Ο Κώστας Γιαννακίδης πήγε την Κυριακή στο Γουδή, προετοιμασμένος να δει “το κιτς σαν λίπος να ξεχειλίζει από παντού” και έγραψε στο άρθρο του στο protagon.gr ότι “η γιορτή ήταν κάτι παραπάνω από αξιοπρεπής (…) βρέθηκαν εκεί άνθρωποι που εμφανώς είχαν ανάγκη ένα πιάτο φαΐ. Άνθρωποι που δεν επρόκειτο να κάνουν Πάσχα με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι. Δεν χρειαζόταν να στο πουν. Το έβλεπες”.
Το είδε ο ΚΓ αλλά δεν το βλέπουν όλοι έτσι όπως είναι. Γι αυτό και η φτώχεια απλώθηκε κάτω από τα μάτια μας στα χρόνια της κρίσης με τη μνημονιακή προπαγάνδα να τη θεωρεί περιορισμένη και αναγκαίο κακό της προσαρμογής, και την αντιμνημονιακή προπαγάνδα να περιγράφει μια κατάσταση που παραπέμπει σε χώρα της Αφρικής.
Από τη μια το πολιτικό μελόδραμα με μοιρολόγια για την αύξηση των αυτοκτονιών και την παιδική πείνα, με τηλεοπτικούς λυγμούς και τη σπασμένη φωνή των εμπόρων του ανθρώπινου πόνου. Τελικά, 200 εκ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, 500 εκ. ευρώ για το εξοπλιστικό πρόγραμμα αναβάθμισης υπέργηρων αεροσκαφών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Από την άλλη, ο πολιτικός κυνισμός που εκφράζεται με την απειλή ότι η δραχμή θα φέρει μεγαλύτερη κοινωνική καταστροφή, που είναι αλήθεια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι για να μείνει μια χώρα στο ευρώ πρέπει να έχει τόσο εκρηκτικές ανισότητες.
Ποιος δεν έχει ακούσει θυελλώδεις καβγάδες ανάμεσα σε αυτούς που βλέπουν τα μαγαζιά γεμάτα και τα ακριβά αυτοκίνητα παντού και λένε ότι δεν υπάρχει ελληνικό δράμα και σε εκείνους που τους καλούν να περπατήσουν λίγο παραπέρα, να θυμηθούν το 1,2 εκ. των ανέργων, τους εκατοντάδες χιλιάδες υπαλλήλους που πληρώνονται με καθυστέρηση ή υποαμείβονται, τις οικογένειες χωρίς κανέναν εργαζόμενο ή συνταξιούχο και χωρίς βιβλιάριο υγείας, για να αντιληφθούν ότι υπάρχει πολύς κόσμος που υποφέρει.
Ενα λάθος είναι ότι η φτώχεια αντιμετωπίζεται ως πεδίο επικοινωνιακών ασκήσεων. Οι επαγγελματίες του αντιμνημονίου κάνουν θορυβώδη επίδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, κάποιοι το εννοούν, κάποιοι όχι, προσφέρουν τα δάκρυά τους αλλά όχι ολοκληρωμένες, σοβαρές και εφαρμόσιμες προτάσεις. Οι πολιτικοί τους αντίπαλοι αποδομούν αυτά τα προγράμματα που δεν είναι στέρεα και ξεχνούν τι προηγήθηκε, ότι βούλιαξε ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού χωρίς ούτε ένα βλέμμα από όσους κρατήθηκαν πάνω στο πλοίο.
Αλλο λάθος -συναφές- είναι ότι δεν υπάρχουν καν αξιόπιστα και αδιάσειστα στοιχεία για να φτιαχτεί ο χάρτης της φτώχειας σε μια χώρα με τόσο πολλές ανειλικρινείς φορολογικές δηλώσεις, με θεσμική υπανάπτυξη, και ενώ υπάρχει πάντα η ντροπή που κάποιες φορές κρατά κρυφή τη δυστυχία του διπλανού σου.
Το ακόμη μεγαλύτερο λάθος είναι ότι οι κυβερνήσεις λένε πολλά, οδύρονται και σχολιάζουν, αντί να πράξουν σιωπηρά και χωρίς να αντιμετωπίζουν ψηφοθηρικά τους πολίτες που χρειάζονται βοήθεια. Επομένως, το πρώτο θέμα είναι η πολιτική βούληση για ουσιαστική και όχι τηλεοπτική αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος.
Η υποχρέωση ανήκει στην πολιτεία. Δεν είναι υπόθεση του στρατού ούτε της εκκλησίας. Η στήριξη των απόρων αποτελεί ζήτημα πολιτικής που δεν χαράσσεται στο Πεντάγωνο και αφορά την κυβέρνηση, όχι τον ιδιωτικό τομέα ούτε τους ιερείς. Αν κάποιοι εκπρόσωποι της οικονομικής ελίτ αποφασίζουν να προσφέρουν κοινωνικό έργο αυτό πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά και όχι ως κάλυψη του κενού, το ίδιο συμβαίνει για δράσεις που αναλαμβάνονται σε επίπεδο ενοριών.
Υπάρχουν ιδέες, όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και η δωρεάν πρόσβαση των ανασφάλιστων στο σύστημα υγείας, αλλά προέχει η απασχόληση που προϋποθέτει ανάπτυξη, επενδύσεις, παραγωγική ανασυγκρότηση – όλα αυτά με τα οποία δεν ασχολούνται κυβέρνηση και πιστωτές.
Εχει κάνει μια εκπληκτική δουλειά στην ανάλυση του προβλήματος της φτώχειας στα χρόνια της κρίσης, με πρωτοποριακές σκέψεις και προτάσεις, ο καθηγητής Μάνος Ματσαγγάνης αλλά ποιος από αυτούς που αποφασίζουν τον διαβάζει και ποιος θα τον ρωτήσει.
Χρειάζεται συναίσθημα αλλά δεν αρκεί το συναίσθημα. Γιατί τα θύματα της ανθρωπιστικής κρίσης έχουν ανάγκη να βγουν από το περιθώριο, όχι να μείνουν εκεί έχοντας φαγητό και ρεύμα.
@AggelikiSays