Το 1919, με τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού, το Νότιο Τιρόλο παραχωρήθηκε στην Ιταλία. Mετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιταλία κράτησε το Νότιο Τιρόλο, στο οποίο αναγνωρίστηκε καθεστώς αυτονομίας. Ιταλία και Αυστρία συμφώνησαν στους όρους, οι οποίοι αναφέρονται σε ένα ενιαίο καθεστώς όσον αφορά τη χρήση και των δύο γλωσσών, καθώς και σε ζητήματα εκπαίδευσης, οικονομίας και σε μια σειρά άλλα, ούτως ώστε να διατηρηθεί η αντιπροσωπευτικότητα των δύο εθνοτήτων και να κατοχυρωθεί το καθεστώς αυτονομίας της τοπικής διοίκησης έναντι της κεντρικής ιταλικής κυβέρνησης. Το καθεστώς στο Νότιο Τιρόλο θεωρείται ένα επιτυχημένο παράδειγμα αυτόνομης περιφέρειας που θα μπορούσε να γίνει μοντέλο και για άλλες περιοχές με καθεστώς αυτονομίας, οι οποίες διχάζονται όσον αφορά το αίτημα της ανεξαρτητοποίησής τους από το κεντρικό κράτος.
Τι σχέση μπορεί όμως να έχει το Νότιο Τιρόλο μe τη σημερινή συγκυρία εκτός από το γεγονός ότι προβάλλεται η περίπτωσή του για να καταδειχθεί ότι υπάρχει ένας τρίτος δρόμος μεταξύ της αφομοίωσης μιας αυτόνομης περιφέρειας και της ανεξαρτητοποίησής της από το εθνικό κράτος; Ο νέος αντικαγκελάριος της Αυστρίας και αρχηγός του ακροδεξιού FPO, Χ.-Κ. Στράχε, υπερασπίστηκε στο πρόσφατο παρελθόν την άποψη ότι στο Νότιο Τιρόλο θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να αποφασίσουν οι πολίτες του, δημοψηφισματικά, αν επιθυμούν αυτό να συνεχίσει να ανήκει στην Ιταλία ή να επανενωθεί με την Αυστρία (La Repubblica, 5.5.2016). Ο ίδιος θεωρεί ότι έτσι θα αποκατασταθεί μια ιστορική αδικία που έγινε εις βάρος της χώρας του όντας πεπεισμένος ότι σε περίπτωση δημοψηφίσματος οι κάτοικοι στο Νότιο Τιρόλο θα αποφάσιζαν να επανενωθούν με την Αυστρία.
Αν εύλογα θεωρήσουμε ότι η ανακίνηση ζητημάτων που αφορούν τα υπάρχονται σύνορα διεγείρει τον αλυτρωτισμό και υπονομεύει τη συνοχή της Ευρώπης, ο τρόπος που αξιωματούχοι της Ε.Ε., του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περιλαμβανομένου, εφησυχάζουν με το δήθεν «ευρωπαϊκό» προφίλ του αυστριακού αντικαγκελαρίου (βλ. σχετικές δηλώσεις Ζ.-K. Γιουνκέρ, 20.12.2017) φανερώνει μια αμήχανη ανοχή που επικρατεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την αντιμετώπιση των λαϊκιστών δυνάμεων, δεξιάς αλλά και αριστερής χροιάς, οι οποίες κερδίζουν έδαφος στο εσωτερικό της. Όσο οι λαϊκιστές αυξάνουν την επιρροή τους, τόσο η ανοχή απέναντί τους διευρύνεται· η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ και κόμματα εξουσίας αντιμετωπίζουν, σε γενικές γραμμές, τους λαϊκιστές ως ένα ρεύμα που αν δεν είναι αφομοιώσιμο στην κυρίαρχη τάση της πολιτικής σκηνής, μπορεί έστω να είναι ελεγχόμενο από αυτήν. Η απομόνωση του ρεύματος αυτού –έτσι πλέον σκέφτεται ένα μέρος της πολιτικής ηγεσίας και των διαμορφωτών γνώμης στην Ευρώπη – θα απομάκρυνε τα καθιερωμένα κόμματα από το εκλογικό κοινό που έχει βρει καταφύγιο στον λαϊκισμό, ενώ επιπλέον θα ήταν σαν να εγκατέλειπαν στους λαϊκιστές την αρμοδιότητα σε ζητήματα πολιτικής (μεταναστευτικό, Ισλάμ, Ευρώπη), τα οποία θεωρούνται σημαντικά από τους εκλογείς.
Η παρούσα συγκυρία είναι κρίσιμη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αντιευρωπαϊκή κριτική έχει εκτοξευθεί με την ίδια να υιοθετεί μια μάλλον αμυντική στάση απέναντι στον ευρωσκεπτικισμό: αποδέχεται (εν μέρει τουλάχιστον) λάθη και αδυναμίες της, όμως παρουσιάζεται συγκαταβατική απέναντι σε δομικούς επικριτές της. Αν το 2000 η Ε.Ε. είχε επιβάλει κυρώσεις στην Αυστρία θεωρώντας ότι η συμμετοχή στην κυβέρνηση ενός κόμματος (FPO) που ήταν ξενοφοβικό, που είχε μη κριτική ματιά στο ναζισμό και ήταν επιφανειακά δημοκρατικό αποτελούσε πρόκληση στις ευρωπαϊκές αξίες, λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά η επανάληψη του σκηνικού λογίζεται ως μια, έστω οριακή, κανονικότητα. Μήπως όντως η έκφραση επιφυλάξεων ή και φόβων για τη συμμετοχή της ακροδεξιάς στη διακυβέρνηση είναι αποτέλεσμα παρωχημένων υπερευαισθησιών; Μήπως δεν θα έπρεπε να ανησυχούμε αν κόμματα από την οικογένεια της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις;
Το ερώτημα δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε, πολλώ μάλλον που ένα τέτοιο κόμμα (ΑΝΕΛ) μετέχει στην παρούσα κυβέρνηση της δικής μας χώρας, ενώ αντίστοιχες εμπειρίες υπάρχουν στις Σκανδιναβικές χώρες, με τα εκεί ομόλογα κόμματα να λαμβάνουν μέρος στην κυβέρνηση (Νορβηγία, Φιλανδία) ή να στηρίζουν κυβερνήσεις μειοψηφίας (Δανία). Ο ισχυρισμός ότι ένας καλός τρόπος να περιοριστεί η απήχηση αυτών των κομμάτων είναι ακριβώς να αναλάβουν κυβερνητικές θέσεις, καθώς κάτι τέτοιο θα καταδείκνυε την αδυναμία τους να μετουσιώσουν τη ρητορική τους σχετικά με τη μετανάστευση, την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τις μειονότητες και τις νέες ταυτότητες σε εφαρμόσιμες πολιτικές αποφάσεις, δείχνει να είναι κάπως απλοϊκός. Ακόμη κι αν μια τέτοια αδυναμία υπάρχει, συν τω χρόνω τείνει να περιοριστεί, κυρίως διότι οι λαϊκιστές αποκτούν μια εκδοχή έμμεσης «υπευθυνότητας» υπό την έννοια ότι οι θέσεις τους διαπερνούν την κομματική σκηνή και, συνεπώς, βρίσκονται εγγύτερα στην προοπτική να μετουσιωθούν σε πολιτική απόφαση όχι απαραίτητα γιατί οι ίδιοι έγιναν πιο ρεαλιστές στο πλαίσιο της διακυβέρνησης αλλά γιατί η κομματική σκηνή έγινε περισσότερο διαθέσιμη να αφομοιώσει στοιχεία από τις θέσεις αυτές.
Σε χώρες που συγκυβέρνησαν, οι δεξιοί λαϊκιστές έχουν επηρεάσει τις πολιτικές αποφάσεις για τη μετανάστευση συμβάλλοντας ώστε αυτές να κινηθούν προς μια κατεύθυνση που καθιέρωνε περιορισμούς στη μετανάστευση. Καθώς επίσης πρόκειται για δυνάμεις που είναι αντίθετες των πολιτικών διάσωσης των χωρών που βρίσκονται σε οικονομική ύφεση, δημιουργήθηκαν επιπλέον δυσκολίες στην Ε.Ε. που είχε να αντιμετωπίσει τις ισχυρές επιφυλάξεις των χωρών στις οποίες η ακροδεξιά μετείχε στην κυβέρνηση ή ήταν υπολογίσιμη στην εκλογική αρένα σε σχέση με την υιοθέτηση πολιτικών υπέρ των οικονομικά ευάλωτων χωρών.
Οι λαϊκιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη είναι σε άνοδο· η τάση αυτή αφορά κυρίως τη δεξιά εκδοχή του λαϊκισμού, χωρίς να εξαιρείται και ό,τι μπορεί να θεωρηθεί αριστερή έκφραση του λαϊκιστικού φαινομένου. Επιπλέον, κάποια στεγανά καταρρίπτονται με ανεξαρτήτως ιδεολογικής χροιάς λαϊκιστές να δείχνουν διαθέσιμοι για συνεργασίες βάσει συγκλίσεων σε διακυβεύματα πολιτικής παρακάμπτοντας διαφορές σε ιδεολογικά φορτία: η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, αλλά και η έκφραση διαθεσιμότητας του Λαϊκού Κόμματος στη Δανία να συγκυβερνήσει με τους Σοσιαλδημοκράτες αποτελούν τέτοια παραδείγματα. Η Ε.Ε. παρακολουθεί με αμηχανία και έλλειψη αυτοπεποίθησης τις ανακατατάξεις. Δείχνει να προσπαθεί να ακολουθήσει ό,τι συμβαίνει στην εθνική πολιτική σκηνή παρά να κάνει τον μαέστρο στην ευρωπαϊκή αρένα. Δεν πρόκειται μόνο για έλλειμμα ηγεσίας, αλλά και για κενό σε επίπεδο σχεδίου της Ε.Ε. Το κενό αυτό τείνει να καλυφθεί από μια πατσγουόρκ ατζέντα που συμπληρώνεται με ό,τι δείχνει να εκτονώνει συναισθηματικά κοινωνίες που βιώνουν ρευστότητα παρά –με γνώμονα τις ευρωπαϊκές αξίες– να αντιμετωπίζει ζητήματα που αυτές έχουν πράγματι ανάγκη.