Παρά την μεγάλη ρευστότητα, που επικρατεί σε διεθνές επίπεδο και τα εσωτερικά της προβλήματα (οικονομική κρίση, εμφάνιση εθνικιστικών πολιτικών μορφωμάτων σε συνδυασμό με τον ευρωσκεπτικισμό κ.λ.π.) η Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και χωρίς ενιαία διακυβέρνηση, έχει φτάσει στο σημείο να λειτουργεί σε σημαντικό βαθμό ως γεωπολιτικός παράγων.
Αυτή η λειτουργία στηρίζεται περισσότερο στην δυναμική διεύρυνσης, που αναπτύσσει στην Ευρώπη και όχι στην πολιτική και στρατιωτική επιρροή, την οποία θα ασκούσε μια υπερδύναμη σε πλανητικό επίπεδο. Αυτό γίνεται στο πλαίσιο της συμμετοχής των κρατών μελών της Ένωσης στο ΝΑΤΟ, στο οποίο ηγετικό ρόλο παίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Η ευδοκίμηση όμως του εθνικισμού σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και η εκλογή του Donald Trump στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ αυξάνουν το φορτίο ρευστότητας στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας, με αποτέλεσμα να αρχίζουν να εκφράζονται απόψεις και προτάσεις για την ανάληψη περισσότερων ευθυνών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να παγιώνεται η αίσθηση της ασφάλειας και της αμυντικής επάρκειας.
Στο μέτρο δε που ο νεοεκλεγής πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump περιορίσει την συμβολή της χώρας του στο ΝΑΤΟ, η αναγκαιότητα αναβάθμισης του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας θα θεωρηθεί επιβεβλημένη.
Έχουν πολύ ενδιαφέρον απόψεις, που εκφράζονται για την ανάληψη της ηγεσίας της μετατροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε υπερδύναμη από την Γερμανία και την πολιτική ηγεσία, που θα προκύψει από τις γερμανικές εκλογές του 2017, την οποία βεβαίως συνδέουν με την νυν καγκελάριο Angela Merkel. Προφανώς εκτιμάται, ότι θα συμβάλλει θετικά στην διαμόρφωση του προφίλ της πολιτικού με ηγετικά προσόντα, ευρωπαϊκής και πλανητικής εμβέλειας.
Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις απόψεις το θέμα της ασφάλειας και της αμυντικής θωράκισης των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ σημαντικό για την προοπτική της.
Για να πάρει βέβαια «σάρκα και οστά», πρέπει να πληρούνται ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, εάν δεν επιθυμούν οι ευρωπαίοι πολίτες να ευδοκιμεί στο πολιτικό γίγνεσθαι της ΕΕ η λογική της ανάγκης ορισμένες χώρες και πολιτικές ηγεσίες να παίζουν επικυρίαρχο ρόλο σε ένα οικοδόμημα, το οποίο ακόμη είναι ανολοκλήρωτο.
Κατ’ αρχήν πρέπει να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς και να ολοκληρωθεί η πολιτική και οικονομική ενοποίηση, ενώ παράλληλα θα σχεδιασθούν πολιτικές διαπολιτισμικής προσέγγισης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ειδάλλως τα αρνητικά στερεότυπα του παρελθόντος σε συνδυασμό με τις μεγάλες ανισότητες ως προς το επίπεδο ανάπτυξης μεταξύ των κρατών-μελών θα λειτουργήσουν αντίθετα προς την όποια προσπάθεια αποφυγής εθνικιστικών κινδύνων και οικοδόμησης ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής.
Επίσης εμπόδιο αποτελεί η οικονομική κρίση σε αρκετές χώρες της ευρωζώνης, της οποίας η αντιμετώπιση είναι δύσκολη με την ακολουθούμενη πολιτική, διότι οδηγεί στην φτωχοποίηση και στον ευρωσκεπτικισμό.
Σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες πρέπει να συνυπολογισθεί, ότι η μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε γεωπολιτική δύναμη συνεπάγεται και οικονομικό κόστος. Αρκεί να αναφερθεί, ότι ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 508,3 εκατομ. άτομα και οι οικονομικές δαπάνες για τις αμυντικές της ανάγκες δεν υπερβαίνουν το 50% των δαπανών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ο πληθυσμός των οποίων είναι 322,3 εκατομ.
Συγκεκριμένα το 2015 η Ε.Ε. δαπάνησε 203 δισεκ. ευρώ, ενώ οι ΗΠΑ 560 δισεκ. δολλάρια (πηγές: Eurostat, United State Census, European Defense Agency).
Δεν είναι όμως μόνο η οικονομική παράμετρος σημαντική για την λειτουργία της Ε.Ε. ως γεωπολιτικής δύναμης. Από την στιγμή που η δραστηριοποίηση της θα υπερβαίνει τα εξωτερικά της σύνορα, τίθενται πολλά ερωτήματα σε σχέση με τις αρχές και αξίες, που τώρα επικαλείται, με τις οποίες μάλιστα θεμελιώνει τον λόγο ύπαρξης της.
Άλλο είναι να αποφασίζει μια κοινωνία την ένταξη της στην Ε.Ε. βασιζόμενη στην ελεύθερη βούληση των πολιτών της και στις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και άλλο να επιβάλλει μια υπερδύναμη το πλαίσιο λειτουργίας μιας χώρας και μάλιστα βιαίως πολλές φορές.
Σε αυτή την περίπτωση δεν ισχύει η επισήμανση της αρμόδιας για θέματα εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. Federica Mogherini, ότι «η Ε.Ε. είναι μια υπερδύναμη, που πιστεύει στον πλουραλισμό και στην συνεργασία», την οποία έκανε αμέσως μετά την εκλογή του Donald Trump ως προέδρου των ΗΠΑ.
Βέβαια θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι η Ευρώπη ως υπερδύναμη δεν θα αναπαράγει το πρότυπο των ΗΠΑ και δεν θα επιβάλλει συνθήκες με αεροπλανοφόρα και στρατιωτική ισχύ.
Μόνο που η πραγματικότητα δεν κινείται σε ιδεατό επίπεδο. Υπάρχουν και άλλες υπερδυνάμεις, οι οποίες στηρίζονται στη χρήση στρατιωτικής βίας και θα βρεθεί στην απέναντι όχθη. Ποιά θα είναι η απάντηση τότε;
Πριν όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση φτάσει στο σημείο να θεωρείται υπερδύναμη, πρέπει να επιλύσει και άλλα ουσιαστικά ζητήματα, όπως είναι οι διαφορετικοί προσανατολισμοί στο εσωτερικό της σε σχέση με την Ρωσία. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η στάση των χωρών της Βαλτικής, η Πολωνία αλλά και η Ρουμανία και η Βουλγαρία, οι οποίες θεωρούν, ότι απειλούνται από την Ρωσία και σε σχέση με αυτό προσβλέπουν στην οικοδόμηση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής ισχύος.
Από το άλλο μέρος η Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη δεν έχει διαμορφώσει ολοκληρωμένες πολιτικές σε τομείς, όπως είναι η οικονομία, οι οποίοι θα την δυναμώσουν πολιτικά και θα δρομολογήσουν διαδικασίες οικοδόμησης της ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής.
Ιδιαιτέρως η Γερμανία, πολιτικοί της οποίας ονειρεύονται ηγετικό ρόλο σε μια Ε.Ε. με γεωπολιτικό ρόλο, πριν από όλα θα πρέπει να ασχοληθεί με την αλλαγή της πολιτικής δικής της έμπνευσης, η οποία οδήγησε την οικονομία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σε καταστροφικά αδιέξοδα και την παγκόσμια οικονομία ως ένα βαθμό στη στασιμότητα.
Το πολιτικό σύστημα δε στην Ευρώπη συνολικότερα καλό θα είναι να ασχοληθεί συστηματικά με την ευρωπαϊκή προοπτική και να σχεδιάσει την μετάβαση στο μέλλον. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να προσεγγίσει και τον γεωπολιτικό ρόλο, που θα λειτουργούσε θετικά τόσο για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες όσο και για την παγκόσμια κοινότητα.
Οι δραστηριότητες της κάθε χώρας έχουν επιπτώσεις σε όλους. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η κλιματική αλλαγή. Γι’ αυτό σε βάθος χρόνου το μοντέλο οργάνωσης των εθνικών ή υπερεθνικών μορφωμάτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να επανεξετασθεί ως προς την λειτουργικότητα του και την συμβολή του σε ένα αειφορικό μέλλον και στην δημιουργία συνθηκών ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Με αυτό τον τρόπο και με αφετηρία τον κοινωνικό ανθρωπισμό διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός διαφορετικής ποιότητας πολιτικού πραγματισμού, ο οποίος συνδέει την λειτουργικότητα των πολιτικών αποφάσεων με τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι με αυτές των κοινωνικών συστημάτων και την οικονομική τους απόδοση προς όφελος ολιγομελών ελίτ.
Εάν μάλιστα υπάρξει και ισόρροπη και αειφορική ανάπτυξη σε όλο τον πλανήτη, τότε οι γεωπολιτικές δυνάμεις δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης. Απεναντίας θα υπάρχει μεγάλη ανάγκη δημιουργίας μιας μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης, η οποία θα υπερβαίνει τα όρια μηχανισμών, όπως είναι οι G20, οι οποίοι στηρίζονται στην ύπαρξη υπερδυνάμεων ή περιφερειακών δυνάμεων μικρότερης εμβέλειας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για την γενίκευση του δικού της οράματος και των αξιών του κοινωνικού ανθρωπισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Βέβαια προς το παρόν αυτό δεν είναι εφικτό. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, τόσο αυτές που σχετίζονται με την ολοκλήρωση του δικού της εγχειρήματος, όσο και αυτές που έχουν σχέση με την κυριαρχία της λογικής του θεάματος και του καταναλωτισμού ως σημεία προσανατολισμού των πολιτών στο κοινωνικό πεδίο.
Η επίκληση των ευρωπαϊκών αξιών από το πολιτικό σύστημα υπηρετεί επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Γι’ αυτό και δεν απευθύνεται σε ενημερωμένους πολίτες, οι οποίοι στηρίζουν την πολιτική τους λειτουργία στον ορθολογισμό, αλλά σε καταναλωτές φαντασιώσεων για το μέλλον.