Το παρόν κείμενο έχει διττό σκοπό. Αφενός τον σχολιασμό και την επέκταση των κεντρικών σημείων που έθεσε ο Γιώργος Καρελιάς στο πρόσφατο άρθρο του, αφετέρου, μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη απάντηση στο βασικό ερώτημα που έθεσε. Για να επιτευχθεί ο διττός αυτός σκοπός θα ληφθούν υπ όψη τόσο οι περιορισμοί που ανακύπτουν όταν γίνεται λόγος για γενιά, όσο και οι πρωτοφανείς μεταβολές σε παγκόσμιο επίπεδο που επαναπροσδιορίζουν το πώς μέχρι πρότινος ο όρος αυτός γινόταν αντιληπτός.
.
Η προσπάθεια να ορίσουμε ‘ποσοτικά’ τη γενιά, η άποψη πως αυτή είναι το μέσο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη γέννηση των γονέων και την γέννηση των παιδιών τους, θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει στον ελάχιστο βαθμό κοινό τόπο. Ωστόσο ακόμα και αυτός ο τόσο ευρύς ορισμός είναι αρκετά προβληματικός. Προκλητικά θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως όσα έτη τόσες γενιές. Κι αν αυτή η διαφορά από τη γέννηση των γονέων ως τη γέννηση των παιδιών τους με τα σημερινά δεδομένα είναι, λίγο έως πολύ, τα τριάντα έτη το μέγεθος αυτό και έχοντας υπ όψη πως η μέση ηλικία τεκνοποίησης τείνει να έχει αυξητική τάση τίθεται υπό συζήτηση.
.
Η ονοματοδοσία της γενιάς ωστόσο, που αποτελεί και ένα από τα ‘ποιοτικά’ χαρακτηριστικά της, συντελείται στην πλειονότητα ίσως των περιπτώσεων κατά την περίοδο της νεότητας και είναι πράξη ληξιαρχικού χαρακτήρα. Το σίγουρο είναι πως δύσκολα μπορούμε να βρούμε περιπτώσεις μέσα στην ιστορία που η γενιά κατάφερε να απαλλαγεί από την πράξη αυτή σαν η δυναμική να εξαντλείται εκεί. Τα παραδείγματα που έφερε ο Γιώργος Καρελιάς στο πρόσφατο άρθρο του είναι αρκετά χαρακτηριστικά ώστε με ασφάλεια να μπορέσουμε να συμπεράνουμε πως τα πρώτα όχι μόνο ορίζουν τα στερνά αλλά και όλη την ενδιάμεση περίοδο. Και από αυτή τη σκοπιά η έννοια της γενιάς παραμένει προβληματική ακριβώς επειδή προσδιορίζεται σε σχέση με μια άλλη κατασκευή, αυτή της νεότητας η οποία δείχνει να είναι, τις τελευταίες δεκαετίες, παρατεταμένη.
.
Ένας τρίτος παράγοντας και αυτός ποιοτικός που προσδιορίζει τη γενιά και που αναφέρθηκε ακροθιγώς στο υπό σχολιασμό άρθρο είναι αυτός της έκθεσης της γενιάς σε κομβικά ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο και εδώ δεν υπάρχει απόλυτη ταύτιση γενιάς, όπως αυτή παρουσιάστηκε στην πρώτη παράγραφο, και γεγονότος επειδή ελλοχεύει ο παράγοντας του κοινωνικού χρόνου. Επειδή αυτό ακούγεται κάπως θεωρητικό δύο παραδείγματα από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία ίσως βοηθήσουν στο να γίνει πιο κατανοητή η έννοια. Κάνουμε λόγο για τη γενιά της Αντίστασης, του Εμφυλίου αλλά και της Ήττας, χρησιμοποιώντας αυτούς τους τρεις προσδιορισμούς κατά βούληση είτε ως ταυτόσημους είτε ως αντίθετους γνωρίζοντας όμως πως αναφερόμαστε σε υποκείμενα που εκτέθηκαν με την ίδια ένταση και στις τρεις αυτές σύντομες αλλά ‘βαθιές’ ιστορικές περιόδους. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναγνωριστεί άλλη μια αλήθεια όπως αυτή εκφράστηκε στο άρθρο του Γιώργου Καρελιά με τη φράση ‘συνήθως καταγράφονται «γενιές» σε περιόδους ηρωικές και ανελεύθερες, με γεγονότα που φέρνουν ανατροπές’.
.
Από αυτό το τρίτο σημείο ανακύπτει και ένα τέταρτο που οι θεωρητικοί περιγράφουν ως ‘κοινός τρόπος αντίληψης της σχέσης με τις προηγούμενες αλλά και τις επόμενες γενιές’ [1] ή πιο απλά τι είναι αυτό που συνδέει αλλά και καθορίζει τη σχέση ατόμου και συνόλου τόσο με το παρόν όσο και με το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Και εδώ, ειδικά σε σχέση με το παρελθόν, ίσως να αξίζει να μελετηθεί το κατά πόσο αυτό εξετάζεται κριτικά ή αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Μπορούν να παρατεθούν δύο, σε πρώτη ανάγνωση αντιφατικά, συνθήματα τα οποία ακούγονται κάθε Νοέμβρη το «Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73» και το «Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία». Η ανάγνωση αυτή ωστόσο, κριτική ή μιμητική, δεν αναιρεί το γεγονός της κοινής αντίληψης και του ετεροπροσδιορισμού.
.
Σχετικά με τη γενιά όλων όσοι σήμερα βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα είκοσι και τα τριάντα, στην οποία ανήκει και ο γράφων, είναι γεγονός ότι πολλοί βιάστηκαν να τη βαφτίσουν. Κατά τις κινητοποιήσεις ενάντια στις μεταρρυθμίσεις Γιαννάκου το 2008, η καθ ημάς Αριστερά η οποία γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τους νόμους της Ιστορίας έκανε πρώτη λόγο, μάλλον έχοντας κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της τη «Γενιά του 1-1-4», για τη «Γενιά του Άρθρου 16». Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε στη Νότια Ευρώπη το αρκετά πιο ευρύ «Γενιά των 700 ευρώ» που κυριάρχησε και αναπαράχθηκε και στην Ελλάδα επισκιάζοντας το «Γενιά του Άρθρου 16». Η ευρύτητα αυτού του ονόματος είναι κάτι που το καθιστά και πιο περιγραφικό της κατάστασης ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως εκτός της κοινής αποδοχής του ονόματος δεν δημιουργήθηκε αναλόγως κοινή πολιτική θέση για την διευθέτηση των ζητημάτων. Αντιθέτως οι πολιτικές θέσεις ποίκιλαν και κυμαίνονταν ειδικά ως προς το ρόλο του κράτους όπου κομμάτια της ‘γενιάς’ το ήθελαν περισσότερο παρεμβατικό και προστατευτικό ενώ άλλα επιθυμούσαν ακριβώς το αντίθετο.
.
Οι Zemke et . al [2]ήδη από το 1999 αναφέρουν πως ‘περισσότερο από ποτέ, τα κοινά σημεία των τωρινών γενεών διαπερνούν φυλετικά, εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά σύνορα. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην παγκοσμιοποίηση όπου μέσα από τα διάφορα τεχνολογικά επιτεύγματα του σήμερα οι νέοι από την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γερμάνια ή την Ιαπωνία ζυμώνονται από τα ίδια γεγονότα, τις ίδιες τάσεις και επιτεύγματα’. Αυτή η παρατήρηση και θέλοντας να αποφύγω την εμπλοκή σε ατέρμονες θεωρητικές συζητήσεις περί παγκοσμιότητας ή διεθνικότητας της κατάστασης που περιγράφεται μας δείχνει πως πιθανότατα βιώνουμε μια περίοδο, αν όχι χωρίς ιστορικό προηγούμενο, κατά τα φαινόμενα συνεχή και διαρκώς ανατροφοδοτούμενη. Η κλιματική αλλαγή, η ταυτόχρονη κινητοποίηση για τοπικά ζητήματα παγκόσμιας διάστασης, τα μέσα κοινωνικοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της περιορισμένης προσβασιμότητας στο διαδίκτυο, η ολοένα αυξανόμενη κινητικότητα για λόγους αναψυχής, σπουδών ή εργασίας, και το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο αποτελούν μεταξύ άλλων τις πλέον απτές αποδείξεις ότι η γενιά των τωρινών εικοσάρηδων, και εκτός απρόοπτης αναδίπλωσης και όλων των επομένων γενιών, διακρίνεται από μια πρωτόγνωρη οικουμενικότητα.
.
Συνδέοντας το τοπικό με το παγκόσμιο, αναλογιζόμενοι την ήδη βιωμένη εμπειρία και ίσως λίγο απλουστευτικά ξεπερνώντας τις ενστάσεις που αρχικά περιγράφηκαν, το πλέον πλήρες όνομα της γενιάς αυτής ίσως είναι «Η Γενιά της Κρίσης» χωρίς όμως άλλους προσδιορισμούς. Οι προσδιορισμοί πρέπει να αποφευχθούν επειδή δε γνωρίζουμε και δε μπορούμε να προβλέψουμε τι ακριβώς θα επιφέρει η κρίση αυτή όπως ακριβώς δε γνωρίζαμε τι ακριβώς θα επέφερε η «Αντίσταση», ο «Εμφύλιος» και η «Ήττα» ενόσω τα γεγονότα αυτά ήταν εν εξελίξει.
.
* Ο Διονύσης Νοταράκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
.
.
.
[1]Κουλαϊδής Β., Δημόπουλος Κ., (2005) ‘ Ελληνική Νεολαία, Όψεις Κατακερματισμού’, Αθήνα
.
.
[2] Zemke, R. et al (1999), ‘ Generations at work, Managing the Clash of Veterans, Boomers, Xers, and Nexters in your Workplace,’ New York
.
.