Η φαντασίωση Της «πολιτικής» διαπραγμάτευσης

Κώστας Σοφούλης 28 Μαρ 2015

Τι ακριβώς εννοεί ο Τσίπρας και οι υπουργοί του όταν απαιτούν «πολιτική λύση και όχι τεχνοκρατική» στα ζητήματα που αφορούν στην συνεργασία της κυβέρνησης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ (Τρόικα); Τι ακριβώς είναι η «πολιτική διαπραγμάτευση» που επιδιώκει «χωρίς την διαμεσολάβηση της δουλειάς των τεχνικών κλιμακίων» ή «τεχνοκρατών» όπως σχετλιαστικά τους χαρακτηρίζει το συριζαίϊκο newspeak; Σε αυτές τις δύο απορίες προσπαθώ αυτές τις μέρες να απαντήσω σε μερικούς συναδέλφους μου του εξωτερικού χωρίς μεγάλη επιτυχία ως φαίνεται. Ο λόγος; Αφορούν φαντασιακές έννοιες της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, που δεν έχουν αντίστοιχο στο πολιτικό γλωσσάρι λαών που η πολιτική κουλτούρα τους στηρίζεται στον ορθολογισμό και συνεπικουρείται από τον εμπειρικό επιστημονικό λόγο. Στον ευρωπαϊκό πολιτισμό πολιτική και επιστήμη συνεπικουρούνται. Στον ελλαδικό η πολιτική βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με την επιστήμη και τους εκπροσώπους της που τους ονομάζει χλευαστικά «τεχνοκράτες».  Η προσπάθειά μου να εξηγήσω αυτές τις έννοιες του ελληνικού ιδιολέκτου με ωφέλησε ιδιαίτερα, βοηθώντας με να καταλάβω κι εγώ ο ίδιος σαφέστερα κάτι που στο περίπου αντιλαμβανόμουν.  Αυτή την ωφέλεια θέλω να μοιραστώ με τους αναγνώστες μου.

Θα ξεκινήσω με μια μικρή ιστορία που δείχνει πότε πρωτοσυνάντησα αυτές τις έννοιες και πώς από τότε διέγειραν την καχυποψία μου. Λίγους μήνες μετά την θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας (1983) με επισκέφθηκε σημαντικό συνδικαλιστικό στέλεχος της εποχής που τότε κατείχε θέση συμβούλου του αρμόδιου Υπουργού και με ενημέρωσε ότι «η Κυβέρνηση σκέπτονταν να χρησιμοποιήσει την τράπεζα που τότε διοικούσα (ΕΤΒΑ) ως φορέα χρηματοδοτικής στήριξης του νέου συστήματος». Μου δήλωσε δε ότι θα ήθελε να τον βοηθήσω να διατυπώσει σχετικό σχέδιο για να το υποβάλει στον προϊστάμενο υπουργό του. Η ιδέα μου φάνηκε εξ αρχής ενδιαφέρουσα και του απάντησα ότι ευχαρίστως θα έμπαινα σε μια τέτοια συζήτηση αρκεί να μου προσκόμιζε τη μελέτη οικονομικής βιωσιμότητας του συστήματος για να πάρω μια ιδέα για τα συνεπαγόμενα πιστωτικά ρίσκα. Με κοίταξε μάλλον έκπληκτος και μου αποκρίθηκε ότι δεν μπορεί να μπλέξει με αυτά τα «τεχνοκρατικά». Το θέμα είναι, μου είπε, ότι υπάρχει η «πολιτική βούληση» και το ζήτημα πρέπει «να λυθεί πολιτικά». Έτσι μπήκα για πρώτη φορά στα μυστήρια της διάκρισης στα ζητήματα που είναι «τεχνοκρατικά» και σε εκείνα που λύνονται με σκέτη «πολιτική βούληση». Στη συγκεκριμένη περίπτωση επέμεινα ότι χρειάζομαι την «τεχνοκρατική» μελέτη οικονομικής βιωσιμότητας και προσπάθησα να του εξηγήσει περί τίνος πρόκειται. Το μόνο που κατάφερα ήταν να τον εξοργίσω. Φεύγοντας μου πέταξε και ένα απειλητικό «δεν έχεις την πολιτική αντίληψη που απαιτεί η θέση σου». Δεν τον ξαναείδα ούτε και με απασχόλησε το συγκεκριμένο θέμα. Η συζήτηση, όμως, μου άνοιξε τα μάτια και με προετοίμασε για πολλές ανάλογες περιπτώσεις όπου έπρεπε να αμυνθώ έναντι της απειλής ότι το «ζήτημα είναι πολιτικό και απαιτεί πολιτική λύση», σάμπως εγώ να είχα την υποχρέωση μπροστά σε μια τέτοια δήλωση να εγκαταλείψω τους «τεχνοκρατικούς» κανόνες της αποτελεσματικής τραπεζικής διαχείρισης και να ακολουθήσω κάποιες μυστηριώδεις ατραπούς της πολιτικής βουλησιαρχίας.   Εκείνη την εποχή είχα βαρεθεί να εξηγώ κάθε λίγο και λιγάκι σε πολιτικά και κομματικά στελέχη το τι είναι τράπεζα και πως πρέπει να λειτουργεί για να παίζει τον πραγματικό ρόλο της στο όλο πολιτικοοικονομικό σύστημα. Τα ίδια προβλήματα αντιμετώπισα σε όλη μου την σταδιοδρομία στις διάφορες «αποστολές» τις οποίες ανέλαβα ή μου ανέθεσαν. Όλες στον δημόσιο τομέα λόγο ιδεολογικής επιλογής, πράγμα που τώρα καταλαβαίνω ότι μου στέρησε τις χαρές που προσφέρει ο δημιουργικός ιδιωτικός τομέας της κοινωνίας μας.

Τι απεκόμισα από την τριβή με το θέμα αυτό όλα αυτά τα χρόνια; Ιδού με λίγα λόγια τα συμπεράσματά μου.

Το στελεχιακό δυναμικό της αριστεράς (με την πιο ευρεία έννοια του όρου) αποκλεισμένο για τρείς τουλάχιστο γενιές από την εξουσία,  με καταπιεστικούς τρόπους που χρησιμοποιούσε η δεξιά, περιόρισε κατ’ ανάγκη τις πολιτικές εμπειρίες του στο πεδίο των δυναμικών διεκδικήσεων. Όταν έβαζε κάποιον μικρό η μεγαλύτερο πολιτικό στόχο, το μόνο εργαλείο που είχε στα χέρια του ήταν να «κατεβάσει τον κόσμο στους δρόμους». Περιθώρια νηφάλιας συζήτησης με απαιτήσεις τεκμηριωμένης αντιδικίας ποτέ δεν του δόθηκε ουσιαστικά. Στη συνείδησή μας εύκολα διαμορφώθηκε, ως εκ τούτου, η πεποίθηση ότι στην πολιτική δεν μετράει το επιχείρημα αλλά η δύναμη της δράσης η αντίδρασης. Το πολιτικό παιχνίδι έτσι συρρικνώνταν σε μια στείρα διαδικασία αλλεπάλληλων εκβιασμών.  Η πολιτική ερμηνεύτηκε ως απλό αλισβερίσι ισχύος και τίποτα περισσότερο.  Σε αυτό βοηθούσε και η επιπόλαιη ερμηνεία του λαϊκού μαρξισμού (sic), όπου τα πάντα αντιμετωπίζονταν μέσα από την απλοϊκή διαλεκτική της ταξικής σύγκρουσης η το πολύ – πολύ της «ολικής σύγκρουσης συμφερόντων». Μια από τις πρώιμες τραυματικές προσωπικές εμπειρίες μου υπήρξε για παράδειγμα το πρόγκισμα που  δέχτηκα όταν ως πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων Φοιτητών και μέλος της νεολαίας της ΕΔΑ προσπάθησα να φέρω για συζήτηση στην Διοικούσα της Νεολαίας μια πρότασή μου να εξειδικεύσουμε το αίτημα του «15% για την Παιδεία» σε πρόγραμμα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που θα το αιτιολογούσε αναλυτικά. Είχα κάνει μάλιστα την βέβηλη ερώτηση «γιατί 15% και όχι 10% ή 20%»; Πώς σταματούμε αυτό το παιχνίδι της κολοκυθιάς;  Δεν πήρα ποτέ απάντηση, πέραν της φιλικής εξήγησης καθοδηγητή μου ότι τώρα (τότε) το σύνθημα έχει γίνει κτήμα του Λαού και δεν πρέπει να το υπονομεύσουμε! Σήμερα σκέφτομαι ότι η «συμβουλή» εκείνη είναι η ίδια που θα πάρει σήμερα από του συριζαίους όποιος (λ.χ. το τεχνικό κλιμάκιο των θεσμών) τους θέσει ζήτημα τεκμηρίωσης μιας προτεινόμενης δημόσιας πολιτικής. Η απάντηση θα είναι πάλι ότι το ζήτημα είναι πολιτικό και όχι τεχνοκρατικό, καθώς τη λύση την υπαγορεύει η όποια ερμηνεία της λαϊκής ψήφου. Η  εικόνα που αποκομίζουμε από τα ΜΜΕ για τον τα τρόπο που αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τις συναλλαγές της με τους θεσμούς, είναι πανομοιότυπη με την εικόνα που για γενεές έχει καλλιεργήσει ο πάσης φύσης λαϊκισμός, ότι τα πάντα εξαρτώνται από την δύναμη των εκάστοτε «παραγόντων». Αυτό δείχνει σήμερα και η ταχύτατη ανάληψη της διαπραγματευτικής ευθύνης από τον ίδιο τον πρωθυπουργό που προβαίνει σε «πολιτικά διαβήματα» και περιθωριοποιεί τους υπουργούς του που δεν τα καταφέρνουν να πείσουν με τα όποια δικά τους επιχειρήματά.

Το πολιτικό αυτό πρότυπο πολιτικής συμπεριφοράς αποτελεί ευθεία μεταφορά της κουλτούρας του λαιϊκοσυνδικαλισμού όπως αυτός έχει καλλιεργηθεί μεν από όλες τις παρατάξεις κατά την μεταπολίτευση αλλά υπό την έμπνευση της αριστερής «μαχητικότητας» που εκφράστηκε από τους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ, που εν σώματι μεταπήδησαν στη συνέχεια στον ΣΥΡΙΖΑ.  Το δόγμα αναπτύχθηκε πρωτευόντως στον δημόσιο τομέα όπου το παιχνίδι μπορούσε να παίζεται αζημίως. Πολύ νωρίς κατακτήθηκε το δικαίωμα της πληρωμής των δεδουλευμένων στην διάρκεια των απεργιών ώστε να μένει χωρίς κόστος ή όποια μαξιμαλιστική διεκδίκηση κρινόταν ότι αβαντζάρει την αναπαραγωγή της εξουσίας των συνδικαλιστών.

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του μοντέλου «διεκδίκησης» είναι η πλήρης απαξίωση των επιχειρημάτων που αφορούν αφενός στο μακροπρόθεσμο συμφέρον των διεκδικητών και αφετέρου στο ευρύτερο κοινό συμφέρον. Έτσι, ή όποια διαπραγμάτευση μετατρέπονταν σε ένα είδος bras de fer μεταξύ «πολιτικών παραγόντων» που τελικά κρίνονταν με μια εκ των άνω πολιτική παρέμβαση. Η  κυβέρνηση τελικά έριχνε το βάρος προς τα εκεί που το βραχυπρόθεσμο συμφέρον της την τραβούσε.

Αυτό το μοντέλο αναπαράγεται τώρα στις διεθνείς μας σχέσεις. Ο Τσίπρας γυρίζει ανά τας Ευρώπας προσπαθώντας να κλείσει τις όποιες συμφωνίες του σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών για να αποφύγει τις θεσμοθετημένες πρακτικές της ΕΕ και του ΔΝΤ. Αγνοεί, όμως, ότι πίσω από τους ηγέτες των σοβαρών κρατών εργάζονται φιλότιμα σμήνη επαγγελματιών (τεχνοκρατών κατά την σχετλιαστική ορολογία του ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ) που στηρίζουν με τις γνώσεις και τις εκτιμήσεις τις αποφάσεις των ηγετών. Ο Τσίπρας δεν έχει να αντιπαρατάξει τίποτα σε αυτό το πεδίο, πλην των κομματικών του «συμβούλων» οι οποίοι τόσα ξέρουν όσα έμαθαν το παλιό λαϊκοσυνδικαλιστικό παρελθόν τους. Η σύγκρουση μεθοδολογίας ήδη έχει αποκαλυφθεί και μετατρέπεται μέρα με την μέρα σε φιάσκο που στριμώχνει συνεχώς την κυβέρνηση σε διλήμματα του τύπου «Κούγκι», «γεωπολιτική αναδιάταξη» και «δημοψηφίσματα». Απέναντι στον πολιτικό επαγγελματισμό των ευρωπαίων, ο Τσίπρας αντιπαρατάσσει τον ελληνικό συνδικαλιστικό πρωτογονισμό!  Θα διδαχτεί σκληρά το μάθημά του. Το κόστος όμως μάλλον θα το πληρώσει πάλι ο αφελής Λαός.

Σε αυτό το παιχνίδι, ο χαμένος κατά πάσα βεβαιότητα θα είναι η κυβέρνηση. Το πρόβλημα είναι μήπως η χασούρα  μεταφερθεί στην πλάτη του Ελληνικού λαού. Κάτι που είναι βέβαιο ότι θα συμβεί αν δεν κάνει γρήγορα και με τεχνική αποτελεσματικότητα την απαιτούμενη κωλοτούμπα της η κυβέρνηση. Κι ύστερα ας τα βρει με τις συνιστώσες της. Για το κοινό συμφέρον αυτό το ξεκαθάρισμα εσωτερικών λογαριασμών είναι παγερά αδιάφορο. Την κωλοτούμπα θα υποδεχτεί το «έθνος» με χειροκροτήματα.