Παρακολουθώντας συστηματικά τις σημαντικές οικονομικές μεταβολές στη γείτονα χώρα, εάν με ρωτούσαν ποιο επίθετο θα ταίριαζε για τον χαρακτηρισμό τους, με σχετική ευκολία θα επέλεγα τον όρο «δραματικές». Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη δημοσίευση του προηγούμενου άρθρο μου με θέμα την «εύθραυστη οικονομία της Τουρκίας» τον περασμένο Δεκέμβριο, στη γείτονα χώρα είχαμε ραγδαίες εξελίξεις, τόσο σε οικονομικό όσο και πολιτικό επίπεδο. Θα επέλεγα δύο σημαντικές ειδήσεις οικονομικού ενδιαφέροντος:
• Την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας να υπερδιπλασιάσει το κύριο εβδομαδιαίο επιτόκιο διατραπεζικού δανεισμού στο 10,00% από το 4,50% και το επιτόκιο δανεισμού overnight στο 12,00% από το 7,75% και
• Τη συνεχιζόμενη φυγή κεφαλαίων από την τουρκική οικονομία, η οποία έχει προκαλέσει υποτίμηση του εθνικού νομίσματος έως και 18% από την αρχή του χρόνου ή έως και 37% από τον Μάιο του 2013.
Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, η τουρκική οικονομία διαθέτει τα στοιχεία και το μέγεθος για να εκτιναχθεί με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τις επόμενες δεκαετίες. Θα έλεγα μάλιστα ότι έχει τις δυνατότητες να «τρέξει» με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες.
Για να γίνει αυτό, η τουρκική οικονομία έχει μπροστά της να αντιμετωπίσει τρεις σημαντικές προκλήσεις:
• Την παρούσα φυγή επενδυτικών κεφαλαίων από την οικονομία της και τη δημιουργία μιας οικονομίας η οποία θα στηρίζεται κυρίως στις δικές της δυνάμεις.
• Τη διαχείριση των παρεμβάσεων που υφίστανται οι ανεξάρτητοι θεσμοί από την κυβέρνηση και την εμπέδωση διαφάνειας στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας.
• Την πολιτική αστάθεια που προκαλείται από τη «βαριά» πολιτική και πολιτισμική ατζέντα αντιπαράθεσης των τουρκικών κομμάτων.
Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι, όταν αναλύουμε την οικονομική κατάσταση στη γείτονα χώρα, θα υποπέσουμε σε λάθη εάν προσπαθήσουμε να τη δούμε μέσα από την οπτική γωνία μιας δυτικού τύπου οικονομίας.
Θα αναφέρω ως παράδειγμα το γεγονός ότι στις δυτικού τύπου οικονομίες την αρμοδιότητα του έλεγχου των τιμών, μέσω της ροής χρήματος στην οικονομία, την έχουν οι κεντρικές τράπεζες οι οποίες λειτουργούν ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα. Αυτός ήταν σε μεγάλο βαθμό και ο τρόπος λειτουργίας της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, ο οποίος εισήχθη στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας από τον τότε υπουργό Οικονομικών Kεμάλ Ντερβίς.
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις από τον Τούρκο πρωθυπουργό στον τρόπο διαχείρισης της κρίσης έδειξαν ότι η μεταρρύθμιση της ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας καταργήθηκε στην πράξη.
Τη μέγιστη ευθύνη σε αυτή την εξέλιξη την έχει ο τωρινός πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος, με ενέργειες που προσομοιάζουν σε «βυζαντινισμούς», ουσιαστικά «μπλόκαρε» την αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα. Και φυσικά είναι τεράστιες οι ευθύνες του τωρινού διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας Ερνέμ Βαρτσί, ο οποίος δεν ενήργησε σύμφωνα με την εντολή που έχει ως διοικητής «ανεξάρτητης» κεντρικής τράπεζας, δεν αύξησε τα επιτόκια ως όφειλε και «υπάκουσε» στις πιέσεις του πρωθυπουργού. Εκτιμώ ότι η καθυστέρηση στην αύξηση των επιτοκίων θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την πορεία της τουρκικής οικονομίας στο προσεχές διάστημα. Κι αυτό γιατί:
• Eνέτεινε στη φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό.
• Eνέτεινε στην υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, για τη στήριξη του οποίου η κεντρική τράπεζα ξοδεύει από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα ποσά που ανέρχονται σε 35-40 δισ. δολάρια, τα οποία είναι αρκετά για τη χρηματοδότηση εισαγωγών περίπου 2-3 μηνών.
• Προκάλεσε την αύξηση του εισαγόμενου πληθωρισμού (αυτή η εξέλιξη θα έχει αρνητικές συνέπειες σε μια οικονομία που εισάγει το 95% των ενεργειακών αναγκών της, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 7,4% τον Δεκέμβριο του 2013).
• Τελικά δεν απετράπη η αύξηση των επιτοκίων, και το κυριότερο
• Εχει καταστραφεί η αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας.
Η διαχείριση της κρίσης στο συγκεκριμένο σημείο είναι ενδεικτική του σημαντικό βαθμού εμπλοκής της τουρκικής κεντρικής εκτελεστικής εξουσίας στους θεσμούς της οικονομίας, η οποία δεν επιλύει τα διαρθρωτικά προβλήματα που προκαλούν μη αναστρέψιμα ρήγματα στην αξιοπιστία της χώρας.
Ομως δεν αποτελεί πρωτόγνωρο φαινόμενο για την κυβέρνηση του κ. Ερντογάν. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της εισαγωγής του πρόσφατου νομικού πλαισίου, το οποίο καλύπτει τη λειτουργία της τουρκικής κεφαλαιαγοράς και το οποίο ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο του 2012.
Η συγκεκριμένη νομοθεσία συμπεριλαμβάνει ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει στις δυτικού τύπου κεφαλαιαγορές και χαρακτηρίζεται «ιδανικό» σε σχέση με αυτά που υπάρχουν στις άλλες αναδυόμενες οικονομίες. Αλλά στο άρθρο 107 του συγκεκριμένου νόμου, προβλέπεται με ένα ασαφή και γενικόλογο τρόπο η αποπομπή της επιτροπής κεφαλαιαγοράς. Το σημαντικότερο όμως είναι πως με τον συγκεκριμένο νόμο τίθεται υπό έλεγχο και ποινικοποιείται η κριτική ανάλυση της τουρκικής οικονομίας. Αυτό συνεπάγεται την κατάργηση στην πράξη κάθε μορφής οικονομικής ανάλυσης, η οποία είναι η βάση για κάθε επενδυτική απόφαση.
Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους περιορισμοί και λογοκρισία δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε μια ελεύθερη οικονομία. Η υπερψήφιση της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη της μείωσης των επενδυτικών θέσεων στην τουρκική οικονομία από τις αρχές του 2013 και πολύ πριν από την έναρξη της φυγής επενδυτικών κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες (Μάιος 2013), από μια σειρά διεθνείς τράπεζες και επενδυτικά σχήματα. Η αποσταθεροποίηση της οικονομίας, οι αυξήσεις σε επιτόκια και πληθωρισμό ως αποτέλεσμα της σημαντικής υποτίμησης θα επηρεάσουν αρνητικά την τουρκική οικονομία, η οποία δεν έχει μόνο να διαχειριστεί τις οικονομικές ανισορροπίες (imbalances) όπως αυτές εκφράζονται από το τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης στους «ανεξάρτητους» θεσμούς.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παρεμβάσεις σε κεντρική τράπεζα και επιτροπή κεφαλαιαγοράς δεν είναι μεμονωμένες. Εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο με τις πρόσφατες παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη για τις εκτεταμένες έρευνες σε ζητήματα διαφθοράς.
Και φυσικά πηγάζουν από την έντονη διαμάχη μεταξύ του παραδοσιακού μοντέλου του «ισχυρού πολιτικού ανδρός», πάνω στο οποίο κινείται το τοπικό πολιτικό σύστημα επί αιώνες, και της ευρωπαϊκής προοπτικής, η οποία προϋποθέτει τη δημιουργία ισχυρών θεσμών και σταθερών, διαφανών δομών διοίκησης και ελέγχου, σε οικονομία και πολιτικό σύστημα. Η εσωτερική πολιτική σύγκρουση, που βρίσκεται σε εξέλιξη, υπεισέρχεται και σε πολιτισμικές διαφορές και σε ζητήματα γεωπολιτικού προσανατολισμού. Και μπορεί τα οικονομικά ζητήματα που ταλανίζουν τη χώρα να είναι σε γενικές γραμμές διαχειρίσιμα. Τουναντίον, τα πολιτικά και πολιτισμικά ζητήματα ενδεχομένως να προκαλέσουν ακόμα και γεωπολιτικά ζητήματα στη γείτονα χώρα.