Την ώρα που η χώρα ακροβατεί για ακόμα μία φορά πάνω από τον γκρεμό του απομονωτισμού και ενός ιδιότυπου μετα-μοντέρνου εθνοτισμού, που συνδυάζει προνεωτερικές αντιλήψεις με αντινεωτερικά στερεότυπα, ίσως αυτή την ώρα χρειάζεται να ρωτήσουμε ξανά ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζουμε νεωτερικότητα.
Ίσως το πιο θεμελιακό χαρακτηριστικό του νεωτεριστικού “τρόπου” είναι η απάντηση που δίνει στο ερώτημα “πώς κρίνουμε” και κατ’ επέκταση στο ερώτημα “στο όνομα τίνος κρίνουμε”. Το νεωτερικό υποκείμενο δεν θεωρεί μόνο ότι κρίνει στο όνομα του ανθρώπινου λόγου και άρα αναγνωρίζει τουλάχιστον κάποια συσχέτιση ανάμεσα στις ηθικές και πολιτικές κρίσεις και το λόγο. Δεν δέχεται μόνο ότι η κρίση είναι πάντα κρινόμενη αλλά και ότι καλεί διαρκώς σε κρίση, αφού διεκδικεί μία νέα οπτική, μία νέα κρίση η οποία σχετικοποιεί όποια παλαιά αλλά και τον εαυτό της. Δεν διατυπώνει απαντήσεις αλλά ερωτά, μένοντας με το ερώτημα, διευρύνοντας συνεχώς τα όρια της ερώτησης, την οποία και αντιλαμβάνεται ως κρίση, βρίσκεται δηλαδή συνεχώς σε αναζήτηση ενός νέου εύρους, ανοίγει και διευρύνει τα όρια του αληθούς.
Ο νεωτερικός τρόπος αποζητά και αναζητά την αλήθεια, σε πείσμα μετα-νεωτερικών απολυτοποιήσεων της σχετικότητας, αλλά δεν τη βρίσκει ποτέ, αφού την αντιλαμβάνεται ως συνεχή κίνηση προς το λανθάνον, ως ανακάλυψη η οποία ταυτόχρονα αποκαλύπτει και αποκρύπτει, καθώς είναι πάντα μερική και πάντα υπό νέα κρίση. Έτσι το κύριο που αποκαλύπτει είναι η μερικότητα κάθε κρίσης, η σχετικότητα κάθε απόλυτου, η προβληματικότητα κάθε πίστης.
Το πολιτικό πρόβλημα στο 20ο αιώνα προερχόταν από τους κάθε λογής πιστούς και το ίδιο δυστυχώς παραμένει και στον 21ο αιώνα. Η τραγικότητα της πολιτικής στον περασμένο αιώνα δεν έγκειτο μόνο στο ότι πολλές φορές ηθικές κρίσεις (περί δικαιοσύνης, ισότητας, πατρίδας κλπ) ασκούσαν πολιτική, η οποία όπως μας θυμίζει ο Weber οφείλει να είναι συνδυασμός τελολογικών κρίσεων αρχών και κρίσεων των συνεπειών. Εδραζόταν επίσης στην αντίληψη της πολιτικής ως εφαρμοσμένης ιδεολογίας, ενός ακτιβισμού της ιδέας, που όπως κάθε ακτιβισμός πιστεύει πάντα σε ένα μετά, σε μία δικαίωση, σε ένα ορίζοντα που θα είναι πάντα πιο ευνοϊκός. Η μαγεία της δράσης ως εφαρμοσμένης ιδεολογίας όμως, συνίσταται ακριβώς στο ότι καθετί που δεν την εξυπηρετεί εξαφανίζεται πίσω από μία ομίχλη, καθετί που την θέτει υπό κρίση χαρακτηρίζεται ως δισταγμός, κάθε αμφισβήτηση καταδικάζεται ως αίρεση. Κάθε κρίνων γίνεται εχθρός.
Τι διεκδικεί για παράδειγμα ο εθνικισμός ως ιδεολογία, αν όχι μία πολιτική που ορίζει φίλους και εχθρούς, που εκκινεί από την πίστη ότι καθετί δικό μας, καθετί μερικό αλλά “φίλιο” έχει την ηθική πρωτοκαθεδρία και οφείλει να ηγεμονεύει πολιτικά καθετί ξένο; Η ιδεοληψία του εθνικού ως οικείου και του ξένου ως αντεθνικού γίνεται το κέντρο μιας πολιτικής ιδεολογίας, που αναδεικνύει ως κυρίαρχο στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης τον τόπο, ενώ στην νεωτερικότητα ο άνθρωπος δεν ζει πλέον στον τόπο αλλά στο χρόνο και δεν αποτελεί παρά αντιπρόσωπο του κόσμου στον εκάστοτε τόπο. Πατρίδα μου ο κόσμος σημαίνει ότι πατρίδα μου ο χρόνος, γιατί το χαρακτηριστικό του νεωτερικού ανθρώπου είναι ότι ζει σε μία εποχή και όχι ότι ζει σε έναν τόπο.
Η Ευρώπη δεν αποτελεί σήμερα ζωτικό “χώρο” για τον Έλληνα πολίτη. Αποτελεί μία νέα εποχή υπό διαμόρφωση, αποτελεί ζωτικό χρόνο, καταστατική ανάγκη του ζην στη σύγχρονη εποχή, προϋπόθεση αναζήτησης του εύρους, των ανοιχτών οριζόντων, του οικείου που δεν αναγνωρίζει ανοίκειο. Ως ζωτικός χρόνος δεν στέκεται ποτέ σταθερός, σε αντίθεση με κάθε τόπο δεν είναι αργός αλλά γρήγορος, συνθέτει και ανασυνθέτει, δεν περιμένει τους αιωνίως βραδυπορούντες, συνεχώς γεννά και αναγεννάται, δεν θα είναι εδώ και αύριο, δεν μπαίνει συνεχώς σε δημοψήφισμα. Η Ευρώπη δεν φιλοξενεί τον ξένο, γιατί δεν αναγνωρίζει ξένο, μόνο υποδέχεται τον άλλο ως άλλον εαυτό, αρκεί ο ίδιος να κατανοεί τη νέα αυτή εποχή του παντού και πουθενά. Έχει περάσει ευτυχώς ο καιρός της επιβολής. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να είναι στην Ευρώπη με το ζόρι γιατί δεν είναι γη της επαγγελίας αλλά χρόνος της επαγγελίας, στο βαθμό που δεν επαγγέλεται τίποτα άλλο παρά τη συνύπαρξη πολλών οικείων, που μπορεί να έρχονται από άλλους τόπους αλλά πηγαίνουν σε έναν άλλο χρόνο, το χρόνο των πολλών εποχών σε συγχρονία. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο θαυμάσιος Πολωνός ποιητής Ανταμ Ζαγκαγέφσκι,
« Η Ευρώπη είναι όπως ο κόσμος… Για εμάς που ζήσαμε υπό το κράτος της Σοβιετικής Ενωσης που δεν είχε καμία απολύτως αίσθηση του χιούμορ, που ήταν μια χώρα με γκούλαγκ και μια γκρίζα, πολύ γκρίζα καθημερινότητα, η Ευρώπη αποτέλεσε για δεκαετίες το ιδεώδες υπόδειγμα μιας άλλης τάξης του κόσμου, ελεύθερης, πολύχρωμης, που σέβεται την ποικιλία των ανθρώπινων συμπεριφορών και επιλογών. Για κάποιους όμως που δεν βίωσαν αυτήν την εμπειρία είναι πιθανώς πολύ δύσκολο να καταλάβουν τι σήμαινε για έναν υπήκοο της σοβιετικής αυτοκρατορίας να περάσει δύο εβδομάδες στη Γαλλία, στην Ισπανία, στη Δυτική Γερμανία ή στην Ελλάδα.»
Ήταν ταξίδι σε μία άλλη εποχή που, απ’ ότι φαίνεται, εμείς οι Ελληνες που είχαμε τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε τις τελευταίες δεκαετίες, δεν αξιωθήκαμε.
Η πολιτική αυτής της νέας εποχής, που γκρέμισε τις διάφορες ιδεολογίες και εδώ και πολλές δεκαετίες άλλαξε τον κόσμο, οφείλει να είναι μία πολιτική συν-χρονη, μία πολιτική που εναντιώνεται όχι μόνο στους εθνικούς αλλά και στους ιδεολογικούς “τόπους”, χωρίς ποτέ να γίνεται ουτοπική. Το τέλος των ιδεολογιών ως συστημάτων προσανατολισμού σε κλειστούς ορίζοντες δεν σημαίνει βέβαια το τέλος των ιδεών, ούτε την υποχώρηση της πολιτικής. Αντίθετα μετά την υποχώρηση των ιδεολογιών, η πολιτική και η αντιπαράθεση των ιδεών έχουν ήδη βρεθεί ξανά στο κέντρο της κοινωνικής θέσμισης, καθώς οι πολιτικές ταυτότητες επανακαθορίζονται και τα όριά τους γίνονται πιο ρευστά. Για παράδειγμα, πολλοί φίλοι, προσπαθώντας να αντιπαρατεθούν στον επικίνδυνο συριζαϊκό συνδυασμό μωρίας και τύφλωσης, αυτοκαθορίζονται ως σοσιαλδημοκράτες. Η σοσιαλδημοκρατία ως ρεύμα ιδεών παραμένει σημαντικό, όπως και άλλα ρεύματα ιδεών (π.χ. φιλελευθερισμός). Ως ιδεολογίες, όμως, έχουν πεθάνει και όποιος καλεί σε ανάσταση νεκρών συνεχίζει να πορεύεται σε τόπους κοιμητηρίων, οι οποίοι δεν εγείρουν κανένα. Ως ρεύματα ιδεών υπό κρίση μπορούν ακόμα να εγείρουν και να διαμορφώσουν νέα πολιτικά υποκείμενα, που θα μπορούν να διατυπώνουν θετικό λόγο. Για παράδειγμα, πέρα από ιδεοληψίες και συναισθηματικές κρίσεις, το επίπεδο φτώχιας στον κόσμο λόγω της παγκοσμιοποίησης έχει πέσει στο μισό. Για να πέσει και άλλο δεν χρειάζεται κυρίως να εναντιωθούμε θεσμικά και πρακτικά στις “αγορές” αλλά να διαμορφώσουμε πολιτικές που θα υποστηρίζουν “καλές” αγορές. Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι κυρίως να αντιπαρατεθούμε στον κακό επιχειρηματία αλλά να διαμορφώσουμε πολιτισμικές, εκπαιδευτικές και οικονομικές συνθήκες για να ακμάσουν άλλου τύπου επιχειρηματίες. Να δημιουργήσουμε δηλαδή ένα νέο χρόνο που θα θέσει όλους υπό κρίση και σε κίνηση. Το 2015 απέχει από το 1974 όσο απέχουν το σχολείο του ’70 και το νεο-Αλτουσεριανό σχολείο από το πραγματικά σύγχρονο σχολείο και δυστυχώς αν είναι κάτι που δεν διαθέτουμε πλέον είναι ο χρόνος.