Ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της ευρωζώνης ή ας υποθέσουμε ότι μονομερείς κινήσεις, όπως το δημοσιονομικό κενό που δημιουργεί η εφαρμογή του Προγράμματος Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ, θα την θέσουν εκτός, θα έπαυε τότε να υπάρχει πρόβλημα με το ευρώ; Το πρόβλημα στη Νομισματική Ένωση είναι απλά οι σπατάλες του τεμπέλη Νότου ή μόνο η κακή αρχιτεκτονική του ευρώ;
Η κρίση εξηγείται με την επίκληση κάποιων ιδιαίτερα «δημοφιλών» μύθων. Για όλα φταίνε αποκλειστικά οι δημόσιες δαπάνες του σπάταλου Νότου. Η ανάπτυξη της Ευρώπης, υποστηρίζουν αυτοί οι μύθοι, θα προέλθει μόνο μέσα από πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης: μείωση των μισθών, αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων και μείωση της φορολογίας των εισοδηματικά ισχυρών. Στον πολιτικό κόσμο είναι μειοψηφία όσοι ισχυρίζονται ότι για την κακή πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο κύριος ένοχος είναι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές λιτότητας. Είναι βεβαίως πλειοψηφία στον επιστημονικό κόσμο. Αλλά ποιος ακούει τους προοδευτικούς οικονομολόγους, όταν την πολιτική της Ευρώπης καθορίζουν τα κατά Κόλιν Κράουτς συμφέροντα των Μεγάλων Εταιρειών;
Ο χειρότερος δρόμος για την «περισσότερη Ευρώπη» είναι ο δρόμος της συνέχισης στο διηνεκές της πολιτικής της λιτότητας. Με τις ακολουθούμενες σήμερα πολιτικές αντί της «περισσότερης Ευρώπης» ανοίγεται μια τάφρος μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, ανάμεσα στα κράτη- πιστωτές και στα κράτη- οφειλέτες. Ταυτοχρόνως ανοίγει άλλη μια τάφρος. Αυτή μεταξύ των κυβερνουσών ελίτ και των απογοητευμένων λαών. Η κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι κρίση χρέους αλλά πολιτικής. Το θέμα δεν είναι μόνο να αποτραπεί η κατάρρευση του ευρώ, αλλά να αποτραπεί η απαξίωση των ευρωπαϊκών αξιών.
Η οποιαδήποτε όμως πολιτική αμφισβήτησης των σημερινών ακολουθούμενων πολιτικών, που δεν θα διασαλεύει την ευρωπαϊκή ενότητα, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη συνέργεια τριών μεγάλων ευρωπαϊκών αρχών: του διαλόγου του συμβιβασμού και της συναίνεσης στη βάση των κοινωνικών και όχι των οικονομικών προτεραιοτήτων.
Οι σημερινές ηγεσίες στην Βόρεια Ευρώπη, με προεξάρχουσα τη γερμανική της κυρίας Μέρκελ, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την επανεκλογή τους. Αυτός είναι ο κατά Ούλριχ Μπεκ μερκιαβελισμός. Ως επιχείρημα σ’ αυτή τους την επιδίωξη προβάλλουν την απειλή των «Νοτίων». Κατά αυτής της απειλής χρησιμοποιούν τη μαγική φόρμουλα που λέγεται λιτότητα ως φάρμακο για τη νόσο της Ευρώπης. Προωθούν δηλαδή μια επιμέρους πλευρά της ευρωπαϊκής και της γερμανικής κουλτούρας ως καθολική κουλτούρα της Ευρώπης.
Οι ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές δεν δικαιολογούνται από τα στοιχεία της οικονομικής κατάστασης του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου. Πρώτα έχουμε μια λάθος διάγνωση και μετά μια λάθος θεραπεία. Η λάθος διάγνωση συνίσταται στην άποψη σύμφωνα με την οποία το πρόβλημα ξεκινάει από το διογκωμένο δημόσιο χρέος. Όπως τονίζουν πολλοί Ευρωπαίοι και Αμερικανοί οικονομολόγοι η Ε.Ε είναι σε χειρότερη κατάσταση σε σχέση με το δημόσιο χρέος της, μόνο όσον αφορά την Κίνα και την Ινδία και σε πολύ καλύτερη από ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Ιαπωνία. Το μείζων πρόβλημά της δεν είναι το χρέος, αλλά η συνύπαρξη ενός ενιαίου νομίσματος με διαφορετικές οικονομικές, δημοσιονομικές, επενδυτικές, τραπεζικές και φορολογικές πολιτικές.
Έτσι ενώ από το 2001 ως το 2009 σημειώθηκαν μεγάλες αυξήσεις μισθών σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη Γερμανία οι μισθοί έμειναν πολύ πίσω από την πρόοδο της παραγωγικότητας. Μια τέτοια ανισομέρεια επηρέασε τα εμπορικά ισοζύγια των κρατών μελών. Αυτό από τη μια σήμαινε αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων της υπόλοιπης Ευρώπης και από την άλλη αύξηση των πλεονασμάτων της Γερμανίας. Αν και είναι δεδομένο ότι ο Νότος ζούσε πάνω από ότι τού επέτρεπε η παραγωγικότητα του, αυτό δεν σημαίνει πως η λύση βρίσκεται στην εφαρμογή «εκδικητικών» πολιτικών, οι οποίες ουσιαστικά αυξάνουν, αντί να μειώνουν, τα χρέη του.
Οι πολιτικές «Σόιμπλε» δεν είναι μόνο νεοφιλελεύθερες, είναι οικονομικά ανορθολογικές και πολιτικά εθνικιστικές. Ουσιαστικά η Ευρώπη δεν πάσχει τόσο από τον νεοφιλελευθερισμό, όσο από τον εθνικισμό. Υποφέρει από τον εθνικισμό των ισχυρών, αλλά και από την εθνικιστική αναδίπλωση των αδύναμων.
Η επαναφορά στην πολιτική ατζέντα της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά είναι κρίσιμη για τον μέλλον της Ευρώπης, αλλά ταυτόχρονα η κριτική στο κυρίαρχο ευρωπαϊκό μοντέλο, δεν πρέπει να κρύβει ότι πέραν αυτής της διάκρισης υπάρχει και ένας εγκάρσιος διαχωρισμός μεταξύ ομοσπονδιακών φιλοευρωπαϊκών και εθνικιστικών δυνάμεων.
Πιστεύω ότι στους Έλληνες πολίτες δεν έχει γίνει σαφής η σημασία αυτών των δυο διαχωρισμών. Στο ελληνικό προεκλογικό τοπίο μόνο το σχήμα Πράσινοι- ΔΗΜΑΡ τοποθετείται τόσο καθαρά στην τομή Αριστερά-Δεξιά, όσο και στον προαναφερθέντα εγκάρσιο διαχωρισμό Ευρώπη– εθνικισμοί. Μόνο ο συνασπισμός Πράσινοι- ΔΗΜΑΡ τοποθετείται με καθαρότητα υπέρ μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης σ’ ένα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένο πλαίσιο.
Αν και οι λαοί δεν ονειρευτήκαν αυτή την Ευρώπη, αν συνεχισθούν οι σημερινές κυρίαρχες πολιτικές, τότε παντού θα επικρατήσουν αντιευρωπαϊκές «αριστερές» ή ακροδεξιές δυνάμεις και τότε, πολύ φοβάμαι, πως στο μέλλον οι ευρωπαϊκοί λαοί, δεν θα μπορούν ούτε καν να ονειρεύονται τη σημερινή Ευρώπη.