Η Ευρώπη ως πειραματόζωο

Γιάννης Βούλγαρης 26 Οκτ 2012

Λίγα χρόνια πριν, η παγκόσμια κρίση του 2007-08 είχε δημιουργήσει την εντύπωση ή την ελπίδα ότι θα δρομολογούσε ριζικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συλλογική φαντασία και η ιστορική σύγκριση μας παρέπεμπαν στην αλλαγή ιστορικής εποχής που εκείνη είχε σηματοδοτήσει η κρίση του 1929. Ομως το μεγάλο οικονομικό – κοινωνικό κόστος της κρίσης δεν έχει προκαλέσει έως τώρα μείζονες πολιτικές αναταράξεις παρά μόνο «τοπικά», όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Η εύκολη εξίσωση «κρίση = στροφή στα αριστερά» διαψεύδεται, πόσω μάλλον που ούτε ιστορικά αποτέλεσε τον κανόνα – το αντίστροφο ήταν συχνότερο. Το αίτημα που φαινόταν να τίθεται με την κρίση, δηλαδή η κοινή πρωτοβουλία για την πολιτική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης και του αχαλίνωτου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, υποχώρησε μετά τις πρώτες χλιαρές προσπάθειες του G20. Επειδή όμως οι ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας παραμένουν, η κρίση παραμονεύει και η αστάθεια παραμένει. Με επίκεντρο την Ευρώπη. Ειδικά η ζώνη του ευρώ είναι η κατ’ εξοχήν περιοχή του Κόσμου όπου οι κρατικές εξουσίες βρίσκονται στα πρόθυρα ουσιωδών μετασχηματισμών υπό την πίεση των λεγόμενων «διεθνών αγορών».

Το γεγονός δεν είναι τυχαίο γιατί εδώ εκτυλισσόταν το πιο προχωρημένο ιστορικό πείραμα μιας «μετα-κυριαρχικής» πολιτικής μορφής, στην οποία η εξουσία μοιραζόταν αυτοβούλως μεταξύ εθνικών και υπερεθνικών θεσμών σε μια ασταθή και πρόσκαιρη ισορροπία. Η ΕΕ και το ευρώ ήταν απότοκο της παγκοσμιοποίησης και για σημαντικό αριθμό ευρωπαίων πολιτών, υπόσχεση πολιτικού ελέγχου της καθώς τα μεμονωμένα κράτη δεν επαρκούσαν πλέον. Τελικά η ενοποίηση προχώρησε με τον μόνο ίσως τρόπο που ήταν δυνατός στους δεδομένους συσχετισμούς και στο κλίμα της εποχής. Αποκρύβοντας όσο μπορούσε τον βαθύ πολιτικό και γεωπολιτικό χαρακτήρα των επιλογών. Προτάσσοντας την πραγματιστική λογική της ανάγκης. Ποντάροντας στην προτεραιότητα της Οικονομίας που θα συμπαρέσυρε αργότερα την Πολιτική. Καλλιεργώντας έναν «ευρωπαϊσμό» που είχε ως κύριους αποδέκτες τα μεσαία – ανώτερα στρώματα, ενώ την ίδια στιγμή η πολιτισμική ανασφάλεια και το Μεταναστευτικό ενίσχυαν τον αντιευρωπαϊκό εθνικισμό. Εξάλλου, το διεθνές κλίμα συνεργούσε σε όλα αυτά. Ηταν η φάση που η «Δύση» φαινόταν να ηγεμονεύει χωρίς αντίπαλο, ενώ ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός σάρωνε τα εθνικά σύνορα. Με αυτές τις διαδικασίες και σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η ΕΕ έγινε χώρος που μάλλον συμπεριλήφθηκε στην ανεμπόδιστη εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης, παρά πολιτική οντότητα που θα την ήλεγχε.

Τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας ενοποίησης, τα επιτεύγματα και κυρίως τα όριά της αποτυπώθηκαν στο ευρώ. Νόμισμα ορφανό και στείρο το αποκαλεί ο Πιζανί-Φερί (Η αφύπνιση των δαιμόνων, Εκδ. Πόλις, κεφ. 5). Ορφανό με την έννοια ότι «δεν προκάλεσε το σοκ που αναμενόταν» στο εσωτερικό των χωρών που το υιοθέτησαν. Στείρο με την έννοια ότι «δεν λειτούργησε ως κίνητρο» περαιτέρω ενοποίησης, «αντίθετα, τα πάντα εκτυλίχθηκαν λες και όλες οι δημοσιονομικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την είσοδο των χωρών στο ευρώ είχαν ως αποτέλεσμα μια μανία να προστατευτούν οι άλλες πολιτικές από κάθε ευρωπαϊκή επιρροή». Η μεταρρυθμιστική αδράνεια στην Ελλάδα μετά το ευρώ αποτελεί τυπικό παράδειγμα. Κατά ιστορική ειρωνεία, το ευρώ πέτυχε περισσότερο εκτός Ευρώπης, μια και υιοθετήθηκε ως δεύτερο αποθεματικό νόμισμα. Ο Κόσμος και οι ανερχόμενες μεγάλες δυνάμεις επιζητούσαν το ευρώ ως αντίβαρο στο δολάριο και στην τότε αμερικανική ηγεμονία.

Στην εποχή των παχιών αγελάδων όλα αυτά λειτούργησαν ή συγκαλύφθηκαν. Με την κρίση όλες οι ανισορροπίες και οι αντιθέσεις ήρθαν στο φως. Σήμερα η ΕΕ και η ευρωζώνη βρίσκονται στις παραμονές ενός νέου άλματος στην πολιτική συγκρότησή τους υπό την πίεση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που αλλιώς την απειλεί με διάλυση. Ομως το νέο άλμα στη δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση που κατά πάσα πιθανότητα κυοφορείται, γίνεται σε τελείως αλλαγμένο κλίμα. Ο «εξωτερικός καταναγκασμός» έχει γίνει καθοριστικός και επιτακτικός. Οι «διεθνείς αγορές» απαιτούν περισσότερο πολιτικό έλεγχο, οι άλλοι μεγάλοι παγκόσμιοι παίκτες απαιτούν αποφασιστικές κινήσεις ώστε η κρίση της ΕΕ να μη γίνει παγκόσμια γάγγραινα. Αλλά και στο εσωτερικό της ΕΕ η κρίση του ευρώ πολιτικοποίησε και μαζικοποίησε τη διαδικασία ενοποίησης. Σχεδόν ωμά. Η Οικονομία και το ενιαίο νόμισμα εγκαλούν την Πολιτική. Η κοινωνική κρίση κινδυνεύει να ταυτίσει το «ευρωπαϊκό» με την ισχύ των πλουσίων και το «εθνικό» με την υπεράσπιση των φτωχών. Το ρήγμα Βορρά – Νότου απειλεί την υπόσταση της ΕΕ, δημιουργώντας φυγόκεντρες τάσεις. Οι συσχετισμοί δύναμης μεταξύ των κρατών όπως προϋπήρχαν της κρίσης αλλά κυρίως όπως διαμορφώθηκαν μέσα στην κρίση καθορίζουν τις εξελίξεις, ενώ η κοινοτική διάσταση έχει υποχωρήσει. Οι σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών έχουν πολωθεί και τα απαξιωτικά στερεότυπα δίνουν τροφή σε ποικιλόχρωμους εθνολαϊκιστές. Εδώ όμως αρχίζει να λειτουργεί η «αρχή της ελπίδας», όπως ωραία το διατύπωσε ο Ούρλιχ Μπεκ («Βήμα», 21/10/2012) παραπέμποντας στον μαρξιστή φιλόσοφο Ερνστ Μπλοχ. Η πρόβλεψη της καταστροφής ως δυνατότητας ενεργοποιεί αντίρροπες δυνάμεις. Πράγματι, η αντίρροπη κίνηση για τη διάσωση της ΕΕ και την εμβάθυνση έχει αρχίσει. Το βλέπουμε στην Ελλάδα, όπου οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις ανέλαβαν την εθνική ευθύνη παίρνοντας όλα τα ρίσκα επάνω τους. Το βλέπουμε και στην Ευρώπη, όπου μετά τη γερμανική επιλογή υπέρ του ευρώ και την κοινωνική κρίση στη Νότια Ευρώπη με τις πολιτικές λιτότητας, δρομολογείται η αναδιαπραγμάτευση των ευρωπαϊκών θεσμών. Θα είναι μια σκληρότατη διαδικασία γιατί πίσω από την πραγματιστική διαλεκτική επανακαθορίζονται οι συσχετισμοί των κρατών και οι αντιλήψεις για την εθνική κυριαρχία. Η επικράτηση μιας γερμανικής Ευρώπης έχει όρια. Η Ελλάδα από τη στιγμή που θα σταθεροποιήσει τη θέση της στο ευρώ, θα ευνοηθεί γιατί από οικονομικός επαίτης θα ξαναγίνει ex officio παίκτης στο πολιτικό παιχνίδι.

Η ευρωπαϊκή Αριστερά θα έχει μια νέα ευκαιρία σε αυτή την αναδιαπραγμάτευση. Ο ρόλος της είναι να δώσει πολιτικό ειρμό και όραμα στην όλη διαδικασία με πυξίδα τη δημοκρατική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης. Να επικαιροποιήσει τους στόχους της αλληλεγγύης, της ανάπτυξης, της άσκησης κρατικής βιομηχανικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αλλά για να ανταποκριθεί στη νέα φάση χρειάζεται να αλλάξει τον εαυτό της. Να ξαναθυμηθεί ότι η Πολιτική που φιλοδοξεί να οικοδομήσει κρατικούς θεσμούς σε συνθήκες κρίσης υπερβαίνει μια κουλτούρα αναδιανομής του πλούτου στο πλαίσιο ήδη διαμορφωμένων θεσμών. Υπάρχει ένα εύγλωττο ιστορικό προηγούμενο που συμπυκνώνει το πρόβλημα. Το 1990 αμέσως μετά την πτώση του Τείχους, ο Κολ ηγέτης της Xριστιανοδημοκρατίας, προέταξε και διαπραγματεύτηκε την επανένωση του γερμανικού έθνους-κράτους. Ο Λαφοντέν μετρούσε το οικονομικό κόστος. Ο πρώτος κέρδισε, ο δεύτερος έχασε.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου