Η Ελλάδα διέρχεται μία σημαντική καμπή στην οποία για πρώτη φορά ύστερα από την έναρξη της κρίσης η χώρα έχει τη δυνατότητα να επιτύχει την δημοσιονομική εξυγίανση και την επιστροφή στην ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, με τις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο και την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις Περιφέρειες δίνεται η δυνατότητα για την αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης, της απομάκρυνσης των άκρων από τον πολιτικό βίο, την αποφυγή της αδιέξοδης πόλωσης και του φανατισμού, την προώθηση της συνεννόησης και της συμφωνίας για τα βασικά συμφέροντα του τόπου. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει όλοι να κατανοήσουμε ότι η Ευρώπη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με μικρο-κομματικές σκοπιμότητες, γιατί στο Ευρωκοινοβούλιο κρίνονται πολύ σημαντικά συμφέροντα για το ελληνικό κράτος και η εκπροσώπηση της χώρας πρέπει να είναι πολύ υψηλού επιπέδου.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι το πλέον σημαντικό πρόβλημα είναι σήμερα η ανεργία. Τα δεδομένα είναι σκληρά: πάνω από 26,5 εκατομμύρια Ευρωπαίοι (ή 11% του συνολικού πληθυσμού) είναι άνεργοι. Η δε ανεργία των νέων ‘τρέχει’ με διπλάσιους ρυθμούς. Για τις χώρες που πλήττονται χειρότερα από την κρίση τα ποσοστά είναι πρωτόγνωρα. Στην Ελλάδα και Ισπανία η ανεργία αγγίζει το 27% και στους νέους το 60%.
Οι Έλληνες αντιμετωπίζουν με αξιοσημείωτη αξιοπρέπεια την εξαιρετικά δυσχερή κατάσταση που βιώνουν. Αποδεικνύεται περίτρανα η σημασία των θεμελίων της κοινωνίας μας, της οικογένειας και των μορφών κοινωνικής αλληλεγγύης και συμπαράστασης, που βοηθούν ιδιαίτερα τις πλέον ευπαθείς κοινωνικές ομάδες στην κοινωνία μας. Πρόκειται για το άτυπο κράτος πρόνοιας, χαρακτηριστικό των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, που καταφέρνει να απαλύνει τις συνέπειες της ανεργίας. Επίσης, η χώρα δεν αντιμετωπίζει σοβαρότερα προβλήματα πολιτικής σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες με συγκριτικά πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες.
Ωστόσο, πρέπει να διεκδικήσουμε περισσότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Η Στρατηγική της Λισαβόνας το 2000 για ‘καλύτερες και περισσότερες θέσεις εργασίας’ έως το 2010 πέτυχε πολύ λίγα. Η προσπάθεια όμως συνεχίζεται. Παρά τη θεμιτή κριτική, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανταποκρίνεται εμπράκτως στην κατάσταση αυτή. Ήδη από τον Ιούνιο 2012 υιοθετήθηκε το ‘Σύμφωνο για την Ανάπτυξη και τις Θέσεις Εργασίας’, το οποίο λειτουργεί συμπληρωματικά προς την ‘Στρατηγική Ευρώπη 2020’ για έξυπνη και βιώσιμη ανάπτυξη. Το Σύμφωνο περιλαμβάνει σημαντικούς στόχους και χρηματοδοτικά εργαλεία για ζητήματα όπως η ρευστότητα στην αγορά, η ανταγωνιστικότητα, η εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, η προώθηση του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου έρευνας, η κινητικότητα των εργαζομένων, αλλά και πάνω από 120 δις ευρώ για άμεσες ενέργειες. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για τους νέους, όπως η Πρωτοβουλία για την Απασχόληση των Νέων για την οποία έχουν δεσμευθεί πάνω από 6 δις ευρώ. Επιπλέον, άλλα μέσα όπως το Ταμείο για την Παγκοσμιοποίηση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από ελληνικές επιχειρήσεις που βρίσκονται σε παρακμή. Συγκεκριμένα, από την Ελλάδα το Ταμείο αυτό του οποίου τη χρησιμοποίηση εγκρίνει η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει χρησιμοποιηθεί μόνο από μία επιχείρηση στη χώρα μας και αυτή είναι γερμανική.
Θα λύσουν όλα τα παραπάνω το πρόβλημα της ανεργίας; Είναι βέβαιο ότι χρειάζεται στενή παρακολούθηση της πορείας επίτευξης των στόχων, όπως η πρόσφατη Έκθεση της Επιτροπής. Αλλά οι ευθύνες της επιτυχίας μοιράζονται μεταξύ των οργάνων της ΕΕ και των εθνικών κυβερνήσεων σύμφωνα και με τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σπάνια καταλαμβάνει κορυφαία θέση στην ειδησεογραφία των μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, αποτελεί το μοναδικό αιρετό σώμα για την αντιπροσώπευση των πολιτών της Ευρώπης, το οποίο σταδιακά έχει συγκεντρώσει αποφασιστικής σημασίας νομοθετικές αρμοδιότητες μαζί με το Συμβούλιο, οι οποίες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα εκατομμυρίων ευρωπαίων πολιτών. Αποτελεί δε το σώμα στο οποίο λογοδοτεί η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο η αποστολή των ευρωβουλευτών υπήρξε ακόμη πιο επιτακτική στο πλαίσιο της κρίσης της ευρωζώνης και της αναζήτησης των θεσμικών και χρηματοδοτικών λύσεων στα πολλά και ακανθώδη προβλήματα που προέκυψαν. Ήταν εκείνοι οι οποίοι βρίσκονταν καθημερινά στο επίκεντρο των συζητήσεων και αντιπαραθέσεων σχετικά με το ελληνικό ζήτημα. Εκείνοι που έπρεπε ευθέως να αντικρούσουν τις εύλογες, όσο και τις υπερβολικές, αιτιάσεις των συναδέλφων σχετικά με την υστέρηση των κυβερνήσεων και των κομμάτων στην Ελλάδα να αντιληφθούν τη διάσταση του προβλήματος και, κυρίως, να αναλάβουν επειγόντως μέτρα. Ήταν η εποχή, ιδιαίτερα έως τον Νοέμβριο 2011, που πολλοί στην Ελλάδα παρέβλεπαν ακόμη τα πραγματικά δεδομένα της κρίσης και των διαθέσιμων δυνατοτήτων διαχείρισής της, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη τα σενάρια Grexit ήταν κοινός τόπος.
Οι ευρω-εκλογές θα είναι μία δύσκολη καμπή για το πολιτικό σύστημα, την σταθερότητα της κυβέρνησης και την εξέλιξη της ΕΕ συνολικά. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια για ομφαλοσκοπήσεις, ούτε είναι η κατάλληλη στιγμή για μία κατανομή ρόλων δίχως ασφαλή κριτήρια. Η απογοήτευση των πολιτών, αν και απολύτως δικαιολογημένη, δεν πρέπει να αποτελέσει από μόνη της κριτήριο πολιτικής επιλογής και σίγουρα δεν δίνει απάντηση στα σημερινά προβλήματα. Είναι βέβαιο, ότι οι καιροί απαιτούν ευρύτατες αλλαγές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ο καθένας, ωστόσο, οφείλει να πάρει θέση στο ερώτημα ποιά Ευρώπη θέλει σήμερα, πώς αυτή μπορεί να δημιουργηθεί, αλλά και ποιό το κόστος της «μη Ευρώπης» στη διαχρονική του διάσταση.