Τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα μετατρέπονται από κεντρομόλα σε φυγόκεντρα. Η καθοριστική ψήφος δε βρίσκεται πλέον στο κέντρο του εκλογικού σώματος: δεν είναι η (συρρικνωμένη και συρρικνούμενη) μεσαία τάξη που βγάζει κυβερνήσεις. Η κρίσιμη ψήφος βρίσκεται στα άκρα, αριστερά και δεξιά.
Στη Γαλλία, ο Σαρκοζύ προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στην Τουλούζη, πουλώντας τάξη και ασφάλεια, απευθυνόμενος στην κόρη του Λεπέν (και τους ψηφοφόρους της). Ως εκ τούτου, προτείνει μια κοινοτική πολιτική προστατευτισμού, που θα προωθεί την αγορά ευρωπαϊκών προϊόντων, ενώ επίσης απειλεί να «παγώσει» τη συμμετοχή της Γαλλίας στη Συνθήκη του Σένγκεν και να επαναφέρει τους διασυνοριακούς ελέγχους. Άλλωστε, πρώτη σε αυτό το χορό σύρθηκε η απελθούσα κυβέρνηση των συντηρητικών στη Δανία, που κυβερνούσε χρόνια με την ψήφο ανοχής της ακροδεξιάς. Σταδιακά, σε αυτό το χορό σύρεται και η κυβέρνηση της Ολλανδίας, που, επίσης, κυβερνά με τη ψήφο ανοχής της ακροδεξιάς. Άλλωστε, αφού οι μετανάστες δεν ψηφίζουν, ο λαϊκισμός και η ξενοφοβία είναι ένα αποδεκτό και εύλογο αντίτιμο για τη διαμόρφωση «κυβερνητικής προοπτικής» για μια κεντροδεξιά που δεν μπορεί πλέον να είναι πολυσυλλεκτική.
Όμως, το νόμισμα έχει και μια αριστερή όψη. Η κυβέρνηση Μόντι διεξάγει ξανά διαβουλεύσεις με τα συνδικάτα, με σκοπό να καταλήξουν σε μια συμφωνία για το περίφημο άρθρο 18, που θα επιτρέπει στους Ιταλούς εργοδότες ευκολότερες απολύσεις. Πρόκειται για την περίφημη συνταγή «εύκολες απολύσεις, εύκολες προσλήψεις», που βρίσκεται πάντα στη βαλίτσα με τα παγκοσμίου εμβέλειας μέτρα που κομίζει το ΔΝΤ.
Οι μεγαλύτερες αντιδράσεις στη μεταρρύθμιση της ιταλικής αγοράς εργασίας προέρχονται μόνο από το συνδικάτο CGIL, που είναι όμως και το μεγαλύτερο. Το CGIL συνδέεται πολιτικά με το πρώην PCI (πρώην ευρω-κουμμουνιστικό), μετέπειτα σοσιαλδημοκρατικό και νυν Δημοκρατικό Κόμμα. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα συνδικάτο που έχει στενές πολιτικές σχέσεις με τμήματα του Δημοκρατικού Κόμματος που στηρίζει την κυβέρνηση Μόντι.
Το Δημοκρατικό Κόμμα είναι προϊόν μιας προσπάθειας ολοκλήρωσης της ιταλικής αριστεράς σε ενιαίο πόλο. Στις τάξεις του περιλαμβάνει, εκτός από πρώην ευρωκομουνιστές, σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθερους χριστιανοδημοκράτες. Όμως, η αντίθεση του μεγαλύτερου στην Ιταλία συνδικάτου με το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, θέτει τη συνοχή του κόμματος σε δοκιμασία, όπως άλλωστε και τη σχέση του κόμματος με την κυβέρνηση Μόντι. Κερδισμένο από μια τέτοια διαίρεση θα είναι το κόμμα της Κουμμουνιστικής Επανίδρυσης.
Με άλλα λόγια βιώνουμε τις τελευταίες μέρες της ικανότητας των πολυσυλλεκτικών κομμάτων να εμπλέκουν και τελικά να αφομοιώνουν τον ακραίο προγραμματικό λόγο, γεγονός που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Βιώνουμε την ανισορροπία του κοινωνικού διαλόγου σε μια εποχή με περισσότερους ανέργους και επισφαλώς εργαζόμενους από εργαζόμενους-μέλη-σωματείων.
Όλα αυτά μπορεί να σημαίνουν την επαναφορά των κοινοβουλίων στο κέντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής, που είχαν από καιρό αποδυναμωθεί έναντι των κυβερνήσεων. Πράγματι, τώρα κάθε κυβέρνηση στην Ευρώπη ανησυχεί για την ισορροπία του τρόμου ενός αναπόφευκτου κομματικού συνασπισμού, ακόμα και στη Βρετανία, όπου η κυριαρχία ενός κόμματος ήταν μια παράδοση δεκαετιών. Όλα αυτά μπορεί να σημαίνουν ότι η πολιτική κατεβαίνει στο πεζοδρόμιο, αφού ο μαζικός χώρος εργασίας και η συσπείρωση αποτελούν παρελθόν. Αλλά, δεν είναι σίγουρο ότι η αντιπαράθεση κομμάτων και οι οδομαχίες συνιστούν ουσιώδη σύγκρουση πολιτικών προγραμμάτων και προσφορά πραγματικών επιλογών.
Όσο τα άκρα διευρύνονται, τόσο διευρύνονται και τα διλήμματα, με συνέπεια οι εκλογικές διαδικασίες να κυριαρχούνται από ακραία και, ολοένα και περισσότερο, εκβιαστικά διλήμματα. Για να επανέλθει το κέντρο βάρους του πολιτικού ανταγωνισμού στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, πρέπει να υπάρξει ξανά μια πολιτική αφήγηση που να επιτρέπει σε ένα ορατό μέλλον την ανοικοδόμηση της μεσαίας τάξης, μια ρεαλιστική αφήγηση περί συνεργασίας μεταξύ κοινωνικών εταίρων, μια πειστική υπόσχεση κοινωνικής κινητικότητας. Αυτή η αφήγηση δεν υπάρχει.
Η μόνη επιλογή σήμερα είναι μεταξύ ακραίων κοινωνικών αδιεξόδων σε παρόντα χρόνο και αβέβαιων κοινωνικών αδιεξόδων σε μελλοντικό. Συνεπώς, η ροπή προς τα άκρα θα συνεχιστεί. Και αυτό γιατί σε συνθήκες που διαμορφώνει ο «συνταγματικός» ή «καθεστωτικός» περιορισμός μνημονίων και νεότευκτων ευρωπαϊκών συνθηκών, κάθε «άλλη επιλογή» είναι αυτόματα «ακραία» επιλογή. Και ενώ δημιουργείται ένας ολοένα και μεγαλύτερος πυρήνας ψηφοφόρων που έχουν λίγα ή και τίποτα να χάσουν, τα άκρα θα ενδυναμώνονται. Συνεπώς, δεν κινδυνεύει μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο, αλλά και το ευρωπαϊκό μοντέλο διακυβέρνησης, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη σύνεση και τη συναίνεση κομμάτων και κρατών. Η Ουγγαρία ήταν μια προειδοποίηση. Τι θα συμβεί, όμως, όταν μια χώρα λίγο μεγαλύτερη, οικονομικά ισχυρότερη ή/και μέλος της ΟΝΕ εξωθηθεί στα άκρα;
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ