Η κίνηση της Φώφης να διαγράψει από την ΚΟ τον Γρηγοράκο, τράβηξε τις κουρτίνες και άφησε σε κοινή θέα την πραγματικότητα του σημερινού ΠΑΣΟΚ. Η δε εξαγγελία διαδικασιών για την επανίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης συμπληρώνει την εικόνα, δεν την αλλάζει.
Η εκλογή του Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, με σημαία τις μεταρρυθμίσεις, αντί για προβληματισμό, φαίνεται ότι έφερε έναν πανικό στην στενή ηγετική ομάδα του Κινήματος. Η οποία, δια στόματος Φώφης, μέτρησε την απόσταση που τη χωρίζει από τη ΝΔ με μονάδα μέτρησης την άβυσσο.
Φυσικά, λίγους μήνες μετά την συγκυβέρνηση, στην οποία είχαν συμμετάσχει η Φώφη και ο Κυριάκος, η δήλωση προκάλεσε μια γενική θυμηδία. Μπήκαμε όλοι στον πειρασμό να μετρήσουμε πόσες «άβυσσος» την χωρίζουν από ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και λοιπούς αντιπάλους, αν έχει πολλαπλάσια ή κλάσματα η μονάδα, και για την ακρίβεια ποιό λάκκο έχει η φάβα.
Την άστοχη δήλωση – ή μήπως στοχευμένη; – προσπάθησε να διασκεδάσει ο Γρηγοράκος κρίνοντάς την δημόσια ως υπερβολική. Είπε ο άνθρωπος αυτό που λέει όλος σχεδόν ο κόσμος της κεντροαριστεράς, το αυτονόητο. Ότι είναι θετική εξέλιξη για τον τόπο η εκλογή ενός ηγέτη μη λαϊκιστή στην συντηρητική παράταξη. Και διαγράφηκε από την Κ.Ο. ως Μηδίζων.
Δύσκολο να θυμηθούμε άλλη τέτοια αποπομπή για φαινομενικά τόσο ασήμαντο λόγο και με το δίκιο να γέρνει τόσο εξόφθαλμα προς το μέρος τού «αντάρτη».
Αλλά μάλλον δεν πρόκειται για ένα παρορμητικό λαθάκι.
Ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, απαντάει σε έναν ηγέτη της συντηρητικής παράταξης που πατάει ως μεταρρυθμιστής στο πολιτικό κέντρο, με επιχειρήματα υπέρ της δικής του αξιοπιστίας.
Τον χαιρετίζει και τον καλεί να αποδείξει ότι εννοεί και μπορεί να κάνει αυτά που λέει, επιχειρηματολογώντας για το δικό του πολιτικό σχέδιο.
Τόσο απλό.
Δεν λογοπαίζει με αβύσσους και δεν ανακαλύπτει νεοφιλελευθερισμούς στο κρατικοδίαιτο ασφαλιστικό.
Η ουσία εν προκειμένω είναι ότι με μια ατάκα και μια διαγραφή, η Φώφη δοκίμασε να ανατρέψει το σύνολο τής πολιτικής τού ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της κρίσης και φυσικά την πολιτική τής ηγεσίας Βενιζέλου.
Με περιπετειώδη όσο και επιζήμιο τρόπο για τη χώρα, ο αντιμνημονιακός μύθος εξέπνευσε και δικαιώθηκε ως κυρίαρχη η αντίθεση ανάμεσα στους ευρωπαϊστές – μεταρρυθμιστές και τους κρατιστές – λαϊκιστές. Σ’ αυτή την πολιτική πάλη των απόψεων, το ΠΑΣΟΚ με κόστος την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της δύναμης του, υπήρξε αταλάντευτα «μνημονιακό» και προφανώς δικαιώθηκε. Όμως, παρ’ όλη τη συνέπειά του, δεν μπόρεσε ούτε υπό την ηγεσία ενός ευφυούς και εξαιρετικά ικανού πολιτικού όπως ο Βενιζέλος, να πείσει και να κάνει το Κίνημα πόλο συσπείρωσης.
Οι πολίτες, όσοι δεν δραπέτευσαν από το χώρο, παρέμειναν επιφυλακτικοί απέναντι στο ΠΑΣΟΚ.
Οι εθισμένοι στην συμφεροντολαγνεία, με συνείδηση ιδιώτη και όχι πολίτη, έκαναν αυτό που μας γυμνάζει το πολιτικό σύστημα από καταβολής ελληνικού κράτους και το οποίο πήρε διστάσεις ανεξέλεγκτες στην νεόπλουτη Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Υπέκυψαν στις σειρήνες του λαϊκισμού και μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Από τους υπόλοιπους, τους ευρωπαϊστές που αντελήφθησαν ορθώς το διακύβευμα, ένα μεγάλο μέρος τού γύρισε την πλάτη και δεν το εμπιστεύτηκε. Σκόρπισε στην ΝΔ στη ΔΗΜΑΡ και αργότερα στο Ποταμι ή σε άλλους μικρότερους σχηματισμούς.
Ασφαλώς η μάχη κατά του λαϊκισμού και του πελατειακού κράτους που αδράνησε τους θεσμούς και κατέστρεψε την παραγωγική βάση της χώρας, στρεφόταν ευθέως και κατά του παρελθόντος του ίδιου του ΠΑΣΟΚ.
Κι αυτό υπήρξε το λογικό κρίσιμο σημείο.
Απέτυχε να συσπειρώσει και να πείσει τους καχύποπτους
προς τους μηχανισμούς και τα πρόσωπα του ΠΑΣΟΚ.
Ο ευρωπαϊσμός που επέδειξε στα χρόνια της κρίσης μπορούσε να αποδείξει την ορθότητα της πολιτικής του, μόνο στο μέρος που αφορούσε την αποδοχή της ευρωπαϊκής βοήθειας έναντι ρήτρας μεταρρυθμίσεων επιβεβλημένων από τους δανειστές.
Δεν μπορούσε να αποδείξει και την ειλικρινή μεταρρυθμιστική του ταυτότητα η οποία θα εγγυούταν την αποκατάσταση της χώρας. Αυτό ήταν το ασφαλές ζητούμενο από τον ευρύτερο χώρο και παρέμεινε ζητούμενο.
Τα τελευταία γεγονότα απέδειξαν ότι οι αμφιβολίες ήταν βάσιμες. Το ΠΑΣΟΚ δεν μοιάζει να υφίσταται ενιαίο ως μεταρρυθμιστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ερήμην της πλευράς που εκπροσωπεί ο Βενιζέλος στο Κίνημα, τα γεγονότα πήραν το δρόμο τους.
Η μερίδα εκείνη που φέρνει βαρέως την συγκυβέρνηση με την Ν.Δ. είναι παρούσα και δείχνει να της ταιριάζει η ηγεσία της Φώφης. Περνάει στα ψιλά την επικείμενη καταστροφή της χώρας που υπαγόρευσε την πολιτική συνεργασίας και προβάλλει τα αντιδεξιά αντανακλαστικά της δεκαετίας του 80. Μπορεί βεβαίως ο καθένας να υποθέσει ότι η σύνθεση αυτής της τάσης είναι μοιρασμένη ανάμεσα στην νομενκλατούρα από τη μια που περιμένει οφίτσια και στρωμένα τραπέζια και τους αθώους που νοσταλγούν τις ωραίες μέρες της νιότης τους, χωρίς να υποψιάζονται όλοι μαζί ότι δεν υπάρχουν ιστορικές συνθήκες τέτοιας επιστροφής.
Αυτά δεν αλλάζουν όμως την ουσία μιάς πολιτικής που είναι ήδη παρούσα και προσπαθεί να αναστήσει το κόμμα με παλιές θολές και λαϊκίστικες συνταγές, ανακατεύοντας λέξεις όπως νεοφιλελευθερισμός και μεταρρυθμίσεις, των οποίων το νόημα αγνοείται όταν επεξηγείται.
Είναι φανερό ότι αυτή η πολιτική μετατοπίζει την κύρια αντίθεση. Καθώς ανακαλύπτει αβύσσους προς τη δεξιά, με την οποία συνεργάστηκε για τη σωτηρία της χώρας, υποβαθμίζει τους καταστροφικούς λαϊκισμούς και τις κρατιστικές ιδεοληψίες που έφεραν την χώρα στο χείλος του γκρεμού και την κρατάνε αιχμάλωτη στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Φυσικά, σε όλα αυτά υπήρξε ολοφάνερη αντίδραση η οποία μαζί με την πίεση που δέχεται στη βάση από την εκλογή του Κυριάκου, οδήγησε την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ στο επόμενο βήμα
Θυμήθηκε την ομόφωνη απόφαση του συνεδρίου για επανίδρυση της κεντροαριστερής παράταξης.
Δεν έθεσε το θέμα στα αρμόδια όργανα του Κινήματος και ούτε στην ευρύτερη Δημοκρατική συμπαράταξη. Το ξεκίνησε μόνη της με άρθρα και δηλώσεις όπου δεν αναφέρθηκε σε συνέδριο αλλά σε μια συνδιάσκεψη υπό όρους και προϋποθέσεις, οι οποίοι φαίνεται να πιστεύει ότι ευνοούν την εκλογή της.
Τι ακριβώς είναι αυτό;
Θα μπορούσε να θεωρηθεί θετική εξέλιξη εφ όσον επιτέλους, έστω καθυστερημένα, δρομολογεί την απόφαση του συνεδρίου. Δεν διαφεύγει ωστόσο σε κανέναν ότι αυτά διατυπώνονται εξ’ όψεως περίεργα και κάπως ερασιτεχνικά ενώ με προσεκτικότερη ανάγνωση, προκύπτουν αμφιβολίες και ερωτήματα.
Σίγουρα οι διάφορες δηλώσεις της περιέχουν πολλά στοιχεία στην σωστή κατεύθυνση που κολακεύουν τις μεταρρυθμιστικές προσδοκίες του χώρου.
Ωστόσο η ανησυχία για τις προθέσεις της, μάλλον μεγάλωσε. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι έτρεξε να προλάβει να βάλει ένα μεγάλο καπέλο στον κόσμο της κεντροαριστεράς, υπό την ηγεσία της και την διαφορετική πολιτική της.
Κι αυτό όχι ασφαλώς από διαίσθηση αλλά από παρατηρήσεις στις μέχρι τώρα δηλώσεις της, από τις οποίες –για την οικονομία του άρθρου – θα αναφέρουμε μερικές.
- Το κείμενο που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» πρόσθεσε στις αβυσσαλέες διαφορές και το ΣΥΡΙΖΑ. Γέρνει ισομερώς προς πάσα κατεύθυνση, προκειμένου να τους έχει όλους ευχαριστημένους. Άρα; Δεν υπάρχει πλέον η κύρια αντίθεση, ευρωπαϊστών και μεταρρυθμιστών απέναντι στον κρατισμό που κρατάει την χώρα στη διαφθορά και την υπανάπτυξη με σπόνσορα έναν ξέφρενο λαϊκισμό; Με λίγα λόγια, δεν είναι κύριος αντίπαλος ο δεξιοαριστερός τυχοδιωχτισμός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Χύμα άβυσσος τους χωρίζει όλους από το αγνό παρθένο μαλλί που προσφέρει το ΠΑΣΟΚ της Φώφης;
- Δεν είναι οιωνός αλλαγής πολιτικής η ατάκα «η δεξιά είναι δεξιά, όποια ηγεσία κι αν έχει»; Ο κοινός νους λέει ότι η ηγεσία κάνει την διαφορά ακόμη και στις σχολικές εκδρομές. Πρόκειται να πείσει κανέναν ότι δεν κάνει διαφορά στην πολιτική; Ή μήπως «θέλει η Φώφη να κρύψει τη στροφή και η χαρά δεν την αφήνει» να το κάνει πιο στρογγυλά;
- Πρόκειται έτσι, με καλέσματα στο πόδι, με συνδιασκέψεις αντί για συνέδριο και με τελεσίγραφα προαπαιτούμενων, να ενωθεί και να επανιδρυθεί η κεντροαριστερά; Δύσκολο.
Επίσης, όταν διαγράφει για μια ήπια κριτική ένα δικό της
ιστορικό στέλεχος, είναι αυτό δείγμα ανοχής της
διαφορετικότητας των παραπλήσιων χώρων;
Δεν βγάζει νόημα.
Κατά τη γνώμη μας, η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει δύο επιλογές.
Η μία είναι να οδηγήσει το Κίνημα σε ένα ενωτικό συνέδριο με τους όμορους χώρους που θα αναδείξει νέα ηγεσία και θα δεσμευτεί να σχεδιάσει ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Να συμβάλλει στην ίδρυση μιας μεγάλης ενωμένης κεντροαριστεράς.
Η άλλη είναι να βάλει το πορτραίτο της στην ταφόπλακα του ΠΑΣΟΚ των μηχανισμών, του κρατισμού και του λαϊκισμού. Του κακού ΠΑΣΟΚ. Σ αυτή την περίπτωση η Δημοκρατική Παράταξη θα ιδρυθεί δίπλα από τα ερείπια και μακριά από τα λείψανα ενός οριστικού παρελθόντος. Αυτό όμως θα έχει επιπτώσεις επειδή θα έχει βάλει μια τρικλοποδιά στην κεντροαριστερά παρόμοια μ’ εκείνη του Φώτη και θα χαθεί πολύτιμος πολιτικός χρόνος. Φυσικά θα χαθεί και η ίδια όπως ακριβώς και ο Φώτης αλλά αυτό είναι το λιγότερο που ενδιαφέρει τον ελληνικό λαό.
Άλλος ρόλος δεν υπάρχει. Κληρονόμος της παρακμής και της οπισθοδρόμησης είναι ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ και το κάνει με εξαιρετική επιτυχία σε βάρος της χώρας. Δεν θα μπορέσει να απολαύσει εξουσίες από τέτοιες διαδρομές, είναι κατειλημμένες και ήδη μετράνε αντίστροφα για την συρρίκνωσή τους.
Οι εξελίξεις πάντως έχουν δρομολογηθεί και δεν θα γυρίσουν πίσω. Ευχόμαστε για το καλό της χώρας, όλα αυτά, τα αντιφατικά και λαθεμένα, να οφείλονται στην απειρία τής προέδρου και όχι στις προθέσεις της. Να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να επιβεβαιωθεί το καλό σενάριο για την κεντροαριστερά. Φοβόμαστε όμως ότι η επανίδρυση της μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης έχει περισσότερες πιθανότητες να περάσει από το κακό σενάριο.