβασμό από άλλες χώρες στη νομιμότητα ούτε ενήργησε ισορροπώντας το εθνικό με το ενωσιακό συμφέρον. Σχετικές με τη νομιμοφροσύνη της αποδείξεις αποτελούν η παραβίαση (πρώτη του είδους) των λεγόμενων «κανόνων του Μάαστριχτ» ήδη από το 2004, η κατάταξή της στην έβδομη θέση των χωρών στις οποίες γίνεται ξέπλυμα χρήματος (ενώ η Κύπρος, η οποία τιμωρήθηκε με οικονομική καταστροφή γι? αυτόν υποτίθεται τον λόγο, βρίσκεται κάτω από την τεσσαρακοστή), τα τεράστια σκάνδαλα των τραπεζών της και η άρνησή της να υπαγάγει τις τοπικές τράπεζές της στην κοινή ευρωπαϊκή εποπτεία. Για την ομαδικότητά της μιλούν η επιμονή στο κοινωνικό ντάμπινγκ και στα μη επενδυόμενα αποθεματικά εντός κρίσης, η αποκάλυψη ότι σκεφτόταν να εγκαταλείψει, το 2011, στην τύχη της την Ελλάδα, την οποία έσωσε η παρέμβαση Ομπάμα – Γκάιτνερ, η μονομερής θέση όλης της Ευρώπης σε πολιτική καραντίνα μέχρι να ψηφίσει και μετά μέχρι να σχηματίσει κυβέρνηση, η πρόσφατη επίθεσή της κατά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζες με την αιτιολογία (τη λέω με δικά μου λόγια) ότι δεν μπορεί η Φρανκφούρτη να σώζει την Ευρώπη στη θέση του Βερολίνου.
Αν όμως η Γερμανία δεν είναι ενάρετη, αυτό δεν σημαίνει ότι αποτελεί και μητέρα όλων των ευρωπαϊκών δεινών. Σε αρκετά πεδία είναι πρώτη με το σπαθί της. Ο πολίτης σέβεται (και φοβάται) το κράτος και το κράτος τον πολίτη. Οι αρχές είναι αρχές για όλους. Η οικονομική ισχύς δεν στηρίχτηκε σε κάμψη της δημοκρατίας (όπως, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις της Κίνας ή της Τουρκίας) αλλά σε ενδυνάμωσή της: τα θεσμικά αντίβαρα (τοπικά κοινοβούλια, δικαιοσύνη, κοινωνία των πολιτών) λειτουργούν καλύτερα από οπουδήποτε αλλού, το ευρύ δίχτυ κοινωνικής προστασίας δεν έχει διαρραγεί, η πολιτική ωριμότητα και σοβαρότητα, έστω και με τίμημα την ανία, αναδεικνύεται σταθερά στον κοινοβουλευτικό και τον δημόσιο διάλογο (τελευταίο παράδειγμα, ο τρόπος που διεξάγονται οι συζητήσεις για τις βασικές θέσεις της κυβέρνησης συνεργασίας). Η Γερμανία δεν είναι μόνο η καγκελάριος Μέρκελ, είναι και ο πρόεδρος Γκάουκ. Δεν είναι μόνο το υψωμένο δάχτυλο, αλλά και η πραγματική βοήθεια (γιατί η Γερμανία κράτησε τελικά τον Νότο ζωντανό και δείχνει τώρα διάθεση να αλλάξει στάση έναντι της Ελλάδας). Δεν είναι μόνο το φραστικό όχι στα ευρωομόλογα, είναι και το έμπρακτο ναι σε ομοσπονδιακού τύπου πρωτοβουλίες.
Το ότι μια τέτοια χώρα ασκεί απρόθυμη ηγεσία δεν είναι αναγκαστικά κακό. Αρκεί η απροθυμία να οδηγήσει σε υπευθυνότητα και μοίρασμα (που είναι αντίθετο στη γερμανική ιδιοσυγκρασία) και όχι σε ποδηγέτηση (που δεν είναι).