Πριν από 65 χρόνια, στις 9 Μαίου 1950, ο Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Ρομπέρ Σουμάν εξέδωσε την περίφημη Διακήρυξή του για τη δημιουργία Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας για να εξαλειφτεί η μακραίωνα διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών με «συγχώνευση συμφερόντων» και με συγκεκριμένα επιτεύγματα που δημιουργούν μια πραγματική αλληλεγγύη. Λίγα χρόνια μετά τη λήξη του φονικότερου παγκόσμιου πολέμου του 20ού αιώνα με τις συνταρακτικές καθεστωτικές και γεωπολιτικές αναδιατάξεις, η Ευρώπη αποφάσισε να επουλώσει τις χαίνουσες πληγές της χωρίς να ξεχάσει την ιστορία της.
Την επέτειο αυτή της Διακήρυξης τιμούμε σήμερα ως «Ημέρα της Ευρώπης».
Με τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957 ο Σουμάν και ο Ζαν Μονέ, οι «ιδρυτές πατέρες» της Ευρώπης, είδαν τις επιδιώξεις τους να πραγματοποιούνται με τη δημιουργία της ΕΟΚ των 6 αρχικά κρατών-μελών και με τη δέσμευση της «όλο και πιο στενής ένωσης», όπως και να ερμηνεύεται. Από τότε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι για να φτάσουμε, μετά από πολλές συνθήκες και κρίσης στη Συνθήκη της Λισαβόνας και τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 μελών και των 19 μελών της ζώνης του ευρώ, μέλος της οποίας παραμένει και ελπίζω να παραμείνει η χώρας μας.
Η ελληνική Αριστερά είχε τότε υποδεχτεί αυτό το πιο επιτυχημένο εγχείρημα διεθνούς συνεργασίας παγκόσμια, με απόλυτη άρνηση. Προδικτατορικά από το ΚΚΕ και την ελεγχόμενη ΕΔΑ θεωρήθηκε ως προϊόν του ψυχρού πολέμου. Ακόμη και ο αείμνηστος οξυδερκής Νέστωρ της παράταξης Ηλίας Ηλιού την είχε τότε χαρακτηρίσει ως «λεόντειο εταιρία» σε σχέση με την ένταξη της χώρας, προοίμιο της οποίας υπήρξε η συμφωνία σύνδεσης του 1962 που μπήκε στην κατάψυξη λόγω της στρατιωτικής δικτατορίας. Η ένταξη της χώρας μας το 1981 συνάντησε επίσης νέες αρνήσεις με το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» του Ανδρέα Παπανδρέου που στις παραμονές ανόδου του στην εξουσία πρότεινε κι αυτός «Δημοψήφισμα», γνωρίζοντας ότι αποτελούσε προνομία του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πολιτικoύ αρχιτέκτονα της ένταξης. Απέμεινε τότε μόνο του σχεδόν το μικρό αλλά θαρραλέο ΚΚΕ εσωτ. για να στηρίξει τη νέα προοπτική. Η ένταξη της χώρας στον σκληρό πυρήνα της Ένωσης, την Ευρωζώνη, το 2000 επί Κ. Σημίτη, ολοκλήρωσε μια πορεία που άλλαξε την όψη της χώρας από κάθε άποψη. Την έφερε εντός των 25 πιο προηγμένων χωρών του κόσμου.
Δεν πρόκειται να κάνω εδώ κάποιον απολογισμό τόσο για την ΕΕ όσο και την Ελλάδα ούτε να υπεισέλθω στη συζήτηση περί οικονομικής κρίσης, Μνημονίων, «Μερκελιστών» και τα συναφή ως προς τα καθ΄ ημάς. Νομίζω πως γίνεται καθημερινά σε όλα τα κράτη-μέλη με τη δράση τους και με την ψήφο των πολιτών τους, με τις επιλογές τους. Διότι, υπάρχει κοινό έδαφος συμφερόντων και κοινές αξίες. Η ρημαγμένη από τους πολέμους Ευρώπη όχι μόνο έχει όλα αυτά τα χρόνια της συνεργασίας της επιτύχει τη «διηνεκή ειρήνη» που οραματίστηκε ο γερμανός φιλόσοφος Καντ το 1795 αλλά με το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού αντιπροσωπεύει το 25% της παγκόσμιας οικονομίας και το 50% των παγκόσμιων κοινωνικών δαπανών. Ατελής, βέβαια, η Ένωση, εντός ατελούς κόσμου και ατελών ανθρώπων, με πολλά προβλήματα, με κρίσεις, με έλλειψη ίσως σαφούς πολιτικού προσανατολισμού σήμερα, με απουσία μεγάλων και θαρραλέων ηγετών και άλλα πολλά. Δεν παύει, όμως, να αποτελεί φάρο ευημερίας, ελευθερίας, δημοκρατίας, δικαιωμάτων και σε ένα μεγάλο βαθμό κοινωνικής δικαιοσύνης, παρά την ανεργία και τις εμφανείς κοινωνικές ανισότητες τόσο εντός όσο και μεταξύ των μελών της. Πού αλλού άραγε θα ήθελε κανείς να γεννήσει και να μεγαλώσει τα παιδιά του, να τους δώσει προοπτική; στην υπο-σαχάρια Αφρική ή στις σπαρασσόμενες από συρράξεις ασταθείς περιοχές;
Η ΕΕ μπορεί να μην έχει στρατούς και αεροπλανοφόρα, διαθέτει όμως μεγάλη «ήπια ισχύ» (soft power). Αποτελεί μαγνήτη και καταλύτη συνάμα. Η ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ δεν εδραίωσε μόνο τη δημοκρατία, αλλά και ενίσχυσε την ασφάλειά της, το διπλωματικό και πολιτικό της κεφάλαιο. Συντέλεσε καθοριστικά στην ένταξη και της Κύπρου. Τα οφέλη της ένταξης στην ΕΕ και την Ευρωζώνη δεν ήταν, λοιπόν, μόνο οικονομικά εφόσον επωφελήθηκε όχι μόνο από τις καθαρές εισροές εκατοντάδων δις ευρώ και επενδύσεων, αλλά και πολιτικά. Η χρεοκοπία μας δεν έχει καμιά σχέση με την ΕΕ παρά μόνο με εμάς.
Αυτό που με προβληματίζει σοβαρά δεν είναι η πορεία της Ένωσης. Παρακολουθώ στενά τις συζητήσεις και συμμερίζομαι εύλογες ανησυχίες και προβληματισμούς. Αυτό που με ανησυχεί ιδιαίτερα είναι ο απροκάλυπτος αλλά και συγκεκαλυμμένος αντι-ευρωπαϊσμός που εκπορεύεται από κυβερνητικούς και άλλους κύκλους χωρίς περίσκεψη, σε «πολεμικές» συνθήκες με τους εταίρους μας. Αυτό που με ανησυχεί είναι η κλειστή και φοβική κοινωνία μας με τις αντι-δυτικές της εξάρσεις, ανίκανη να κατανοήσει τις πραγματικότητες και τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής, περιορισμένη στο ρόλο του «κακομαθημένου παιδιού», του «μαύρου πρόβατου», διότι ποτέ δεν κατανόησε – αυτή που έδωσε «τα φώτα του πολιτισμού» στην Ευρώπη» – το πόσο πίσω έχει μείνει. Αρνείται να αυτοστοχαστεί. Αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της και να κάνει στοιχειώδη αυτοκριτική αποτίμηση της πορείας της. Αρνείται να συμμετέχει στο ευρύτερο γίγνεσθαι, να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στην ευρύτερη ανταγωνιστική αρένα. Αναζητεί με τη βοήθεια των πάσης φύσεως δημαγωγών και λαϊκιστών αποδιοπομπαίους τράγους και «πεμπτοφαλαγγίτες». Αυτοχαρακώνεται, αμύνεται, αυτοπεριορίζεται. Δεν ανοίγει τα φτερά της με σχέδιο και σύνεση. Παλινδρομεί από το ένα στο άλλο άκρο. Ενώ μπορεί. Αλλά το πολιτικό της σύστημα νοσεί και περί άλλων τυρβάζει. Εδώ βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος.
Γι αυτό η σημερινή πρόκληση για τις πραγματικές δημοκρατικές και Ευρωπαϊστικές δυνάμεις της χώρας είναι πολύ μεγάλη και καθοριστικής σημασίας όσο ποτέ άλλοτε. Να αποκρούσουν αποτελεσματικά την αντι-ευρωπαϊκή αυτοκαταστροφική υστερία και τις σειρήνες της επιστροφής στη φτώχεια, τη μοναξιά και την υπανάπτυξη.
Να χαράξουν πολιτικές για τη χώρα με όραμα, σχέδιο, δουλειά και ριζικές αλλαγές. Για να μπούμε στον δρόμο της υγιούς ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της πραγματικής προστασίας των αδυνάτων, την εξάλειψη της μάστιγας της ανεργίας ιδιαίτερα των νέων. Να μπούμε δηλαδή σταθερά στο δρόμο του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού με στόχο να γίνουμε μια χώρα ισχυρή, πρωτοπόρα και ευημερούσα, αξιόπιστη και με επιρροή στο γειτονικό της περιβάλλον.
Να στεριώσουμε γερά μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Διότι, είναι και δικό μας σπίτι, το δικό μας σπίτι.