Η Ευρώπη στο κενό

Χρίστος Αλεξόπουλος 15 Δεκ 2013

Ένα είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Καμμία χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει προοπτική, εάν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα καταρρεύσει. Και όμως ο κίνδυνος της διάλυσης είναι ορατός και μάλιστα επισημαίνεται με πάθος από πολιτικούς της εμβέλειας και του επιπέδου του πρώην γερμανού καγκελάριου Helmut Schmidt «Δεν είναι γραμμένο σε καμμία Βίβλο, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα φτάσει με τη σημερινή της μορφή μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα. Μπορεί να διαλυθεί, διότι οι κυβερνώντες δεν έχουν συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης» (Helmut Schmidt, „Mein Europa“, Hamburg, 2013).

Το πρόβλημα μάλιστα δεν επικεντρώνεται μόνο στην οικονομική κρίση χωρών της Ευρωζώνης. Πέρα από την οικονομική, η οποία έχει ευρύτερες διαστάσεις πλανητικής εμβέλειας, υπάρχουν και άλλες πλευρές της ευρωπαϊκής πορείας προς το μέλλον, οι οποίες εγκυμονούν κινδύνους διάλυσης.

Η δημογραφική κρίση εγγίζει όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, έστω και σε διαφορετικό βαθμό κάθε μία από αυτές.

Τον 20ο αιώνα ο παγκόσμιος πληθυσμός τετραπλασιάσθηκε, ενώ η ποσοστιαία συμμετοχή των Ευρωπαίων σε αυτόν συνεχώς μειώνεται. Συγκεκριμένα το 1950 η ποσοστιαία συμμετοχή ήταν 20 %. Το 2050 θα είναι περίπου 9 %. Έχουμε δηλαδή γηράσκουσες κοινωνίες, ενώ η διάρκεια ζωής του ανθρώπου ακολουθεί ανοδική πορεία.

Η δημογραφική κρίση συμπληρώνεται και με τη σταδιακή μείωση της ευρωπαϊκής συμμετοχής στο παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Και αυτό, διότι πολλαπλασιάζονται οι χώρες με παραγωγικές οικονομίες και μάλιστα με ανταγωνιστικά προϊόντα. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η δυναμική των αναδυόμενων οικονομιών (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία και άλλες), οι οποίες πλέον αρχίζουν να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της παγκόσμιας γεωστρατηγικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας. Παράλληλα διαπιστώνεται σταδιακή μείωση του επιπέδου ποιότητας ζωής στην Ευρώπη, ενώ στις αναδυόμενες οικονομίες παρατηρείται άνοδος.

Αυτό το πλέγμα προβλημάτων εντείνεται ακόμη περισσότερο και με το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου προς τον ανεπτυγμένο Βορρά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα κοινωνικής συνοχής και ακροδεξιών τάσεων. Ιδιαιτέρως στις προβληματικές οικονομικά κοινωνίες το πρόβλημα αποκτά μεγάλη αξύτητα, διότι δεν επιμερίζεται η εισροή μεταναστών σε όλα τα κράτη-μέλη αναλογικά λόγω των ρυθμίσεων, οι οποίες ισχύουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο ευρωπαϊκός Νότος υφίσταται την μεγαλύτερη πίεση. Εξάλλου η πλειοψηφία των μετακινούμενων πληθυσμών δεν έχει επαγγελματική ειδίκευση ανάλογη των αναγκών των χωρών υποδοχής. Και το τραγικό είναι, ότι το φαινόμενο αυτό θα εντείνεται, όσο προχωρούμε προς το μέλλον και οι επιπτώσεις της κλιματικης αλλαγής θα επηρεάζουν την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα του Νότου. Το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να επιλυθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο εσωτερικά, αλλά απαιτεί πλανητικών διαστάσεων ρυθμίσεις. Όσο όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να αναλάβει και να διεκπεραιώσει τον γεωστρατηγικό ρόλο, που της αναλογεί, θα παρατηρεί τις εξελίξεις χωρίς να τις επηρεάζει ούτε κατ΄ελάχιστο.

Πως θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτό το ρόλο, όταν τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο η αναγκαία πορεία ουσιαστικής σύγκλισης των ευρωπαϊκών κοινωνίων έχει υποκατασταθεί από ευρωπαϊκά προγράμματα χωρίς προοπτική. Εκτός και αν θεωρήσουμε, ότι η χρηματοδότηση δράσεων, οι οποίες δεν αποκτούν κοινωνική αναφορά, προάγουν την προσέγγιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στον τομέα του πολιτισμού η προσέγγιση εξαντλείται σε δράσεις, οι οποίες από το ένα μέρος έχουν χαρακτήρα μεμονομένων ενεργειών στο πλαίσιο της λογικής του θεάματος και από το άλλο δεν απευθύνονται στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων. Δεν προωθούν την δημιουργία ευρωπαϊκών δομών στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα πραγματώσουν την διαπολιτισμική ανταλλαγή και προσέγγιση των ευρωπαίων πολιτών. Φαίνεται, ότι δεν έχουν αντιληφθεί τόσο η γραφειοκρατία των Βρυξελλών όσο και το πολιτικό σύστημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ότι η οικοδόμιση της Ευρώπης δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια ορισμένων ελίτ, αλλά πρέπει να ακουμπήσει στην κοινωνική βάση των χωρών-μελών της. Ούτε και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής σε αυτό τον τομέα επιτρέπεται να καθορίζονται από τις Βρυξέλλες με σύμφωνη γνώμη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, χωρίς να γίνεται ουσιαστική διαβούλευση στο επίπεδο της ευρωπαϊκής κοινωνίας πολιτών. Δυστυχώς η ευρωπαϊκή προοπτική συνεχίζει μετά από εξήντα χρόνια να εξαρτάται από ολιγάριθμες ελίτ. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων δεν μετέχει συνειδητά στις διεργασίες, οι οποίες διακινούνται από τις ελίτ, που διαχειρίζονται εξουσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και πως να γίνει αυτό, όταν δεν υπάρχει ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και πολύ περισσότερο ευρωπαϊκή συνείδηση. Για την διαμόρφωση τους απαιτούνται διεργασίες διαπολιστισμικής ανταλλαγής και όσμωσης, οι οποίες θα πραγματώνονται στο πλαίσιο της ενεργοποίησης συλλογικών υποκειμένων, όπως είναι οι δομές της κοινωνίας πολιτών, τα οποία όμως έχουν ευρωπαϊκή και όχι εθνική εμβέλεια. Και αυτό είναι μια συνεχής και επίπονη αλλά απαραίτητη διαδικασία. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα αρχίσουν να παράγονται ευρωπαϊκής εμβέλειας αξίες, οι οποίες θα αποτελούν προέκταση, μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού με κοινωνικά χρακτηριστικά όμως. Ειδάλλως θα υπάρχει η λογική της κοινωνίας του θεάματος, στο πλαίσιο της οποίας βασική στόχευση είναι η αναπαραγωγή προτύπων, τα οποία διοχετεύοται με διάφορους τρόπους (μόδα, κινηματογράφος, μουσική) και αποσκοπούν στην καλλιέργεια του καταναλωτισμού και στην ελεγχόμενη διαχείρση της κοινωνικής δυναμικής. Μόνο που με αυτό τον τρόπο δεν προωθείται η διαμόρφωση ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και συνείδησης. Απλά ευδοκιμεί ο καταναλωτισμός και η ισοπέδωση της πολυδιάστατης πολιτισμικής πραγματικότητας, όπως την ανέπτυξε η ανθρωπότητα στην ιστορική της πορεία. Η ανθρώπινη οντότητα όμως δεν λειτουργεί όπως τα προϊόντα του οικονομικού συστήματος, τα οποία απλά καταναλώνονται. Έχει και ελεύθερη βούληση, η οποία προσδίδει νόημα στη ζωή του ανθρώπου και τον διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα όντα αυτού του πλανήτη. Με άλλα λόγια δεν αξίζει να υποβαθμίζεται στην κατηγορία του ζώου, το οποίο κακώς ντρεσάρεται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά και στάση χάριν του θεάματος και οικονομικών σκοπιμοτήτων.

Η διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης είναι απαραίτητη επίσης για την εξισορρόπηση της ύπαρξης πολλών γλωσσών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ύπαρξη πολλών γλωσσών αποτελεί πολιτισμικό πλούτο και δεν πρέπει να ισοπεδωθεί. Οι όποιες παρεμβάσεις θα δημιουργούσαν πρόβλημα πολιτισμικής ταυτότητας. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε αρνητική στάση επέναντι στην προοπτική της ευρωπαϊκής σύγκλισης και ενοποίησης.

Βέβαια το πολιτικό σύστημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ιδιαιτέρως οι κυβερνήσεις, με την πολιτική που ακολουθούν, έχουν αναλάβει αυτό τον αρνητικό ρόλο σε σχέση με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το επισημαίνει ο Helmut Schmidt στο βιβλίο του «Mein Europa» (Η δική μου Ευρώπη), το επιβεβαιώνουν όμως με τον καλύτερο τρόπο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και ιδιαιτέρως η γερμανική. Τοποθετήσεις, όπως αυτή του πρώην γερμανού υπουργού εξωτερικών Joschka Fischer, ότι «ιδιαίτερο βάρος στο επίπεδο της παγκόσμιας διακυβέρνησης μπορεί να έχει η Ευρώπη ως ενιαίο μόρφωμα και όχι κάθε χώρα ξεχωριστά, ακόμη και ισχυρή όπως η Γερμανία», δεν βρίσκει απήχηση στη συντηρητική κυβέρνηση της Γερμανίας. Ακόμη και στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών δεν πρόκειται να αλλάξει ουσιαστικά η γερμανική πολιτική σε σχέση με την ευρωπαϊκή πορεία. Αντί να προωθείται με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα η σύγκλιση και η ενοποίηση, γενικεύεται η τάση επανεθνικοποίησης της πολιτικής των κυβερνήσεων με ευθύνη κυρίως της γερμανικής κυβέρνησης. Δυστυχώς η ομολογία του Helmut Schmidt, ότι «οργανώσαμε πολύ άσχημα την Ευρώπη», συνεχίζει να χαρακτηρίζει την ακολουθούμενη πολιτική από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.

Αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας είναι να αυξάνεται ο ευρωσκεπτικισμός και σταδιακά να χάνεται η αίσθηση, ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αποτελούν μια κοινότητα, η οποία μπορεί να στηρίζεται στην αλληλεγγύη. Ο καθένας για τον εαυτό του και ο ισχυρότερος επωφελείται από όλους. Αυτό ισχύει στη σημερινή συγκυρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και αυτό πρέπει να αλλάξει. Ειδάλλως η κρίση θα αποκτήσει χαρακτηριστικά μόνιμης παρακμής, οπότε η Ευρώπη από την πτήση στο κενό θα καταρρεύσει με πάταγο. Σε αυτή την περίπτωση όχι μόνο οι περιφερειακές αλλά και οι χώρες του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπουν σε περιπέτειες με άγνωστη κατάληξη. Επειδή δε ο χρόνος έχει μεγάλη ταχύτητα, οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται εγκαίρως. Άλλα περιθώρια για καθυστερήσεις δεν υπάρχουν. Η λογική της επανεθνικοποίησης της πολιτικής πρέπει να αλλάξει άμεσα, εάν επιθυμούμε ως Ευρώπη την έξοδο από την κρίση. Και σε αυτή την πορεία, όπως επισημαίνει η νεολαία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, χρειάζονται ευρωπαϊκά οράματα για μια άλλη Ευρώπη με προοπτική για τους νέους.