Η φούσκα της ισοπέδωσης

Προκόπης Δούκας 13 Ιουλ 2012

O παρκαδόρος από την Αλβανία ήταν τουλάχιστον ειλικρινής, την ώρα που κολλούσε ένα τεράστιο “Πωλείται”, στο πίσω τζάμι της ασημένιας κουπέ BMW του: “Αυτά τα πράγματα τα κάνεις – και μετά τα μετανοιώνεις. Τότε που το αγόρασα, μεταχειρισμένο, το 2004, βγάζαμε όλοι λεφτά. Τώρα, δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο. Εμείς οι Αλβανοί, είμαστε τρελλοί με τα αυτοκίνητα, μόλις βγαίνει στην έκθεση, πάμε και το αγοράζουμε. Και όλοι θέλουνε το καλύτερο, τουλάχιστον Μερσεντές.”

Αναρωτήθηκα αν η βαλκανική φούσκα που μου περιέγραφε, είχε μεγάλες διαφορές από τη δική μας. Μόλις την περασμένη Κυριακή το βράδυ, μετρούσα τα πολυτελή αυτοκίνητα, που σχημάτιζαν ουρές, μετά από μια έξοδο λόγω και του καύσωνα, στην είσοδο της Αθήνας. Αν και η κρίση έχει σαφώς μειώσει τη χρήση τους (όπως έχει λύσει αρκετά προβλήματα σε σχέση με το κυκλοφοριακό και την ενεργειακή σπατάλη, λόγω ακρίβειας καυσίμων), υπάρχουν ακόμα αρκετά στους δρόμους, έστω εκ περιτροπής. Άλλωστε, ειναι λογικό, όσα κι αν πουλήθηκαν σε μάντρες ή στο εξωτερικό, τα περισσότερα παραμένουν στα χέρια των κατόχων τους. Όσοι δεν μπορούν να τα πουλήσουν, χωρίς να τα “σκοτώσουν”, αναγκαστικά τα χρησιμοποιούν περιορισμένα, προαπσθώντας να διασώσουν το προηγούμενο επίπεδο αυτοκίνησης τους. Αν πάλι έχουν μαύρα (ή νόμιμα) λεφτά στο πλάι, δεν προβληματίζονται ιδιαίτερα…

Πριν από μήνες, είχα μια “χαριτωμένη” αντιπαράθεση, με νέο συνάδελφο, οικονομικό συντάκτη, που χρησιμοποιούσε το δημοσιογραφικό κλισέ, για “τεκμήρια-φωτιά”, σε σχέση με τα ΙΧ. Αναρωτήθηκα αν είναι παράλογο να πρέπει να δηλώνεις ένα ελάχιστο εισόδημα των 8.800 ευρώ το χρόνο, αν θέλεις να έχεις ένα (σχετικά καινούργιο) αυτοκίνητο δύο χιλιάδων κυβικών εκατοστών. Η απάντηση ήταν αφοπλιστική: “Μα αφού είμαι άνεργος ή υποαπασχολούμενος, δεν τα βγάζω τα λεφτά…” “Και πρέπει να έχεις ένα δίλιτρο αυτοκίνητο, όταν είσαι άνεργος;” “Όχι, αλλά αφού αυτό έχω, δεν μπορώ να το πουλήσω – και το χρειάζομαι”…

Η ιδέα οτι μπορεί να στερηθείς το ΙΧ, όταν περνάς τόσες οικονομικές δυσκολίες, ήταν εκτός συζήτησης. Ούτε τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς υπήρχαν, ούτε η (έστω με δυσμενείς όρους) αντικατάσταση με κάτι μικρότερο. Στην ουσία, ξεδιπλωνόταν το πώς η ελληνική κοινωνία αυτοπαγιδεύτηκε, ζώντας “πέρα από το πάπλωμα” της.

Δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες αυτής της χώρας, έκαναν κατάχρηση στο κινητό και στο αυτοκίνητο (για να μην πούμε για το ακίνητο, που εξασφαλίστηκε ως επί το πλείστον με μαύρα λεφτά και χτίστηκε χωρίς ασφαλιστικές εισφορές και την πρέπουσα φορολόγηση). Χιλιάδες τζιπ και σεντάν μεγάλου κυβισμού αγοράστηκαν, με το πρόσχημα του “γερού αυτοκινήτου” και της “ασφαλούς οδήγησης”. Εντάξει, τα τζιποειδή ταιριάζουν στην Ελλάδα της λακούβας, του “καβαλάω το πεζοδρόμιο” και του χωματόδρομου στα νησιά, αλλά μήπως η επίδειξη μέτρησε περισσότερο; Και μήπως τώρα βρεθήκαμε (σχεδόν) όλοι, με οχήματα που δεν μπορούμε να τα συντηρήσουμε, φτάνοντας ακόμα και στο εγκληματικό κόψμο της ασφάλειας, γιατί αρνούμαστε να τα παρκάρουμε, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, που παραδίδουν τις πινακίδες;

Αν η απόκτηση ενός καλού αυτοκινήτου ήταν κάποτε ένα αίτημα, για (μεταξύ άλλων) ανανέωση του γερασμένου μας στόλου και μια ένδειξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μήπως σήμερα ανακαλύπτουμε την αμετροέπεια μας – και την έλλειψη πρόβλεψης, ώστε να μην αιμορραγούμε με τόσες πολλές εισαγωγές; Η υπόθεση “αυτοκίνητο” στην Ελλάδα είναι πονεμένη – κι έχει πολλά υπανάπυκτα και φαλλοκρατικά χαρακτηριστικά, αλλά τελικά, υποκρύπτει μια ευρύτερη προβληματική νοοτροπία.

Η κουλτούρα της μεταπολίτευσης, μαζί με το “του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει”, ανέδειξε και την πλήρη ισοπέδωση της αξιοκρατίας και της ανταπόδοσης. Εντάξει, πάρα πολλοί πλούτισαν με “αρπαχτές”, λαμογιές και φοροδιαφυγή – και φρόντισαν να επιδείξουν το νεοπλουτισμό τους. Αυτό δεν σημαίνει όμως, οτι οποιοσδήποτε εργαζόταν σε μια ΔΕΚΟ, είχε δεν είχε τα προσόντα, εδικαιούτο να έχει έναν μισθό (τουλάχιστον) διευθυντή ή στελέχους. Το να έχουν άνθρωποι με στοιχειώδη εκπαίδευση (και χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή ικανότητες) μισθούς μερικών χιλιάδων ευρώ και να αισθάνονται οτι δικαιούνται τη ζωή του εύπορου αστού, με το εξοχικό και το ακριβό αυτοκίνητο, αποτέλεσε τη χαριστική βολή, σε μια κοινωνία που δεν έβαλε ποτέ κανόνες και αξιολόγηση στη ζωή της.

Με την χαρακτηριστική άνεση μας, στρογγυλοποιήσαμε τα πάντα προς τα πάνω, όταν ήλθε το ευρώ. “Κουβαρντάδες” όπως ειμαστε, δεν τολμήσαμε να μετράμε τις δυνάμεις μας, μην και μας πουν τσιγγούνηδες, σαν τους μετρημένους “Γερμαναράδες”. Και αρνούμαστε ακόμα να δούμε, οτι αν η “κρατική αγελάδα” δεν δουλεύει με διαφάνεια και συμμάζεμα, αλλά περιμένουμε να παρέχει προς όλους, τότε γινόμαστε μια χώρα χωρίς επαρκή παραγωγή.

Υπερτιμολογώντας τα πάντα, παρά την πραγματική μας αξία, φτιάξαμε τη δική μας φούσκα. Μην υπολογίζοντας, οτι η κοινωνική δικαιοσύνη δεν έρχεται με την εξάπλωση της διαφθοράς ή της ισοπεδωτικής εξίσωσης των υπηρεσιών. Και πάνω από όλα, ξεχνώντας οτι αν η πολυτέλεια δεν έχει ανταπόδοση στην προσφορά όλων στο κοινωνικό σύνολο, τότε το τελευταίο καταρρέει…