Η «Fake Political Agenda»

Κώστας Σοφούλης 15 Απρ 2019

Είναι Τοξικότερη των Fake News: Η καταγωγή της

Πρόσφατα, σε ένα παιχνίδι μεταξύ ενηλίκων που δεν ήταν τόσο αθώο, υποσχέθηκα ότι θα αποδείξω στην παρέα ότι δεν ξέρουν τι πραγματικά  θα ψηφίσουν σύντομα, όπως δεν ξέρουν και τι πραγματικά είχαν ψηφίσει στις προηγούμενες εκλογές. Κέρδισα το στοίχημα με ελάχιστες επιφυλάξεις. Από την εμπειρία εκείνη, πέραν του κεράσματος δύο γύρων ούζου Πλωμαρίου, προέκυψε και το κείμενο που παρατίθεται στη συνέχεια. Τεραστίας έκτασης για τα μέτρα του Ιστότοπου, αλλά μπορεί και να μη μετανιώσετε αν το διαβάσετε.

***

Εισαγωγικά: Για μια θεωρία για τον φθοροποιό ρόλο του λαϊκισμού.

Εκτός από τις ψευδείς ειδήσεις( fake news) στην διαδικασία διαμόρφωσης της πολιτικής επιλογής από το εκλογικό σώμα παρεμβαίνουν και  οι ψευδείς πολιτικές προγραμματικές (fake political agenda) που ρίχνουν στην ροή της πολιτικής διαβούλευσης τα ίδια τα κόμματα όταν αποτείνονται στους δικούς τους οπαδούς ή προσπαθούν να στρατολογήσουν πρόσθετους. Η νοθεία του ουσιαστικού λόγου σε αυτή την δεύτερη περίπτωση γίνεται στο όνομα της απλούστευσης της περιγραφής  του επίδικου πολιτικού ζητήματος για να μπορέσει να γίνει  κατανοητό από τον μέσο, μη ειδικό πολίτη. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται μια ψαλίδα κατανόησης του ίδιου ζητήματος ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες που έχουν πάντοτε στη διάθεσή τους πολύ μεγαλύτερη ενημέρωση για το επίδικο ζήτημα, και στον απλό πολίτη που ενημερώνεται «εκλαϊκευτικά» μέσα από τα κομματικά κανάλια και τα ΜΜΕ. Το άνοιγμα της ψαλίδας αυτής διευρύνεται συνεχώς στις μέρες μας επειδή και κυρίως εξ αιτίας της παγκοσμιοποίησης, τα κατ’ όνομα γνωστά πολιτικά ζητήματα, καθίστανται ολοένα και πιο πολύπλοκο, ώστε η απαιτούμενη εκλαϊκευτική παρέμβαση να απαιτεί συνεχώς και μεγαλύτερη απομάκρυνση από την πλήρη εικόνα του ζητήματος. Η εξέλιξη αυτή, δημιουργεί  στο τέλος «άνοιγμα πολιτικού ορθολογισμού» που όταν κορυφωθεί σε κρίση, δημιουργεί το άνοιγμα που χρειάζεται ο λαϊκισμός για να  πάρει τα ηνία και να εγκατασταθεί για καλά στην φιλελεύθερη δημοκρατία, είτε από τα Αριστερά είτε από τα Δεξιά. Αυτή η γραμμή εξέλιξης οδηγεί σε λύσεις κατ’ εξαίρεση της φιλελεύθερης δημοκρατίας είτε με την εφαρμογή λαϊκιστικών πολιτικών, είτε με την καταφυγή σε «τεχνοκρατικές» μορφές διακυβέρνησης που περιορίζουν την έκφραση της λαϊκής βάσης της δημοκρατίας. Τα περαιτέρω ενδεχόμενα, αξίζει επειγόντως να μελετηθούν. Όλα ατά σημαίνουν ότι στην πραγματικότητα ακόμη και τα δημοκρατικά κόμματα δουλεύουν για την ανάδειξη του λαϊκισμού με το να εφαρμόζουν επικοινωνιακές πολιτικές που κρατούν τους πολίτες μακριά από την πραγματικότητα και τους καθιστούν ευάλωτους σε λαϊκιστικούς μύθους.

Αυτό είναι σε περίληψη το αντικείμενο που πραγματεύομαι σε αυτό το κείμενο. Ο αναγνώστης καλείται να κρίνει πόσο τον ενδιαφέρει η συνέχιση της ανάγνωσης του κειμένου που κατ’ ανάγκη είναι ασυνήθιστα μακρό. 

Στην πολιτική,η απλούστευση για λόγους εκλαΐκευσης είναι μορφή σκόπιμα κατασκευασμένου ψεύδους, όπως και τα fake news.  

Ανέκαθεν, οι ανεξέλεγκτες φήμες αποτέλεσαν εργαλείο στρέβλωσης της διαβουλευτικής διαδικασίας, δηλαδή του θεμέλιου της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η σημερινή, όμως, τεχνολογία της πληροφορίας και της διαπροσωπικής επικοινωνίας μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενίσχυσαν σε τεράστιο βαθμό τη δραστικότητα της ανεξέλεγκτης φήμης, σε σημείο που απαιτήθηκε να επινοηθεί νέος όρος για το φαινόμενο, ο γνωστός μας fake news, για να επικεντρώσει την απαιτούμενη επιστημονική έρευνα.

Η δύναμη των fake news πηγάζει αφ’ ενός από την εξαιρετική δυσκολία ελέγχου τω πηγών τους, επομένως και του ελέγχου της εγκυρότητάς τους, και αφετέρου από την στρεβλωτική παρεμβολή συμπληρωματικών και απρόσκλητων παραπλανητικών σημάτων στην αρχική «σπορά», σημάτων, που αντιμάχονται την πραγματική βάση του διαλόγου ή της διαβούλευσης. Πρόκειται για παρεμβάσεις αποδόμησης της  λογικής ροής της πληροφορίας που προσπαθεί ο κάθε παραγωγός διαλόγου να κατευθύνει στο δικό του κοινό και, αντίστροφα, το κοινό να αντιπαραθέσει στον παραγωγό, κατά την ανταλλαγή απόψεων, γνωμών και προπάντων τεκμηριωμένης πληροφορίας. Στη περίπτωση των fake news, η πρωτοβουλία και η σκοπιμότητα της στρέβλωσης ανήκει συνήθως σε κάποιον τρίτο, που προσφέρει «εξωτερική βοήθεια» στους αντιπάλους με ψευδείς η παραποιημένες «αλήθειες».O «τρίτος» ενεργεί είτε σε προσυνενόηση με κάποιον από τους διαλεγόμενους, είτε αυτοβούλως εξυπηρετώντας πολλές φορές δικούς του σκοπούς (π.χ βλέπε παρεμβολή Ρώσων στα αμερικάνικα κοινωνικά δίκτυα υπέρ της υποψηφιότητας του Trump) . Ο παρεμβαλλόμενος τρίτος παραβιάζει τους κανόνες επικοινωνίας μεταξύ «εντίμων» πομπών και «εντίμων» δεκτών. Για παράδειγμα, ενώ ο πολιτικός Α επιχειρηματολογεί για το σχέδιο που προτείνει φερ’ ειπείν για το συνταξιοδοτικό, ο «εξωτερικός φημολόγος βοηθός του αντιπάλου» του  φωνάζει «ναι, αλλά χθες η σύζυγός σας χάλασε με το αυτοκίνητό της το περίπτερο φτωχού βιοπαλαιστή».

Όσο «ανήθικο» κι αν φαίνεται το φαινόμενο, η τυπική κριτική ανάλυσή για την καταπολέμησή του, ταιριάζει στο πασιφανές γενικό σχήμα του αντιλόγου, οργανικού στοιχείου της διαβουλευτικής δημοκρατίας. «Εσύ λες ψέματα ή άσχετα πράγματα κι εγώ θα το αποδείξω». Ως εκ τούτου, ουδέν το παράδοξο, θα έλεγα. Οι αντίπαλοι είναι υπεύθυνοι για την διαβουλευτική μάχη που πρέπει δώσουν μεταξύ τους, και από την αντιπαράθεση της «αλήθειας» τους ο ακροατής μπορεί να κρίνει. Όπως κάθε αγώνας εξουσίας, έτσι και ο διαβουλευτικός αγώνας είναι σκληρός ανάμεσα στους αντιπάλους και οι διαβουλευόμενοι πρέπει, μεταξύ άλλων, να δείξουν και ικανότητες εκκαθάρισης των παρεμβολών και παρασίτων στη γραμμή επικοινωνίας τους.  Η καταπολέμηση των fake news δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τις γνωστές μεθόδους αναζήτησης της αλήθειας που αναπότρεπτα έχουν χαρακτήρα αντιπαράθεσης ιδεών και τεκμηρίων.  Συνηθισμένα πράγματα, όσο και αν το βάρος τους μεγαλώνει ανησυχητικά στις μέρες μας.

Τι συμβαίνει, όμως, αν ο ίδιος ο διαβουλευόμενος, σκοπίμως στρεβλώνει τη ΔΙΚΗ του πληροφορία που διακινεί προς το ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΑΚΡΑΤΗΡΙΟ, για λόγους που, συνήθως, τον εξυπηρετούν απλώς στη συγκεκριμένη συγκυρία; Δηλαδή, τι συμβαίνει όταν ο ίδιος ο ηγετικός πομπός της πολιτικής διαβούλευσης συνειδητά λέει ψέματα ή κρύβει μέρος της αλήθειας (πράγμα που είναι το ίδιο); Είναι άραγε αυτή μια λιγότερο φθοροποιός και ύπουλη παρέμβαση στην λειτουργία της δημοκρατίας;

Μια τέτοια πρακτική αναπτύσσεται προσφάτως συστηματικά και συνεχώς ευρύτερα, αλλά και βαθύτερα, στο εσωτερικό όλων σχεδόν το κομμάτων. Η ενίσχυσή της μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις συνέπειες του διάσπαρτου λαϊκισμού στις μέρες μας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, στον χώρο της δημόσιας πολιτικής διαβούλευσης εμφανίζεται το φαινόμενο που πρώτοι θα ονομάσουμε με τον όρο «fake political agenda” μεταφρασμένο στα Ελληνικά ως «ψευδής πολιτική προγραμματική». Το φαινόμενο δεν ταυτίζεται μεν με το εκείνο των fake news αλλά και τα δύο έχουν τις ίδιες και χειρότερες επιπτώσεις στην διαβουλευτική διαδικασία της δημοκρατίας: Την μετακινούν από το πεδίο του «αληθούς» σε ένα καταστροφικό επίπεδο του «ψευδούς και υπόπτου άλλων στοχεύσεων από τις προβαλλόμενες». Με το φαινόμενο αυτό θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

Τι είναι και πώς προκύπτει η Fake Political Agenda.

Τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο; Τι είναι η ψευδής πολιτική προγραμματική, πώς προκύπτει με την μορφή της Fake Political Agenda; Τι εκπεφρασμένους σκοπούς εξυπηρετεί, αλλά και τι συνεπάγεται πέραν του σκοπουμένου; Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσω αμέσως να δώσω κάποιες πρώτες συνοπτικές απαντήσεις.

Το φαινόμενο της ψευδούς πολιτικής ατζέντας είναι η εκδοχή μιας πολιτικής προγραμματικής που προκύπτει, ως τρόπος διαχείρισης και υποτιθέμενης υπέρβασης της  ψαλίδας που διαχωρίζει την ανάλυση και κατανόηση της πολιτικής που εκ των πραγμάτων διασφαλίζουν για τον εαυτό τους ο πολιτικές ηγεσίες (των κομμάτων, σήμερα), σε σχέση με την αντίστοιχη κατανόηση που, είτε μπορούν είτε αποφασίζουν να καταβάλουν το κόπο που απαιτείται  οι απλοί ψηφοφόροι για  να την κατανοήσουν. Για παράδειγμα, ο αρχηγός και τα μέλη μιας κυβέρνησης κατά κανόνα χρησιμοποιούν στελέχη της δημόσιας διοίκησης καθώς και πλειάδα συνεργαζομένων ειδικών (τεχνοκρατών, κατά την εσφαλμένη κοινή ονομασία τους) για να τους βοηθήσουν στο πώς μπορεί να οργανωθεί ένα «αποτελεσματικό» ασφαλιστικό σύστημα που θα προταθεί στη συνέχεια στην αγορά του Δήμου για έγκριση. Προφανώς, για να φτάσει στο ίδιο επίπεδο κατανόησης του ζητήματος ο απλός ψηφοφόρος, όση ιδιοφυία και να φέρει κατά τον λαϊκιστικό μύθο του «σοφού λαού», στη πραγματικότητα πρέπει να καταβάλει τουλάχιστο αντίστοιχο κόπο και να αφιερώσει αντίστοιχο χρόνο και ταλέντο μελέτης, για να εξισώσει την κατανόησή του με εκείνη των αρχηγών του. Μόνο έτσι θα μπορέσει να συμμετάσχει με ίσους όρους στην απαιτουμένη πολιτική διαβούλευση επί του προκειμένου.

Τέτοια διάθεση, όμως, ελάχιστοι δείχνουν, αλλά και όσοι μετρημένοι στα δάκτυλα  το αποφασίσουν, σχεδόν αυτομάτως μεταπηδούν στη χορεία των de facto πολιτικών ηγετών. Ας δοκιμάσει κάποιος να εξηγήσει, ως εμπειρογνώμων και ΧΩΡΙΣ απλουστεύσεις, το πώς λειτουργεί και πως μπορεί να βελτιωθεί το ασφαλιστικό μας σύστημα, σε ένα ασφυκτικά γεμάτο καφενείο ή έστω και αίθουσα κομματικής συγκέντρωσης, και τότε θα δει εν ριπή οφθαλμού να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια του μαζική αποχώρηση ακροατών σαν εκείνη που θα περίμενε να δει αν κάποιος φώναζε ξαφνικά «φωτιά, φωτιά». Αυτό το ήξεραν από  τα γεννοφάσκια τους οι πολιτικοί και γιαυτό εφεύραν το εργαλείο των συνθημάτων, δηλαδή εύπεπτων λογικών «συμπυκνωμάτων», για να εξασφαλίσουν τον προσεταιρισμό ψηφοφόρων. Αυτό το φαινόμενο υπήρχε ανέκαθεν, αλλά στις μέρες μας σχεδιάζεται με προηγμένες τεχνικές επικοινωνιακής πολιτικής και γιαυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο.

Στις μέρες, το φαινόμενο αποκτά σχεδόν τερατώδεις διαστάσεις καθώς η ψαλίδα  κατανόησης για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, συνεχώς διευρύνει το άνοιγμά της καθιστά συνεχώς και δυσκολότερη την ισότητα της διαβούλευσης. Το μεγάλο άνοιγμα της ψαλίδας δημιουργεί συνθήκες ακατάληπτου διαλόγου και σχεδόν «παραλογικής» διαβούλευσης. Η διαβούλευση γίνεται πλέον με εντελώς διφορούμενη γλώσσα, όπου ο καθένας τελικά ικανοποιείται για το προσωπικό του συμπέρασμα, ασχέτως αν κάποιος διαβουλευόμενος μπορεί να συμφωνήσει μαζί του πάνω στην ίδια λογική και πραγματολογική βάση.

Πώς ανακύπτει η «αναγκαιότητα» της Ψευδούς Πολιτικής Προγραμματικής (Fake Political Agenda) ;

Ο λόγος που αυτό συμβαίνει είναι απλός: Καθώς τα πολιτικά ζητήματα γίνονται καθημερινά και περισσότερο πολύπλοκα, εκ του λόγου ότι στη δομή τους  υπεισέρχονται συνεχώς και πιο  μακρινοί παράγοντες πέραν των εθνικών συνόρων και της κατανόησης των εθνικών ρυθμίσεων, η κατανόησή τους απαιτεί συνεχώς και ευρύτερες αλλά και βαθύτερες αναλύσεις από συνεχώς και πιο αποτελεσματικούς ειδικευμένους συμβούλους. Την δυνατότητα αυτή την έχει θεωρητικά μεν η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, αλλά ούτε να την ονειρευτεί δεν μπορεί ο κοινός πολίτης. Άντε, τότε, αυτός να καταλάβει, λόγου χάρι, το γιατί και πώς το ύψος της σύνταξής του, για να μείνουμε στο ίδιο παραπάνω παράδειγμα, εξαρτάται, εν μέρει τουλάχιστο, από τη κίνηση των Κινέζικων ή αμερικάνικων ομολόγων στο Χρηματιστήριο του Χόγκ-Κογκ, ώστε να καταλήξει σε συνειδητή επιλογή μεταξύ των προτεινομένων από τα κόμματα λύσεων ! Έτσι, τελικά και κατά κανόνα, η διαβούλευση συρρικνώνεται σε μία εντελώς κενή αληθείας «λεκτική πράξη» του τύπου: Ο πολιτικός λέει: «Σου υπόσχομαι αυτό», και ο ψηφοφόρος απαντά «σε πιστεύω (ή δεν σε πιστεύω) αν και δεν ξέρω αν «αυτό» μπορεί να γίνει». Η ιστορία του διαβόητου Προγράμματος της Θεσσαλονίκης, με το οποίο ο Τσίπρας εξασφάλισε τη εξουσία, ενώ την διασφάλισε με την πλήρη ανατροπή του (κωλοτούμπα), αποτελεί πλέον ιστορικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου έκπτωσης της πολιτικής διαβούλευσης.

Η σημασία της κοινωνικής εμπιστοσύνης στη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Στο παρελθόν, η ψαλίδα γνώσης, επίγνωσης και κατανόησης που περιγράψαμε παραπάνω, ήταν μικρότερη επειδή τα διακυβεύματα είχαν απλούστερη λογική δομή, αλλά και κατά το υπόλοιπό της  περιορίζονταν, κατά ένα σημαντικό βαθμό, από την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς της κοινωνίας τους και τις ελίτ. «Αφού το λέει η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος, η τάδε σοβαρή εφημερίδα, ο διεθνώς γνωστός ακαδημαϊκός, κ.ο.κ., τότε έτσι πρέπει να είναι». Αυτή η σκέψη εμπιστοσύνης άφηνε τα περιθώρια που χρειάζεται το σύστημα εξουσίας και διαχείρισης για να αντιμετωπίσει το όποιο πρόβλημα πολιτικής, χωρίς να χάσει τη νηφαλιότητά του από συλλαλητήρια, βίαιες εκδηλώσεις, απρόβλεπτες πολιτικές ανατροπές και άλλες εκδηλώσεις της κοινωνίας που υπονομεύουν την λογική των υπευθύνων θεσμών. Η εμπιστοσύνη (trust) είναι το βασικό σύστημα ασφαλείας της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Αυτό το μαξιλάρι νηφαλιότητας έχει σχεδόν εκλείψει στις μέρες μας, καθώς, αποδεδειγμένα, από σχετικές έρευνες, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς τείνει να εκμηδενιστεί; Πώς και γιατί έγινε αυτό; (Μικρή παρέκβαση: η επώαση του φαινομένου εξασθένισης της κοινωνικής εμπιστοσύνης ανάγεται σε αρκετό βάθος χρόνου και έξω από τα όρια της χώρας μας. Ας θυμηθούμε τις αναλύσεις των Luhmann, Putnam, της O’Neil, Giddens κλπ. που πρωτοπόρησαν)

Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει στις μέρες μας υπονομευθεί από τρείς παράγοντες που, ενώ έχουν διαφορετικούς σκοπούς και στόχους, συνεργούν τελικά, στα πλαίσια της δυναμικής του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, στο ίδιο τελικό αποτέλεσμα. Δηλαδή οδηγούν στη φθορά ή, τουλάχιστο, στρέβλωση του δημοκρατικού  συστήματος. Οι παράγοντες αυτοί είναι κατά σειρά (α) η ατέρμονη αύξηση της πολυπλοκότητας των πολιτικών διακυβευμάτων, (β) η αυτονόμηση των κομμάτων από τις απαιτήσεις της διαβουλευτικής δημοκρατίας  [αναγωγή της εξουσίας σε αυτοσκοπό των κομματικών παραγόντων (κυβερνητισμός), αύξουσα επαγγελματοποίηση της πολιτικής ενασχόλησης] και (γ) η παρεμβολή του λαϊκισμού ως μηχανισμού εκτόνωσης της κοινωνικής πίεσης σε (βραχύβιες/ευκαιριακές) ανορθολογικές κατευθύνσεις  για να αντιμετωπιστούν σοβαρές αστοχίες του δημοκρατικού συστήματος με πρόχειρα μέσα που υποτίθεται ότι έχουν άμεση απόδοση (πχ. Φιλανθρωπικά επιδόματα).

Για μεν την πολυπλοκότητα κάναμε ήδη μια νύξη και ίσως επαρκούν μερικά ακόμη στοιχεία για την κατανόηση του φαινομένου, αλλά όχι αρκετά και για την ανάλυσή του. Αυτό, όμως, ανήκει σε άλλη σφαίρα ενδιαφέροντος και δεν είναι του παρόντος. Μπορούμε όμως να προσθέσουμε ότι, δύο είναι οι παράγοντες που συνεργούν σήμερα στην αύξηση της πολυπλοκότητας του σχεδιασμού και  διαχείρισης των δημόσιων κυρίως πολιτικών:

(α) Η φορά της παγκοσμιοποίησης προς πιο σύνθετες μορφές υπερεθνικών  ρυθμίσεων για να γίνουν διαχειρίσιμες οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσιά της, είτε ως δυνητικές επιλογές είτε ως αυτόνομες πρακτικές. Η ροπή αυτή αυξάνει αλματωδώς τις μεταβλητές και τις παραμέτρους που περιγράφουν το κάθε πολιτικό διακύβευμα. Η εξέλιξη αυτή εξωθει συνεχώς και περισσότερο την διαδικασία λήψης αποφάσεων από τα συνήθη όργανα της δημοκρατίας σε στενότερες δομές «ειδικών μελών της επιστημονικής κυρίως ελίτ», την ίδια στιγμή, που οι αστοχίες του συστήματος προκαλούν απόρριψη του ρόλου τους από το εκλογικό σώμα. Έτσι μπλοκάρετε στα τυφλά ο «σωτήριος» ρόλος της κοινωνικής εμπιστοσύνης.

(β) Ο δεύτερος παράγοντας είναι η σχεδόν ανεξέλεγκτη διεύρυνση των αιτημάτων για κοινωνικές παροχές και δημόσιες υπηρεσίας που, απρόβλεπτα, εμφανίστηκε ως συνέπεια της δυνατότητας επιλογής βιογραφημάτων με την μορφή του «δικαιωματισμού». Η μεταπολεμική και μετακομμουνιστική εξάπλωση και εδραίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας έφερε τον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών ταυτοτήτων που, με τη σειρά του, πολλαπλασίασαν τα διεκδικούμενα δικαιώματά από το κράτος και την εξουσία γενικά. Αυτό το σπιράλ «κοινοτικοποίησης» της διακυβέρνησης έχει φέρει τους πολιτικούς μπροστά σε ιδιαίτερα πολύπλοκα και απαιτητικά προβλήματα διακυβέρνησης που ποτέ άλλοτε στη Δυτική Ιστορία δεν απαιτούσαν τόσο εκτεταμένη και βαθιά γνώση των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων. Για να μείνουμε στο γνωστό μας παράδειγμα, πριν λίγες ακόμη δεκαετίες, η προδιαγραφή ενός ασφαλιστικού πακέτου  απαιτούσε υπολογισμούς κατά βάση με σταθερές στον χρόνο παραμέτρους. Σήμερα, με την ταχύτητα που αναπτύσσεται η ιατρική και η φαρμακολογία, ούτε καν το προσδόκιμο ζωής δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί χωρίς ο αναλογιστής να βυθιστεί σε megadata που αφορούν την Υδρόγειο και όχι τη χώρα ή το συγκεκριμένο επάγγελμα. Πώς να παρακολουθήσει ο κοινός εργαζόμενος τέτοιου είδους έρευνες και υπολογισμούς για να διαμορφώσει τη δική του «μετά γνώσεως γνώμη» για τις πολιτικές προτάσεις που του γίνονται; Στη συστημική θεωρία υπάρχει η αρχή που λέει ότι για να λύσεις ένα πρόβλημα Ν πολυπλοκότητας, ο «λύτης» πρέπει να διαθέτει τουλάχιστο Ν πολυπλοκότητα ο ίδιος (St. Beer). Προφανώς δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε  τι ακριβώς σημαίνει το αξίωμα αυτό, αλλά διαισθητικά μπορούμε να καταλάβουμε τι μας λέει για τις απαιτήσεις που  πρέπει να πληροί σήμερα ο ασφαλιζόμενος εργαζόμενος, για να καταλάβει πώς μπορεί να πάρει τη βέλτιστη απόφαση για το σύστημα που τον καλύπτει.  Δεν χρειάζεται πολλή σοφία για να καταλάβουμε κι εμείς τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα με τα καταρρέοντα ασφαλιστικά συστήματα παγκοσμίως και διευρωπαϊκά!

Ο κυβερνητισμός και η εκλαΐκευση της πολιτικής ατζέντας προς χάρι του πολυσυλλεκτισμού.

Ας προχωρήσουμε τώρα στον δεύτερο παράγοντα, υπονόμευσης της εμπιστοσύνης, δηλαδή αυτό που ονοματίσαμε ως  «αυτονόμηση των κομμάτων από τις απαιτήσεις της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Όσο στριφνός και να μοιάζει ο όρος αυτός, το αντικείμενο που περιγράφει είναι σχετικά απλό. Στη θεωρία, τα κόμματα υποτίθεται ότι δημιουργήθηκαν ως εργαλεία για την προώθηση συγκεκριμένων ιδεών και πολιτικών που μπορούν να τις εξυπηρετήσουν με τις προτεινόμενες πολιτικές τους. Αυτό απεικόνιζε μια αρκετά σαφή ιδεολογική κομματική ταυτότητα. Στην εξέλιξή τους, όμως, τα κόμματα έχασαν ένα μεγάλο μέρος του ιδεολογικού αφηγήματός τους και εξελίχθηκαν σε εργαλεία διεκδίκησης της εξουσίας ipse facto, ως περίπου αυτοσκοπού. Για τους σκεπτικούς, συνιστώ να μελετήσουν τον πλουσιότατο λειμώνα ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, τουλάχιστο στον χώρα της Αριστεράς, σε ολόκληρη την Ευρώπη του Μεσοπολέμου, και να συγκρίνουν την περίσσεια κυνικής «εκλογολογίας» που  χαρακτηρίζει σήμερα τον ανταγωνισμό των κομμάτων. Με λίγη τόλμη, θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι η κομματική λειτουργία «τότε» αφορούσε την επικράτηση ολοκληρωμένων ιδεολογικο-πολιτικών αφηγημάτων για τότε, ενώ τώρα το πεδίο μοιάζει περισσότερο με χυδαία «αγορά ψήφων και δικαιωμάτων εξουσίας».  Η αύξηση των πολυσυλλεκτικών κομμάτων αποτελεί ίσως το πρακτικό τεκμήριο της εξέλιξης αυτής, που θα δούμε παρακάτω ότι έχει σημαντικό μερίδιο στην αιτιατή αλυσίδα που φέρνει σο προσκήνιο τον λαϊκισμό.

Ακριβώς προς χάριν της πολυσυλλεκτικότητας ως εργαλείου ποσοτικής αύξησης της εκλογικής δύναμης των κομμάτων, αυτά αναγκάζονται να «σκοτίσουν» την πολιτική ατζέντα και το ιδεολογικό αφήγημά τους, ώστε στη ουσία να «αποπλανήσουν» όσο περισσότερους οπαδούς μπορούν, έστω και αν ο βαθμός συμφωνίας μεταξύ τους για την κομματική προτίμησή τους είναι ελάχιστος. Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε συστηματικός διδάσκων του παραπλανητικού πλουραλισμού και ο Τσίπρας τον ανήγαγε σε κορύφωση απολίτικου οπορτουνισμού. Στη δεκαετία του 80 κυκλοφορούσε μεταξύ ημών των καλαμαράδων το σλόγκαν ότι «η δύναμη του ΠΑΣΟΚ οφείλεται στο ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου καταφέρνει να επιβεβαιώνει στον καθένα ότι το ΠΑΣΟΚ είναι αυτό που εκείνος έχει στο μυαλό του». Κατά την θεωρία, υπήρχαν τόσα ΠΑΣΟΚ ως Ιδέες, όσα και οι ψηφοφόροι του.

Η αυτονόμηση των κομμάτων από τους ιδεολογικούς περιορισμούς και η εξέλιξή τους σε καθαρούς παίχτες της συγκυριακής αγοράς δικαιωμάτων εξουσίας, μετέβαλε άρδην τους κανόνες λειτουργίας της πολιτικής διαβούλευσης και στρέβλωσε –ας ελπίσουμε όχι ανεπανόρθωτα- την λειτουργία του δημόσιου πολιτικού χώρου. Η καταστροφική αυτή εξέλιξη έγινε με την μεσολάβηση της τακτικής του πολυσυλλεκτισμού. Ιδού πώς.

Πολυσυλλεκτισμός και ο κατακερματισμός του «κοινού συμφέροντος»

Βασική λειτουργία του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος είναι η αναζήτηση ισορροπίας της δημόσιας εξουσίας σε μια σύνθεση συμφερόντων που θα έχουμε δεχτεί και ονομάσει «κοινό συμφέρον». Η αναζήτηση  κοινού συμφέροντος γίνεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα και με διαφορετικά εργαλεία στο καθένα: (α) Με την αναγωγή κοινότοπων ατομικών συμφερόντων σε ομαδικά. Η διαδικασία εν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται από πρώτη άποψη. Προϋποθέτει διαβουλεύσεις στα πλαίσια στενών ομάδων μέχρι α καταλήξουν συναινετικά στον ορισμό του «κοινού τους συμφέροντος.  Για παράδειγμα, επειδή είναι κοινότοπα γνωστό ότι κάθε εργαζόμενος θέλει να διασφαλίσει με κάποιο τρόπο ένα συνεχιζόμενο λειτουργικό εισόδημα μετά την έξοδό του από την εργασία, το «κόμμα» επεξεργάζεται πρόταση που καλύπτει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό πολιτών που προσβλέπουν σε σύνταξη. Το έργο αυτό φαίνεται επιπολαίως μάλλον εύκολο. Κάθε άτομο συνήθως έχει τι δική του άποψη για το είναι δίκαιο γιαυτό. Αλλά και αν η αντίστοιχη ομάδα συνταξιούχων καταλήξει στην διατύπωση κοινής πρότασης, το ζήτημα δεν τακτοποιείται έτσι απλά. Δεν είναι, όμως, έτσι. Αντίθετα, ακόμη και σε αυτή την λογικά απλή πρόταση πολιτικής, το κόμμα θα χρειαστεί την συμβολή εξαιρετικά ειδικευμένων συμβούλων για δύο λόγους: Πρώτον, για να επεξεργαστούν ένα οικονομικά βιώσιμο σύστημα ασφαλίσεως και δεύτερο για να χαράξουν μια επικοινωνιακή πολιτική που μπορεί να πείσει ετερογονικά συμφέροντα ότι το προτεινόμενο πρόγραμμα είναι μια optima λύση που εξυπηρετεί ταυτόχρονα τα ειδικά συμφέροντα και το γενικό συμφέρον όλων. Δύσκολο πράγμα, αλλά πολιτικά αναγκαίο στην δημοκρατία.

Το πρώτο μπορεί να επιτευχθεί με διαθέσιμες μεθόδους οικονομικού προγραμματισμού, που πληρούν κριτήρια αντικειμενικότητας, κατανοητά και αποδεκτά στους εμπειρογνώμονες αλλά όχι κατ’ ανάγκη στους απλούς και ανειδίκευτους στην Κοινωνική Οικονομική πολίτες. Πώς χειρίζεται τότε το θέμα το κόμμα ώστε να πείσει την μέγιστη δυνατή πλειονότητα των ψηφοφόρων; Ζητεί την επικουρία της (β)- δεύτερης μεθόδου, της οποίας, όμως, ο επίκεντρος σκοπός δεν ταυτίζεται πλέον με εκείνον της πρώτης. Στην πρώτη, ο επίκεντρος σκοπός είναι ο σχεδιασμός ενός βέλτιστου συστήματος με κριτήριο το «κοινό συμφέρον». Αντίθετα, επικοινωνιακός στόχος, είναι να πεισθούν ατομικά οι ψηφοφόροι ότι το προτεινόμενο σύστημα ικανοποιεί την δική τους προσωπική απαίτηση. Αυτή η μεταπήδηση από το «κοινό συμφέρον» στο «ατομικό» και ανάποδα, είναι διαδικασία με πολλές λακκούβες. Πάρτε λ.χ. την περίπτωση πολέμου. Το κοινό συμφέρον είναι να κερδίσει το έθνος πάση θυσία. Όμως, το ατομικό συμφέρον κάθε πολεμιστή καθώς και των μελών της οικογενείας του είναι «να μη σκοτωθεί». Λογικό, αλλά αν το σύνολο των πολεμιστών αποφασίσει να υπηρετήσει αποκλειστικά το ατομικό του συμφέρον, τότε είναι μάλλον αναπόφευκτο να χάσει το έθνος του τον πόλεμο. Για την αναίρεση της αντίθεσης αυτής  συμφερόντων, η κυβερνήσεις χρησιμοποιούν κατά κανόνα υπερβατικά εργαλεία πειθούς, όπως είναι ο πατριωτισμός, η προσωπική υπερηφάνεια, το χρέος προς την φαντασιακή κοινότητα του Έθνους, το παράδειγμα στα παιδιά μας, η δόξα του ηρωισμού και τόσα άλλα κατασκευάσματα του πολιτισμού, που προφανώς αντιβαίνουν στο πρακτικό συμφέρον της επιβίωσης. Ο «δικαιωμένος νεκρός», πάντως, είναι απλός «νεκρός», για τον ίδιο τον νεκρό».

Πώς χειρίζεται, λοιπόν, το κόμμα το εργαλείο του επικοινωνιακού χειρισμού; Πέραν του τρόπου που περιγράφηκε ήδη στις προηγούμενες γραμμές, και που μπορεί υπό ορισμένους όρους να κριθεί θετικό και επαγωγό για τον πολιτισμό και την δημοκρατία, προσφέρεται ο άλλος δρόμος επικοινωνιακού χειρισμού που είναι αδιαφανής, αποπροσανατολιστικός και άκρως υπονομευτικός της ουσίας του δημοκρατικού συστήματος. Ας τον ονομάσουμε «μέθοδο της αφαιρετικής απλούστευσης (ΜΑΑ) και ας αναλύσουμε τι βασικά εννοούμε με αυτόν.

Αφαιρετική απλούστευση, για να παραπλανηθούν όλοι για το πόσο είναι «δικό τους» το «κοινό συμφέρον».

Την ΜΑΑ την ανακαλύπτουμε και αρχίζουμε να την κατανοούμε όταν παραβάλλουμε από τα πάνω προς τα κάτω τα κείμενα πολιτικής που προτείνονται στον ψηφοφόρο για να τον δελεάσουν ή «πείσουν» να δώσει την ψήφο του στο συγκεκριμένο κόμμα. Όταν γράφω «από τα επάνω προς τα κάτω» εννοώ από το διαθέσιμο πλήρες υλικό ανάλυσης και τεκμηρίωσης που έχει στη διάθεσή της η Ηγεσία του κόμματος και «εκλαϊκεύοντας» το ζήτημα καθώς κατεβαίνουμε προς συνεχώς ευρύτερα ακροατήρια υποψηφίων οπαδών: τις τομεακές οργανώσεις του κόμματος, τις τοπικές οργανώσεις, τα ΜΜΕ και, τώρα πια, τα εξατομικευμένα μέλη των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης. Την άσκηση αυτή την έχω κάνει ήδη σε μια «περίπτωση» πολιτικής και έχω έτσι διαμορφώσει μια χονδρική εικόνα του τι συμβαίνει. Η άσκηση θα άξιζε να βρει χρηματοδότηση για να γίνει ερευνητικό έργο (και το εύχομαι) επειδή, ήδη με την πρωτόλεια προσέγγιση του αντικειμένου, ένας λογικός νους «γεννάει» εξαιρετικά ενδιαφέρουσες «υποθέσεις εργασίας» για την ουσία και κυρίως για την δυναμική της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τι παρατήρησα, λοιπόν;

Πρώτα μια εύκολη, κατά το ότι κοινότυπα προβλεπόμενη,  ποσοτική διαπίστωση: Ξεκινώντας από την κορυφή (ερμάρια της Ηγεσίας) και προχωρώντας προς τα κάτω με διαδοχικές περιλήψεις, ο όγκος του υλικού ανάλυσης και τεκμηρίωσης που διακινείται, μειώνεται με εντυπωσιακό ρυθμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπολόγισα ότι ξεκίνησε με πέντε χοντρά ντοσιέ εγγράφων που είχαν παραδοθεί στην ηγεσία από το φιλικό προς το κόμμα Think Tank, αλλά στις τοπικές οργανώσεις το υλικό είχε συρρικνωθεί σε μόλις  πέντε σελίδες με τη μορφή περιληπτικών σημείων αναφοράς και συμπερασμάτων για να καταλήξουν σε δελτία τύπου με μοναδικό περιεχόμενο την ανάπτυξη απλών διεγερτικών συνθημάτων σε ευθύ λόγο. Η ποσοτική σχέση αρχικού υλικού προς την τελική ανακοίνωση τύπου ήταν 2678/1 σελίδες. Προφανώς, εδώ δεν πρόκειται για εκλαΐκευση με διαδοχικές περιλήψεις, αλλά για πλήρη αφαίμαξη του πολιτικού περιεχομένου του διακυβεύματος της συγκεκριμένης πολιτικής πρότασης. Από τον πλούσιο χυμό πολιτικών επιλογών που  έθετε αναλυτικό το αρχικό υλικό τεκμηρίωσης, το κόμμα καταλήγει ουσιαστικά να ρωτάει τους ψηφοφόρους κλείνοντας το μάτι «θέλετε να περάσετε καλλίτερα; Ε, τότε ΕΜΠΙΣΤΕΥΘΕΙΤΕ με εν λευκώ».

Από την πολιτική στην αδιαφανή «τεχνοκρατική αναγκαιότητα»

Μια τέτοια «πρόσκληση» σε πολιτική δράση, πρακτικά ισοδυναμεί με μετατόπιση της πολιτικής διαβούλευσης από την κατανόηση της πραγματικότητας, στο πεδίο της υπερβατικής πίστης. Δεν κάνουμε τους πολίτες να καταλάβουν καλλίτερα την κατάσταση που αντιμετωπίζουν, αλλά τους ξεγελάμε με ωραία λόγια που τους καλούμε να τα «πιστέψουν». Καταργείται, δηλαδή, η πολιτική και περιορίζεται η σχέση πολιτών/πολιτικών σε σχέση τυχαίου επικοινωνιακού παιγνίου ή υπερβατικής εμπιστοσύνης στις «υποσχέσεις» της πολιτικής ηγεσίας. Η διαφορά διαβουλευτικής πρόσκλησης από το «ελπίζω να σας πείσω» μέχρι το «θέλω να με πιστέψετε» είναι ή ίδια που χωρίζει την γνώση από την θρησκευτική πίστη. Στη πρώτη περίπτωση η πειθώς συνεπάγεται τεκμήρια αποδεικτικά της λογικής και πραγματολογικής αληθείας. Στη δεύτερη περίπτωση, η επίκληση της πίστης σε κάποιο είδος πολιτικής αυθεντίας, ουσιαστικά παραπέμπει σε ιδιότητα του προκαλούντος που υπερβαίνει την εμπειρική απόδειξη αλλά επιπροσθέτως αποκλείει ακόμη και την εκ υστέρων κριτική.

Η πόρτα για την είσοδο του λαϊκισμού στη σκηνή ως πρωταγωνιστή.

Και πάλι, όμως, δεν είναι αυτή η νοητική διαφορά πολιτικής μεθόδου που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για την υγεία της δημοκρατίας. Η πολύ χειρότερη επίπτωση αυτής της μετατόπισης πεδίου φαίνεται από τις πρακτικές πολιτικές της συνέπειες που συνεπάγεται ως αναγκαίο παρακολούθημα της αντίστοιχης κομματικής πρακτικής: Όταν η «υπόσχεση» που εκφράζεται με τέτοιου είδους πολιτικό υπερβατικό λόγο διαψευστεί στη συνέχεια από τα πράγματα, τότε η διάρρηξη της σχέσης του διαβουλευόμενου σώματος των πολιτών με το πολιτικό σύστημα, εκ λογικής ανάγκης, δηλαδή κατά λογική αναγκαιότητα, παίρνει εκρηκτικό και παράλογο χαρακτήρα (π.χ. κινήσεις των Πλατειών). Αυτό συμβαίνει, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει προσυμφωνημένο πρωτόκολλο επιμερισμού των ευθυνών της αποτυχίας. Πρόκειται για αναγκαστικό άλμα προς την ολοκληρωτική άρνηση του πολιτικού. Ο λόγος αυτής της ασύμμετρης έκβασης προφανώς είναι, ότι στη φάση συμβατικής σύνδεσης των υποσχόμενων με τους ψηφοφόρους τους, δεν έχει συμφωνηθεί εκ των προτέρων αναλυτικό πλαίσιο ερμηνείας των αποτυχιών και κατανομής των σχετικών ευθυνών.  Έτσι καταλήγουμε σε ρήγματα του πολιτικού σώματος του τύπου «όλοι μαζί τα φάγαμε» ή «οι πολιτικοί φταίνε για όλα», για να μη αναφερθώ σε άλλα γραφικότερα θέσφατα της πολιτικής θεωρίας του πεζοδρομίου.

Δυστυχώς, η ζημιά στο πολιτικό σύστημα δεν σταματάει εδώ. Την βαθύτερη ζημιά που  επιφέρει στην ποιότητα λειτουργίας του πολιτικού συστήματος η εκλαϊκευτική «αφαίμαξη» του πολιτικού προτάγματος ή αλλιώς της πολιτικής ατζέντας που περιγράψαμε παραπάνω, μπορούμε τώρα να την σκιαγραφήσουμε ευχερέστερα. Αυτό θα γίνει  αν προχωρήσουμε στην διερεύνηση της πρακτικής ή αλλιώς της πραγματικής πολιτικής επίπτωσης που έχει η άνευ μέτρου ποσοτική μείωση του «αναγνώσματος» της πολιτικής πρότασης. Προφανώς υποπτευόμαστε ότι η μείωση του πληροφοριακού φορτίου από το αρχικό της κορυφής στο τελικό συνθηματογραφικό που φτάνει στη βάση, αφήνει συν τω χρόνω αρνητικό αποτύπωμα στην ίδια την λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Ας συνοψίσουμε για να συνεχίσουμε

Πριν, όμως, προχωρήσουμε σε αυτό το επόμενο στάδιο της ανάλυσής μας, χρήσιμο είναι να συνοψίσουμε τα πρώτα μέχρις εδώ συμπεράσματά μας. Βλέπουμε ξεκάθαρα ότι με την αναζήτηση του μέγιστου των ψηφοφόρων με το πολυσυλλεκτικό εργαλείο σημαίνει πρακτικά ότι προσπαθούμε να μεγιστοποιήσουμε την επιρροή στον εσωτερικό πληθυσμό κάθε συνόλου επί μέρους κοινών συμφερόντων και επομένως εκ των πραγμάτων  απομακρυνόμαστε από τον στόχο της σύνθεσης ενός μέγιστου συμφέροντος. Πρακτικά εξαφανίζεται η προοπτική σύνθεσης ενός ευρύτατου «κοινού συμφέροντος», που στο μεν εθνικό κράτος ορίζεται ως «εθνικό συμφέρον» και στη μαρξική  θεολογία αποδίδεται με τον όρο «ταξικό συμφέρον». Βλέπουμε, δηλαδή, ότι το επισειώμενο ως πολιτικό φλάμπουρο «συμφέρον του Λαού», κατακερματίζεται στη πράξη σε επί μέρους ταυτοτικά ή συντεχνιακά συμφέροντα που καλύπτονται με τον παραπλανητικό μανδύα του συμφέροντος του Λαού. Εδώ δεν έχουμε καν τομές επί μέρους συμφερόντων που ορίζουν το κοινό» μεταξύ τους συμφέρον. Έχουμε «αποκλειστικές περιχαρακώσεις». Για παράδειγμα, το συμφέρον της δημόσιας συντεχνίας της ΔΕΗ σε πολλά σημεία μπορεί να έλθει, και πράγματι έρχεται, σε ευθεία αντίθεση με το συμφέρον του συνόλου των καταναλωτών ρεύματος συναθροιζομένων και όλων των άλλων φορολογουμένων που υποχρεώνονται να συνεισφέρουν στην επιδότηση του ασφαλιστικού ταμείου της συντεχνίας. Το παράδειγμα απεικονίζει ξεκάθαρα την προκύπτουσα μερικοποίηση του «κοινού συμφέροντος» στην οποία αναφερόμαστε. Το ίδιο δείχνει και το παρατηρούμενο, ότι το συμφέρον της εκπαιδευτικής συντεχνίας για λιγότερη εργασία για να αντισταθμιστεί η σχετικά χαμηλή αμοιβή εργασίας των μελών της, αντικατοπτρίζεται σε τραγική νόθευση της διδακτικής πράξης. Κ.ο.κ.

Ταυτόχρονα, όμως,  με αυτή την «μερικοποίηση» του  συμφέροντος και για να στηθεί η επικοινωνιακή παγίδα της πολυσυλλεκτικότητας, το κόμμα οφείλει να εφεύρει κάποιο επικαλυπτικό, πλήρως ενοποιητικό σύνθημα. Το παραπλανητικό σύνθημα αναγκαστικά πρέπει να είναι αμφίσημο.  Πρέπει να αποφύγει το ενδεχόμενο να γίνει αιτία αποκάλυψης των αντιφατικών συμφερόντων που στην πραγματικότητα υπάρχουν σε κάθε σύστημα παραγωγής και διανομής μεταξύ άνισων ανταγωνιστών. Το σύνθημα, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να έχει αναφορά στην πραγματικότητα που η πολυσυλλεκτικότητα την θέλει κατακερματισμένη. Επομένως, το κόμμα καταφεύγει σε φανταστικές κατασκευές, όπως είναι το έθνος, ο Λαός, οι μη προνομιούχοι κλπ.

Έτσι, η νομοτέλεια του πολυσυλλεκτισμού καταλήγει τελικά σε περιθωριοποίηση του μείζονος πραγματικού «κοινού συμφέροντος», αφού αντί να το αναζητεί σε ένα σχέδιο αναζήτησης βέλτιστης λύσης σε πολυκριτηριακό ζήτημα, καθιστά το ζήτημα φαντασιακό. Εξ αντιδιαστολής το πολιτικό αυτό τέχνασμα καταλήγει σε ανάδειξη πρακτικών εξυπηρέτησης αποσπασματικών συντεχνιακών συμφερόντων που σε τελική ανάλυση αντιμάχονται το μείζον κοινό συμφέρον. Η πολιτική κατάσταση οδηγείται πλέον στο χάος. Για παράδειγμα, όπως το ΠΑΣΟΚ επέλεξε το σύνθημα του «μη προνομιούχου Έλληνα», ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Σαμαρά το εφεύρημα του θύματος των μνημονίων. Πίσω από τα συνθήματα αυτά, ό κάθε θιγόμενος από την (διαφορετική για τις δύο περιόδους) κρίση έβλεπε τον εαυτό του στο κοντινότερο ομαδικό συμφέρον. Ο συνταξιούχος στους συναδέλφους του, που κι αυτοί έβλεπαν τις συντάξεις τους να μειώνονται, ο εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα τους συναδέλφους του των οποίων ο βασικός μισθός μειώνονταν όπως και ο δικός τους κ.ο.κ. Δεν έβλεπαν, όμως, καθόλου την πραγματική κοινή αιτία (η πλέγμα αιτιών) όλου αυτού του κοινού κακού. Εξ αιτίας της επακόλουθης επικοινωνιακής τακτικής για να στηριχθεί αυτό το «πλάσμα πολιτικής», το εκλογικό σώμα προσβάλλεται από ένα είδους πολιτικής αχρωματοψίας, όπου δεν μπορεί να ξεχωρίσει το τι έφταιξε και, εκείθεν να αναζητήσει σε ποιους πέφτει η ευθύνη εξ αυτού, αλλά αντίθετα μένει με την εντύπωση ότι σε όλα φταίνε συλλήβδην όλοι εκείνοι που έχουν ασκήσει την εξουσία στην «ύποπτη περίοδο». Λογική συνέπεια αυτής της πολιτικής αχρωματοψίας, είναι η πανικόβλητη και απερίσκεπτη αναζήτηση «σωτηριολογικού λόγου» στη θέση της πολιτικής διαβούλευσης, τον οποίο σχεδόν αμέσως σπεύδει να προσφέρει ο πρώτος λαϊκιστής ηγέτης που περιμένει στη γωνία για την ευκαιρία της ζωής του. Τώρα μπορούμε να δούμε με σχετική διαύγεια, πλέον, τι θα επακολουθήσει. 

Η συνέχεια της νομοτέλειας, τώρα

Πράγματι, η ριζοσπαστική ανασύνταξη του  πολιτικού συστήματος με την παρέμβαση της λαϊκιστικής εξουσίας δεν αναιρεί την αφετηριακή αιτία της αναστάτωσης που προκαλεί μια κρίση δημόσιας χρεοκοπίας. Μάλλον την εντείνει. Και τούτο, επειδή η λαϊκιστική εξουσία δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να ενεργήσει ώστε να κλείσει η ψαλίδα ενημέρωσης (γνώσης;) μεταξύ κορυφής του πολιτικού συστήματος και της λαϊκής βάσης του (εκλογικό σώμα). Αν το έκανε θα ήταν αναγκασμένη να δεχτεί τουλάχιστο εξαιρέσεις ευθύνης ανάμεσα στο σύνολο της υπαίτιας προηγηθείσας ελίτ, χάνοντας έτσι ένα από τα βασικά στηρίγματα του λαϊκού ριζοσπαστισμού.  Ο λαϊκισμός, αντιθέτως, όχι μόνο δεν έχει ενδιαφέρον για μια τέτοια πράγματι ριζοσπαστική αναστοχαστική αναδιάταξη της δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά έχει και κάθε συμφέρον να την αποκρύψει πλήρως από τον πολιτικό διάλογο.  Πράγμα που επιχειρεί μέσα στις πρώτες προτεραιότητες του, προσθέτοντας στο άνοιγμα της ψαλίδας τους γνωστούς λαϊκιστικούς μύθους στους όποιους στηρίζει την επιρροή του στον μαζικοποιημένο Λαό: Ο εξωτερικός εχθρός, η διεφθαρμένη ελίτ, ο εχθρός του Λαού, οι κλέφτες παλιοί πολιτικοί, η Παγκοσμιοποίηση κ.ο.κ. Στόχος της λαϊκιστικής ηγεσίας δεν είναι η αναδιάταξη των κοινωνικών δυνάμεων για να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν ένα σχέδιο ανάταξη, αλλά η εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων με κάθε μέσο, ώστε να μη προσφερθεί καμία εναλλακτική λύση πλην της λαϊκιστικής σωτηριολογικής αφήγησης.

Η κλασσική πολιτική θεωρία, ως σύστημα ισορροπίας, χρησιμοποιούσε το εκκρεμές ως μεταφορά (π.χ. R. Dahl) για να δείξει το πώς στην δημοκρατία, η ισορροπία σε ένα πολιτικό optimum σημείο επιτυγχάνεται μεσο-μακροπρόθεσμα με την διαδικασία της «δοκιμής και του σφάλματος», όπως το εκκρεμές κινείται από το ένα άκρο της διαδρομής του στο άλλο και καθώς, με την κίνηση, χάνει ενέργεια. Στην αναλογία αυτή το σύστημα/εκκρεμές  αναγκαστικά θα ισορροπήσει κάποτε στο κεντρικό, κάθετο σημείο ισορροπίας του. Εν προκειμένω, ως απώλεια ενεργείας λογίζεται η εκτόνωση πολιτικής αντιδικίας με διαδοχικές προσεγγίσεις σε διορθωτικές παρεμβάσεις κάθε φορά που το εκκρεμές «σκοντάφτει» σε πρόβλημα καθώς αιωρείται από το ένα άκρο στο άλλο.

Μπορεί η θεωρία της ισορροπίας να είχε κάποια σημαντική ερμηνευτική αξία της πολιτικής σύγκρουσης στην εποχή της  εθνικής αυτονομίας των δημοκρατιών. Σήμερα, όμως, η θεωρητική αξία τέτοιων μοντέλων έχει μειωθεί δραματικά λόγω της αύξουσας πολυπλοκότητας την οποία εμφανίζουν οι πολιτικοί χειρισμοί στην εποχή της ρυθμιστικής πολιτείας και μάλιστα στα πλαίσια μιας επιταχυνόμενης διαδικασίας παγκοσμιοποίησης. Ο λαϊκισμός, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, τελικά διευρύνει την ψαλίδα κατανόησης της πολυπλοκότητας των πολιτικών και με τον τρόπο αυτό οδηγεί το σύστημα είτε σε μείζονες καταστροφές, η σε παραχώρηση εξουσιών σε θεσμούς υψηλής τεχνικής ειδίκευσης όλο και λιγότερο δημοκρατικούς. Ας δούμε πώς συμβαίνει αυτό.

Η περιθωριοποίηση των ελίτ και η καταστροφή κοινωνικού κεφαλαίου.

Εάν θέλαμε να συνοψίσουμε την μακρά ανάλυση που προηγήθηκε σε μια και μόνο φράση, θα γράφαμε: «Η προσφυγή στον λαϊκισμό για την κάλυψη του ανοίγματος γνώσης μεταξύ πολιτικών ηγεσιών και απλών πολιτών, οδηγεί σε έν σύστημα τυπικής δημοκρατίας, όπου οι πολίτες δεν ξέρουν τι ακριβώς ψηφίζουν. Την ερμηνεία της ψήφου τους αναθέτουν εν λευκώ στη λαϊκίστικη Ηγεσία». Μοιάζει σουρεαλιστική η περίπτωση, αλλά δυστυχώς αυτή απεικονίζει άκρες-μέσες την λειτουργία των Δυτικών κοινωνιών που διολισθαίνουν σε λαϊκισμούς είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς.

Αυτό θα το διαπιστώσουμε εύκολα, αν έλθουμε στον (γ) τρίτο παράγοντα που όπως αναφέραμε υπονομεύει την εμπιστοσύνη που χρειάζονται οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας για να εκπληρώσουν το ρόλο τους. Θυμίζουμε, ότι η εμπιστοσύνη (trust) είναι το μέσο που η αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία χρησιμοποιεί  για να περιορίσει  τις επιπτώσεις που συνεπάγεται η διευρυμένη ψαλίδα πολιτικής γνώσης και κατανόησης μεταξύ ηγεσίας και εκλογικού σώματος. Είναι αυτό που ονομάσαμε παραπάνω παρεμβολή του λαϊκισμού ως μηχανισμού εκτόνωσης της κοινωνικής πίεσης σε ανορθολογικές (βραχύβιες)  κατευθύνσεις για να αντιμετωπιστούν σοβαρές αστοχίες του δημοκρατικού συστήματος.

Θα προσθέσω, τώρα, ότι τα λαϊκίστικα καθεστώτα χρησιμοποιούν  τέτοιου είδους ανορθολογικές, έστω και βραχύβιες πολιτικές, για να κερδίσουν χρόνο στην εξουσία και όχι για να λύσουν προβλήματα που είχαν προκύψει από σφάλματα της προηγούμενης «κατάστασης». Αναφερόμαστε στο φαινόμενο, όπου σε περιπτώσεις γενικευμένης κρίσης του συστήματος (συνήθως οικονομικής) και ενώ το ζητούμενο προφανώς είναι η νηφάλια ανάλυση του «τι πήγε στραβά» για να συνταγογραφηθούν στη συνέχεια οι απαιτούμενες παρεμβάσεις της Πολιτείας (και όχι μόνο), εμφανίζεται ο λαϊκιστικός λαγός μέσα από κάποιο καπέλο και καταγγέλλει ότι «όλο το σύστημα που εκπροσωπείτε από τις ελίτ του, φταίει». Υπόσχεται δε ένα «εύληπτο» πρόγραμμα ριζικής ανάταξης που όμως, δεν υποστηρίζεται από κανένα σοβαρό υλικό σχεδιασμού και τεκμηρίωσης. Κλασσικά Ελληνικά παραδείγματα «τα Ζάππεια» του Σαμαρά και «το Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» του Τσίπρα και στη συνέχεια η επιδοματικές πολιτικές για την καταπολέμηση δήθεν της ανθρωπιστικής κρίσης.  

Με αυτόν τον τρόπο, όμως, η λαϊκιστική παρέμβαση όχι μόνο δεν συμβάλλει στο κλείσιμο της ψαλίδας πολιτικής κατανόησης, αλλά την διευρύνει σχεδόν στο άπειρο, αφού παρεμβάλλει ανάμεσα στα σκέλη της τόνους ανορθολογικών προσδοκιών που συσκοτίζουν τα πραγματικά προβλήματα ακόμη περισσότερο. Στην δυσκολία κατανόησής των προβλημάτων, που αντικειμενικά οφείλεται στην πολυπλοκότητα τους, προστίθεται τώρα και ένας πέπλος ασάφειας και παραπλάνησης. Επιπλέον, οι μεθοδεύσεις αυτού του είδους καταργούν τον εγγενή ορθολογικό λόγο των ελίτ με την μετωπική σύγκρουση με αυτή την ίδια την ύπαρξή τους. Είναι σαν την περίπτωση γενικής επιδημίας όπου κάποιος τρελός κυβερνήτης καταργεί τον ρόλο των γιατρών επειδή δεν εμπιστεύεται τα ειδικά συμφέροντά τους και παραπέμπει του άρρωστους σε κομματικούς κομισάριους με ταλέντα Σαμάν !

Στο μεταξύ, έχει καταγραφεί με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, το πρώτο και καίριο τραύμα που έχει προκαλέσει ο λαϊκισμός στο κοινωνικό σώμα. Συγκεκριμένα, έχει μπλοκαριστεί ο αναλυτικός διαβουλευτικός λόγος στην πολιτική αγορά, αφού, με τον ολοκληρωτικό πόλεμο στις ελίτ, έχει κατακρημνιστεί από την σκηνή ένα σημαντικό μέρος του αναγκαίου γιαυτόν ανθρώπινο δυναμικό, το δυναμικό δηλαδή που κατέχει το αναγκαίο κοινωνικό κεφάλαιο (γνώση, εμπειρία, ευφυΐα, δεξιότητες) που απαιτούν οι περιστάσεις. Στη πολυθρόνα των Διευθυντών έχουν εγκατασταθεί, επιτέλους, οι διαβόητες μοδίστρες του Λένιν, πριν καν προκύψει ως δυνατότητα ο κομμουνισμός!  Ο δρόμος προς τον σουπερ- λαϊκισμό έχει ανοίξει διάπλατα και γιαυτόν τον επιγενόμενο λόγο.

Εδώ τερματίζεται και ο φθοροποιός ρόλος του λαϊκισμού στην διαιώνιση και ενίσχυση του σύγχρονου βασικού παράγοντα υπονόμευσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και η κατάσταση οδηγείται στο όριο μιας νέας κρίσης, οργανικής πλέον του συστήματος: Ο λαϊκισμός εκτρέπει την λαϊκή προσδοκία προς αναπόδεικτες λύσεις που στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στη δύναμη του πλήθους. Από το σημείο αυτό δύο και μόνο δύο ενδεχόμενα απομένουν. Είτε η φιλελεύθερη δημοκρατία θα αποδείξει την αντοχή της στην επίθεση και θα αναγκάσει τελικά την λαϊκιστική ηγεσία σε οπισθοχώρηση εντεύθεν του ορίου της καταστροφής, είτε θα αποδειχτεί αδύναμη, οπότε η κρίση θα συμπαρασύρει και την ίδια την φιλελεύθερη δημοκρατία. Η πρώτη περίπτωση δείχνει τον Τσίπρα και την κωλοτούμπα του, η δεύτερη φωτογραφίζει το δράμα της Βενεζουέλας με πρωταγωνιστή τον Μαδούρο.

Το ενδεχόμενο της υποτροπής

Ωστόσο, το ζήτημα της διαφορετικής κατανόησης των πολύπλοκων πολιτικών προβλημάτων μεταξύ ηγεσιών και απλών πολιτών παραμένει και φθείρει με την παρουσία του την ομαλή λειτουργία της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Η ζέουσα πραγματικότητα, ως εκ τούτου, μας επιφυλάσσει μια δυσάρεστη έκπληξη. Όταν ο λαϊκισμός σε μια χώρα κατορθώσει να κερδίσει ή έστω να διεκδικεί ρεαλιστικά την θέση της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας, τότε ακόμη και με την λύση υποχώρησης τύπου κωλοτούμπας, ο κίνδυνος υποτροπής και ολικής κατάρρευσης σε επόμενη φάση δεν εκλείπει. Πρακτικά, ο κίνδυνος αυτός εμφωλεύει στον τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται εκ των άνω (έξω) τα προγράμματα ανάταξης από την πρωτογενή κρίση (τα μνημόνια, στην περίπτωση της Ελλάδας και των άλλων χωρών της ΕΕ που μπήκαν σε πρόγραμμα μετά την κρίση του 2008). Ποιο κατανοεί λειτουργικά τα Μνημόνια που ψηφίζονται με συνοπτικές διαδικασίες από την Βουλή; Είναι τυχαίο, άραγε που μέχρι και κορυφαίος υπουργός (προς τιμήν του) ομολόγησε ότι ψήφισε χωρίς να έχει διαβάσει καν το μνημόνιο;

Εδώ, το κλειδί στην κατανόηση του βασικού κινδύνου που ελλοχεύει είναι το διαβόητο ερώτημα της «ιδιοκτησίας» του προγράμματος ανάταξης. Αν το πρόγραμμα καταρτιστεί με «ιδιοκτήτη» (υπεύθυνο πρόκρισης των αναγκαίων μέτρων) τους εξωτερικούς θεσμούς, τότε είναι πολύ πιθανό, έως βέβαιο, ότι   τα μέτρα που θα προτείνονται θα έχουν ως σφραγίδα προτεραιότητας τη δική τους, αντί να αντικατοπτρίζουν το ειδικότερο συμφέρον της χώρας που μπαίνει στο σχετικό πρόγραμμα. Αυτό συνέβη και συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου ο διάσπαρτος πλέον λαϊκισμός, εμποδίζει την μεν λαϊκιστική κυβέρνηση εκ πεποιθήσεως, τα δε κόμματα της αντιπολίτευσης εκ του φόβου απώλειας της επαφής τους με την λαϊκιστική πλειοψηφία, να αναλάβουν την ιδιοκτησία του προγράμματος. Δηλαδή, να ωθήσουν το πρόγραμμα με δική τους πρωτοβουλία και σχεδιασμό προς μέτρα που, ενώ δεν αντιβαίνουν στο κοινό συμφέρον του σχηματισμού εξωτερικής βοήθειας, όπου έχει ενταχθεί οικειοθελώς η χώρα, θα εξυπηρετούν, παρά ταύτα, ταυτόχρονα και τις εθνικές προτεραιότητες ημών εαυτών. Από το σημείο αυτό εμφανίζεται το τρίτο ενδεχόμενο που επισημάναμε παραπάνω: Ο κίνδυνος υποτροπής και επανάληψης τη κρίσης. Πάνω σε ένα τέτοιο σενάριο, χρειάζεται να εγκύψουμε προσεκτικά σε άλλη ευκαιρία. Το σενάριο στήνεται με βάση την ερώτηση: «Μια κοινωνία που συνεχίζει να αγνοεί όσα γνωρίζουν οι ηγεσίες της, είναι ποτέ δυνατόν να μη υποπέσει στα ίδια ή παρόμοια σφάλματα που είχαν προκύψει στο πρόσφατο παρελθόν εξ αιτίας αυτής της ψαλίδας γνώσεων;