Σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, η οποία μπορεί να συμμετέχει και σε ένα υπερεθνικό μόρφωμα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η ευθύνη του συστήματος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.) είναι η ενημέρωση των πολιτών για το γίγνεσθαι στο σύνολο των κοινωνικών συστημάτων, από το πολιτικό και το οικονομικό, μέχρι το σύστημα υγείας και το αθλητικό. Στόχος αυτής της ενημέρωσης είναι η διαμόρφωση των γνωστικών προϋποθέσεων για την ανάπτυξη διαλόγου στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης και την διαμόρφωση από τους πολίτες κριτικής σκέψης και πολιτικής στάσης, χωρίς την παρεμβολή μηχανισμών χειραγώγησης. Στο μέτρο που τα Μ.Μ.Ε. αναλαμβάνουν και πραγματώνουν αυτή την ευθύνη, λειτουργεί ουσιαστικά και το δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ ο πολίτης διαθέτει το σύνολο των απαραίτητων πληροφοριών για την πραγματικότητα, ώστε να παίρνει λειτουργικές, τόσο για αυτόν όσο και για την κοινωνία αναφοράς του, αποφάσεις. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, ο διάλογος που αναπτύσσεται χωρίς την άσκηση της όποιας μορφής χειραγώγησης ή εξουσίας, μπορεί να οδηγήσει από το ένα μέρος σε συγκλίσεις και συναινέσεις και από το άλλο σε ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, τα οποία είναι απαραίτητα σε μια σύγχρονη δυναμική κοινωνία της γνώσης στην πορεία της προς το μέλλον. Ένα μέλλον, το οποίο θα γίνεται όλο και πιο σύνθετο και πολύπλοκο από τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης και της συνεχούς παραγωγής και αναίρεσης επιστημονικών γνώσεων και τεχνολογικών εφαρμογών.
.
Ανταποκρίνονται και σε ποιο βαθμό, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σε ό,τι αφορά την ανάληψη αυτής της ευθύνης;
.
Η συστηματική προσέγγιση της πραγματικότητας δείχνει ότι υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση από την πραγμάτωση αυτής της ευθύνης. Τα αίτια είναι αρκετά σύνθετα και δεν έχουν σχέση μόνο με το δημοσιογραφικό δυναμικό, το οποίο απασχολείται σε αυτό το χώρο, αλλά εξαρτώνται και από την δυναμική της κοινωνικής εξέλιξης και τις ισορροπίες οι οποίες διαμορφώνονται μεταξύ των επιμέρους κοινωνικών συστημάτων. Οι ισορροπίες αυτές έχουν διαταραχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, διότι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης διαχειρίζονται άτυπη εξουσία με την δυνατότητα που έχουν να διαμορφώνουν, ή τουλάχιστον να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι έχουν σχέση με τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά των μέσων και ιδιαιτέρως των ηλεκτρονικών, καθώς και με την αδυναμία πλέον του απλού πολίτη ή του ατόμου γενικότερα, να επεξεργασθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας.
.
.
Συγκεκριμένα, τα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. και κυρίως η τηλεόραση, συνδέουν τον πολίτη, καταναλωτή του θεάματος, με την εικονική αποτύπωση της πραγματικότητας, η οποία, λόγω της παρεμβολής της τεχνολογίας και των ορίων της καθώς και των διαφόρων σκοπιμοτήτων (πολιτικών και οικονομικών κυρίως), δεν παρουσιάζεται σε όλες της τις διαστάσεις. Είναι αποσπασματική. Καθαρά εικονικά εμφανίζεται αυτό το τμήμα της πραγματικότητας, το οποίο είναι σε θέση να αποτυπώσει ο φακός της τηλεοπτικής κάμερας. Πολλές φορές μάλιστα γίνεται και επιλογή ανάλογα με διάφορες σκοπιμότητες, οι οποίες μπορεί να έχουν πολιτικές, ιδεολογικές ακόμη και οικονομικές αφετηρίες. Το φορτίο δε των πληροφοριών, με το οποίο κυριολεκτικά βομβαρδίζονται οι καταναλωτές του, υπερβαίνει κατά πολύ τόσο τις ατομικές δυνατότητες νοητικής επεξεργασίας, όσο και τον διαθέσιμο γι’ αυτό χρόνο.
.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπερφορτώνεται το μεμονομένο άτομο σε τέτοιο βαθμό, ώστε με μεγάλη ευκολία αποδέχεται άκριτα τον όποιο δημοσιογραφικό σχολιασμό. Εάν μάλιστα η τηλεοπτική εικόνα ανταποκρίντεαι τεχνικά στις απαιτήσεις της κοινωνίας του θεάματος, τότε ο σχολιασμός αποφέρει και πολιτικά οφέλη. Σε πολύ μεγάλο βαθμό μετράει η εικόνα, η σκηνική παρουσία και όχι ο λόγος. Αρκεί βεβαίως να μην χαρακτηρίζεται από υπερβολές και ανοησίες.
.
Συμπληρωματικά και ενισχυτικά σε αυτά τα δεδομένα, λειτουργεί ο λαϊκισμός της «εκπροσώπησης» του πολίτη από τον δημοσιογράφο, με την έννοια ότι εκφράζει την κοινή γνώμη. Ο πολίτης – καταναλωτής δεν χρειάζεται να σκέπτεται. Το κάνει γι’ αυτόν ο δημοσιογράφος και το μέσο ενημέρωσης γενικότερα. Σύμμαχος του λαϊκισμού των Μ.Μ.Ε. είναι και η πολιτισμική ρευστότητα. Η έλλειψη αξιών με γενικευμένη κοινωνική ισχύ και η πολιτική ηθικολογία, αποτελούν θετικό πεδίο για την ανάπτυξη της δημοσιογραφίας της χειραγώγησης, όταν συνοδεύεται και από μη σφαιρική και σε βάθος γνώση του ειδησεογραφικού φορτίου από τον δημοσιογράφο. Η ανεπαρκής γνώση του αντικειμένου της ενημέρωσης από τον δημοσιογράφο, σε συνδυασμό με την γενικευτική λογική της παρουσίασης της είδησης και την μη αναζήτηση της ύπαρξης λογικής συνέπειας στην παράθεση επιχειρημάτων στον εκφερόμενο λόγο στα Μ.Μ.Ε., οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην δημιουργία στρεβλώσεων σε σχέση με την παρουσίαση της πραγματικότητας και στην μαζική χειραγώγηση. Αυτό σημαίνει ότι η σύγχρονη δημοκρατική λειτουργία, δεν έχει ουσιαστικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Έχει μετεξελιχθεί σε τυπική, σε πολύ μεγάλο βαθμό, διαδικασία πολιτικής νομιμοποίησης. Στην ουσία όμως, οδηγείται το πολιτικό σύστημα σε κοινωνική απονομιμοποίηση. Αυτό είναι εμφανές στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Όλο και περισσότεροι πολίτες απομακρύνονται από την πολιτική και την πολιτική λειτουργία. Σταδιακά, η κοινωνική διάσταση της δραστηριοποίησης του πολίτη, αντικαθίσταται από τον ατομικισμό και τον άκρατο ανταγωνισμό, διότι χάνεται όλο και περισσότερο η εμπιστοσύνη σε διαδικασίες οι οποίες δεν θεωρούνται αντικειμενικές και αξιοκρατικές. Έτσι κι αλλιώς, η πελατειακή λογική είναι πανταχού παρούσα. Άρα, ανταγωνισμός χωρίς αξιακό πλαίσιο, με στόχο την ατομική ευημερία. Με την ίδια λογική, μπορούμε να μιλήσουμε και για φυλετική ή εθνική ευημερία.
.
.
Οπότε είναι εύκολα ερμηνεύσιμη και η μη καλλιέργεια της διαμόρφωσης ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και συνείδησης. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης καλλιεργούν την εσωτρέφεια και τη λογική του τοπικισμού και του εθνικισμού. Η διάσταση της ενσυναίσθησης απουσιάζει πλήρως. Ιδιαιτέρως ορατή και αισθητή έγινε αυτή η λογική των Μ.Μ.Ε. στο πλαίσιο των διεργασιών για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, η οποία πλήττει τον Ευρωπαϊκό Νότο και όχι μόνο. Βεβαίως, αυτό συναρτάται στενά κα με την πρακτική του πολιτικού και οικονομικού συστήματος στο σύνολο των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι πιο εύκολο και χωρίς επένδυση χρόνου και γνώσης, με γενικευτικές προσεγγίσεις, να απονέμει ένας δημοσιογράφος ή πολιτικός αρνητικούς χαρακτηρισμούς στους άλλους και να τους αναγορεύει σε υπαίτιους της δικής του κακής κατάστασης, ή να διαβλέπει στους άλλους πάντα τον κίνδυνο να πληγεί και ο ίδιος και κατ’ επέκταση η χώρα του, από τα όποια προβλήματα.
.
Η λειτουργία της ενσυναίσθησης, της δυνατότητας δηλαδή η μια κοινωνία με τη βοήθεια των Μ.Μ.Ε. να μπορέσει να κατανοήσει την άλλη και να αισθανθεί την ανάγκη ύπαρξης αλληλεγγύης, λόγω της μεγάλης αλληλεξάρτησης η οποία οφείλεται στην παγκοσμιοποίηση και στην κοινή μέχρι τώρα ευρωπαϊκή πορεία, δεν προωθείται από την δημοσιογραφική ενεργοποίηση.
.
Οι σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν ανάγκη άμεσου επαναπροσδιορισμού του ρόλου και του περιεχομένου της ενημέρωσης. Δεν μπορεί να συνεχίσει να στοχεύει στη «δημιουργία κοινωνικού κλίματος» και όχι στην ουσιαστική ενημέρωση και στην παροχή ερεθισμάτων για την ανάπτυξη κριτικού λόγου και διαλόγου στην κοινωνική βάση. Αυτή η επαναοριοθέτηση, αποτελεί προϋπόθεση για την πρόσδοση ουσιαστικού περιεχομένου στην δημοκρατική λειτουργία και την επανάκτηση της κοινωνικής εμπιστοσύνης από το πολιτικό σύστημα. Ειδάλλως δεν έχει προοπτική και η Ευρωπαϊκή Ένωση, το όραμα της οποίας φθείρεται καθημερινά με ευθύνη όλων μας.
.
Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δεν είναι βιώσιμο όταν στηρίζεται μόνο στη νομισματική, πολιτική και οικονομική ενoποίηση, την οποία προωθούν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Είναι και διαπολιτισμική ανταλλαγή και προσέγγιση. Μόνο με αυτή την προσθήκη καθίσταται εφικτή η διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, στο πλαίσιο του πολιτισμού της ενσυναίσθησης. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Χωρίς ουσιαστικά Ενωμένη Ευρώπη, καμιά ευρωπαϊκή κοινωνία δεν έχει μέλλον